Κανένας δεν έχει προσπαθήσει να παράσχει μια δεοντολογική θεμελίωση της υποχρέωσης του έλληνα πολίτη να πληρώνει φόρους. Ετσι, η φορολογία εμφανίζεται ως η τιμωρία που επιβάλλεται στους κατόχους υλικών αγαθών και εισοδημάτων και η αυστηρότητά της ποικίλλει αναλόγως του μεγέθους των τελευταίων. Ομως αυτός ο τρόπος σκέψης δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη φιλελεύθερη αλλά ούτε καν με τη χριστιανική ηθική.

Οι σοβαρότεροι χριστιανοί στοχαστές έθεταν πάντοτε το ερώτημα ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί μια ληστεία από το νομιμοποιημένο πλιάτσικο (φορολογία), στον βαθμό που αμφότερες οι πρακτικές βασίζονται στη βία και στον καταναγκασμό.

Ο Θωμάς Ακινάτης ξεκινάει την επιχειρηματολογία του αποδεχόμενος ότι ο ηθικός νόμος, που απαγορεύει την άσκηση της βίας και του καταναγκασμού, δεσμεύει τόσο το κράτος όσο και τους πολίτες. Εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι η φορολογία (tributum) είναι κατ’ ανάγκη πάντοτε κλοπή. Οι φόροι είναι η πληρωμή που λαμβάνει ο πρίγκιπας επειδή διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη.

Με άλλα λόγια, για τον μεγάλο στοχαστή η φορολογία είναι ηθικά αποδεκτή στον βαθμό που είναι ανταποδοτική. Η επιβολή φόρων νομιμοποιείται από το γεγονός ότι ο πρίγκιπας παρέχει ορισμένα δημόσια αγαθά, όπως την άμυνα από τους εξωτερικούς εχθρούς, την καταπολέμηση του εγκλήματος, ένα δίκτυο μεταφορών κ.λπ. Αν, όμως, ο πρίγκιπας δεν παρέχει αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες, τότε δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της φορολογίας και της ληστείας.

Είναι προφανές ότι αν μεταφέρουμε τον συλλογισμό του Ακινάτη στα ελληνικά δεδομένα, το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας αποτελεί ένα πλιάτσικο το οποίο ασκεί το κράτος εναντίον των παραγωγικών υπηκόων του. Διότι τους προσφέρει ελάχιστα ως επιστροφή των φόρων. Η ανταποδοτικότητα είναι έννοια ξένη προς το ελληνικό φορολογικό σύστημα.