Η Λέλα Καραγιάννη γεννήθηκε στη Λίμνη Ευβοίας, την κωμόπολη με το νησιώτικο χρώμα στις ακτές του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, στις 24 Ιουνίου 1898.

Γονείς της ήταν ο Αθανάσιος Μηνόπουλος και η Σοφία Μπούμπουλη, μέλος της φημισμένης σπετσιώτικης οικογένειας Μπούμπουλη, την οποία δόξασε προπάντων η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

Η Καραγιάννη διήγαγε τα περισσότερα έτη του σύντομου βίου της στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον έμπορο φαρμακευτικών – αρωματικών προϊόντων Νικόλαο Καραγιάννη και απέκτησε μαζί του επτά παιδιά.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Καραγιάννη έλαβε μέρος στο αντιστασιακό κίνημα, ιδρύοντας και χρηματοδοτώντας ήδη από το 1941 την αντιναζιστική οργάνωση «Μπουμπουλίνα».

Ως αρχηγείο της αντιστασιακής οργάνωσης χρησιμοποιήθηκε η οικία της οικογένειάς της, ιστορικό διατηρητέο μνημείο της Αθήνας, κοντά στην πλατεία Αμερικής.

Η απόκρυψη, η περίθαλψη και η φυγάδευση εγκλωβισθέντων στρατιωτών των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή, η πρόκληση καταστροφών σε υλικά μέσα ή εγκαταστάσεις του εχθρού, καθώς και η παροχή πληροφοριών αναφορικά με τα σχέδια και τις κινήσεις του αντιπάλου στο Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, ήταν οι τομείς στους οποίους δραστηριοποιήθηκαν η Καραγιάννη και τα μέλη της οργάνωσής της, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα πέντε μεγαλύτερα παιδιά της.

Τον Ιούλιο του 1944 η Λέλα Καραγιάννη και πέντε από τα παιδιά της συνελήφθησαν από τους γκεσταπίτες.

Η Λιμνιώτισσα με το απαράμιλλο θάρρος και τον άδολο πατριωτισμό υποβλήθηκε αρχικά σε φρικτά βασανιστήρια στα διαβόητα κρατητήρια της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν και μεταφέρθηκε ακολούθως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, έναν περίπου μήνα πριν αποτινάξει η Αθήνα το βαρύ ζυγό του κατακτητή (12 Οκτωβρίου 1944), τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτέλεσαν τη Λέλα Καραγιάννη μαζί με δεκάδες άλλους αγωνιστές της Αντίστασης στο άλσος Χαϊδαρίου, κοντά στη μονή Δαφνίου.

Η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε μετά θάνατον από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.

Η προτομή της ηρωίδας στη Λίμνη Ευβοίας διαφυλάσσει την ιστορική μνήμη, προκαλεί συγκίνηση, φανερώνει τον παραμελημένο στην εποχή μας δρόμο της αρετής και της αυτοθυσίας.