Βιβή Μωραϊτου
Οι λίγες από τις φίλες που ενθουσιάστηκαν όταν τους ανακοίνωσα ότι µου έκανε πρόταση ήταν παντρεµένες. Γιατί εκείνες που συνέθεταν καθηµερινά το single θηλυκό σύµπαν µου άκουσαν τα νέα στην αρχή αµήχανα. Η κολλητή µου (που θα γινόταν και κουµπάρα µου), η ξαδέλφη µου (που ήταν περισσότερο κι από αδελφή µου) και η πιο στενή συνεργάτιδά µου (από καταβολής του όρου καριέρα) δεν είναι ακριβώς ότι δεν χάρηκαν αλλά αιφνιδιάστηκαν τόσο που αντέδρασαν, για αρχή, µουδιασµένα.
Ο κύκλος των χαμένων κολλητών
Η απάντηση της µέλλουσας κουµπάρας µου στο αν το βράδυ θα ερχόταν µαζί µας σινεµά θύµιζε περσόνα του Λαζόπουλου. Αφού θα πηγαίναµε οι δυο µας τι τη θέλαµε στη µέση; Έναν ολόκληρο χρόνο που βρισκόταν τακτικότατα στη µέση δεν είχε ενδοιασµούς. Τώρα, µε την πρόφαση της διακριτικότητας προς το ευτυχές ζεύγος, δηλαδή εµένα και τον Νικόλα, απέφευγε να συναντιόµαστε ακόµα και µόνες µας. Όποτε της ζητούσα βόλτα στα µαγαζιά ήταν πνιγµένη στη δουλειά κι όσες φορές προσπάθησα να της δείξω νυφικά στα περιοδικά προκάλεσα χασµουρητά βαθύτερα κι απ’ του γαµπρού. Αν υπέθετα σωστά, σκόπευε να ασχοληθεί µε το κεφάλαιο «ο γάµος της καλύτερής µου φίλης» αποκλειστικά σε ό,τι αφορούσε τα τυπικά του ρόλου της ως κουµπάρα. Δηλαδή στέφανα, λαµπάδες, λουλούδια. Με ρωτούσε τα απολύτως απαραίτητα και για τα υπόλοιπα ούτε κουβέντα. Ακόµα και για το τι θα φορούσε βαριόταν να συζητήσει. Με ένα «έχουµε καιρό» ανέβαλε διαρκώς το σαφάρι για το ιδανικό φόρεµα. Εκείνη, που πριν από κάθε µας έξοδο συνεδριάζαµε µε τις ώρες µπροστά στην ντουλάπα της. Ένα απόγευµα πίναµε καφέ στο καινούργιο σπίτι όπου είχα µετακοµίσει µε τον καλό µου όταν χτύπησε το κινητό της. Από την ταραχή και τα µισόλογά της, ώσπου να βγει από την εµβέλειά µου, κατάλαβα ότι στο τηλέφωνο ήταν άνδρας. Και την ενδιέφερε. Και γιατί δεν µου είχε πει τίποτα; Δεν είπε ούτε όταν ξαναµπήκε στο καθιστικό. Ούτε εγώ τη ρώτησα και η καληνύχτα µας είχε κάτι από την εποχή των παγετώνων. Την κοίταζα καθώς έµπαινε φουριόζα στο ασανσέρ και συνειδητοποίησα ότι βρισκόµουν πια σε άλλη φάση. Μια πίστα µπροστά.
Μόλις έγινε επισήµως αρραβωνιαστικός µου η ξαδέλφη µου κατέβασε τον καλό µου από το βάθρο του «ανθρώπου της προκοπής». Μετά το Ναι που του είχα πει µια νύχτα µε φεγγάρι ο µέχρι πρότινος εµφανίσιµος – πνευµατώδης – ροµαντικός αγαπηµένος µου, που επιπλέον έκανε πολύ καλή παρέα µε τον εδώ και πέντε χρόνια δεσµό της, έγινε ο µετρίου παρουσιαστικού και φαντασίας υπερόπτης τεχνοκράτης µε τις κρυάδες. Εκείνη που ήταν σαν αδελφή µου και τόσο µε αγαπούσε είχε την υποχρέωση να µου επισηµάνει ότι ο γαµπρός καλός ήταν για παρέα αλλά µπορεί να µην έκανε απαραίτητα και για σπίτι. Πως ένας χρόνος γνωριµίας δεν ήταν αρκετός και πως βιαζόµουν. Δεν ήθελε να πει περισσότερα. Αλλά είπε. Και –το χειρότερο –τα είπε και σε άλλους. Ήταν προφανές ότι η ξαδέλφη είχε υποστεί µετάλλαξη γενικότερα. Ποια ήταν αυτή η αφόρητη κοπέλα που στις δικές µου γαµήλιες πρόβες υποχρέωνε µακιγιέζ, κοµµωτές και µόδιστρους να ασχολούνται στο τέλος περισσότερο µαζί της; Κι άντε τώρα να εξηγήσεις στο µέλλοντα σύζυγο «γιατί δεν βγαίνουµε πια τόσο συχνά µε τα παιδιά».
Με την προσφάτως χωρισµένη συνάδελφο το πράγµα ήταν αλλιώς. Βρίσκαµε πάντα χρόνο να τα λέµε και πάντα ξεκλέβαµε καµιά ωρίτσα µετά το σχόλασµα για βόλτα στις βιτρίνες ή ένα γρήγορο κοκτέιλ. Αυτά πριν αρχίσω τις προετοιµασίες για το γάµο. Αλλά όλο κάτι ξεχασµένες εκκρεµότητες προφασιζόταν τελευταία και έφευγε από τη δουλειά ύστερα από µένα. Σε δύο µήνες πρέπει να είχε βγάλει έναν επιπλέον µισθό µόνο από τις υπερωρίες. Ώσπου ένα απόγευµα, που επέστρεψα αιφνιδίως στο γραφείο, την έπιασα να µε κουτσοµπολεύει µε τη συνάδελφο που λατρεύαµε να µισούµε. Το φανερά ενοχληµένο ύφος µου πάγωσε το χαµόγελο της καλής µου συνεργάτιδας. Το ίδιο και τη σχέση µας.
Σε ζηλεύω;
Ήµουν καταρρακωµένη. Ακόµα και στην περίπτωση της Σταχτοπούτας οι κακές αδελφές ήταν δύο. Εδώ το χτύπηµα ήταν τριπλό. Τι είχε τσιµπήσει τα κορίτσια της ζωής µου και δεν µπορούσαµε από τη µια µέρα στην άλλη να µοιραστούµε αυτό που ονειρευόµαστε η µία για την άλλη και καθεµία για τον εαυτό της; Δεν µπορεί παρά να ήταν ύπουλο και πράσινο. Και το όνοµά του βρισκόταν στη λίστα µε τα επτά θανάσιµα αµαρτήµατα. Μα τόσο πολύ ζήλευαν τελικά;
Παραδέχοµαι πως τα ενδιαφέροντά µου είχαν γίνει γαµο – κεντρικά, αλλά αυτή δεν υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι για όλες η κατάληξη; Κι αν ο καβγάς δεν ήταν για το χάπι εντ, τότε προς τι τόσες υπεραναλύσεις συµπεριφορών, τόσες (παρ) ερµηνείες της ίδιας –ανδρικής πάντα –ατάκας, τόσα σενάρια για στενές επαφές γκοµενικού τύπου γύρω από λίτρα φρέντο και µοχίτο;
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η ζήλια, σε λογικά πάντα πλαίσια, είναι φυσιολογική. Όταν όµως σε µπλοκάρει από το να χαρείς µε την ευτυχία ανθρώπων που αγαπάς, όταν προτιµάς να αποσυρθείς (όπως η κουµπάρα µου) ή αντίθετα θέλεις να είσαι εσύ το επίκεντρο µιας κατάστασης χωρίς να το δικαιούσαι (όπως η ξαδέλφη) ξεφεύγει από το φυσιολογικό. Όταν αρχίσεις να κακολογείς – συκοφαντείς το ζευγάρι (όπως έκαναν τόσο η ξαδέλφη όσο και η συνάδελφός µου) τότε εκεί έξω υπάρχει ένα ντιβάνι ψυχανάλυσης και για σένα. Η ψυχολογία έχει επίσης διαπιστώσει ότι σε παρόµοιες περιπτώσεις οι άνδρες είναι γενικά πιο έντιµα ανταγωνιστικοί, πιο ευθείς και ειλικρινείς από τις γυναίκες, που προτιµάµε να πρασινίσουµε από το κακό µας παρά να παραδεχτούµε τη ζήλια µας ή να έρθουµε σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Γιατί αυτό µας έχουν διδάξει, λέει. Οπότε κινούµαστε µε πλάγιους ή και υπόγειους τρόπους. Αλλά εδώ που τα λέµε δεν χρειάζεται PhD για να το καταλάβει κανείς αυτό. Κάπου εδώ η Σταχτοπούτα καλείται να αντιµετωπίσει πολιτικώς ορθά τις ζηλόφθονες αδελφές της. Και αυτό προϋποθέτει το να υιοθετήσει νοοτροπία Γκάντι.
Το ενδεχόµενο να µη ζηλεύουν οι φίλες µου εµένα αλλά αυτό που ζούσα δεν περνούσε ακόµα ούτε σαν τρίτη σκέψη από το µυαλό µου. Το είχα πάρει προσωπικά. Δεν φανταζόµουν ότι αυτή η πρόταση γάµου είχε φέρει στην επιφάνεια ανασφάλειες και ανελέητες συγκρίσεις που η ελεύθερη και ωραία ζωή µας αποκοίµιζε ως τότε µε προαγωγές στη δουλειά, ψώνια και εξόδους, ανούσια φλερτ ή αδιέξοδες σχέσεις. Και τώρα εγώ έπαιζα πλέον µε άλλους κανόνες και από Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης Πρώτης Εντύπωσης – Πρώτου Ραντεβού είχα ήδη γίνει για τις φίλες µου η Κυρία του Κυρίου. Καλά –που λέει ο λόγος –ως εδώ, αλλά τελικά ποια στάση έπρεπε να κρατήσω; Απάντηση θα έπαιρνα µόνο αν προσπαθούσα να µπω για λίγο στη θέση τους. Και εδώ κολλάει ο Γκάντι.
Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης
Πώς θα µου φαινόταν, λοιπόν, αν η συνάδελφός µου έπαιρνε προαγωγή για τα πρότζεκτ που τρέχαµε µαζί κι εγώ όχι; Πώς της φάνηκε λοιπόν που πάνω που εκείνη είχε υποβιβαστεί σε χωρισµένη εγώ είχα προαχθεί σε µνηστή; Και τώρα που το ξανασκεφτόµουν, απορροφηµένη µε τα του γάµου, όχι µόνο είχα καιρό να τη ρωτήσω για τα δικά της αλλά την υπέβαλλα στο βασανιστήριο της ευτυχίας µου. Στη θέση της το πιθανότερο θα ήταν να στραφώ κι εγώ εκεί που ακόµα ένιωθα ασφαλής, ισχυρή και µε προοπτικές, βλέπε στη δουλειά. Καλά ως εδώ, αρκεί η άµιλλα να παρέµενε ευγενής.
Πώς θα µου φαινόταν αν ανάµεσα σ’ εµένα και τη φίλη που εµπιστευόµουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στον πλανήτη έµπαινε ένας τρίτος άνθρωπος; Ένας γνωστός – άγνωστος του οποίου τη γνώµη εκείνη πλέον όφειλε να υπολογίζει πριν από οποιαδήποτε απόφασή της; Ο δικός µου κεραυνοβόλος γάµος πρέπει να έπεσε –µαζί µε τον ουρανό –στο κεφάλι της. Νοµίζω ότι το σοκ που έπαθε εκείνη ήταν δέκα φορές ισχυρότερο από το αίσθηµα της απώλειας που βίωνα εγώ εξαιτίας της απόφασής της να αποστασιοποιηθεί. Όφειλα να σεβαστώ τις αποστάσεις ασφαλείας που είχε επιλέξει να κρατήσει. Αυτή ήταν η άµυνά της. Η αυτοπροστασία της.
Πώς θα µου φαινόταν αν ο σύντροφός µου, ύστερα από πέντε ολόκληρα χρόνια δεσµού και τρία συµβίωσης, δεν ήθελε όχι µόνο να ακούσει αλλά ούτε να µε συνοδεύσει σε γάµο; Επιτέλους, τι ήταν αυτό που είχε δει ο αρραβωνιαστικός µου σ’ εµένα που τόσα χρόνια δεν έβλεπε στην ξαδέλφη µου ο δικός της σύντροφος; Παντρευόµουν πρώτη από εκείνη, που ήταν και δύο χρόνια µεγαλύτερη. Η σύγκριση ήταν οδυνηρή. Την έπνιγε το άδικο και για να ξεσπάσει συµπεριφερόταν σαν να ήταν εκείνη η νύφη. Πρόβαρε νυφικά περισσότερο από φόβο µήπως δεν έρθει ποτέ για εκείνη αυτή η στιγµή παρά για να τραβήξει την προσοχή πάνω της.
Με τη βεβαιότητα ότι οι φίλες µου τα βράδια που «έκαναν ταµείο» έβγαιναν κάθε φορά και µε µεγαλύτερο έλλειµµα, προτίµησα να κρατήσω τους τόνους χαµηλά και να τηρήσω στάση αναµονής. Όχι για να µην καταστραφεί εντελώς το σενάριο της Πριγκίπισσας Νύφης µε τις Κυρίες της Αυλής να ασχολούνται αποκλειστικά µε φουστάνια και παντεσπάνια, αλλά επειδή τις αγαπούσα πολύ για να τις κάνω να νιώσουν εξαιτίας µου (ακόµα πιο) ανεπαρκείς ή αποτυχηµένες. Όπως αποτυχηµένη ένιωθα κι εγώ τις µαύρες Κυριακές που ξηµέρωναν ύστερα από κάθε γάµο όπου εµφανιζόµουν χωρίς συνοδό –είτε επειδή δεν είχα είτε επειδή ούτε νεκρή δεν θα παρουσιαζόµουν µε αυτόν που έβγαινα από καθαρή απελπισία. Για µία δεκαετία σε κάθε γαµήλιο πάρτι την υπόληψή µου έσωζε η αδιάβροχη µάσκαρα. Όπως και της Αµερικανίδας ψυχοθεραπεύτριας Λιζ Ρέιζιν τις οχτώ φορές που ήταν παράνυφη και τις τέσσερις που έγινε κουµπάρα. Η Λιζ έκανε τις δακρύβρεχτες εµπειρίες της βιβλίο, αλλά το εγχειρίδιο επιβίωσης από το γάµο της καλύτερής σου φίλης µε τίτλο She’s gone Bridal! (Γίνεται νύφη!, εκδ. Kensington) κυκλοφόρησε µόλις το φετινό Απρίλιο, όταν πια είχα ήδη παντρευτεί.
Ένας γάμος & τέσσερις υποσχέσεις
Την ηµέρα που ντυνόµουν νύφη ήρθαν και οι τρεις από νωρίς στο σπίτι. Βαµµένες, ντυµένες και χτενισµένες ισορροπούσαν συγκινηµένες στα ψηλά τακούνια τους και αυτά που νιώθαµε να µας ενώνουν ήταν σίγουρα περισσότερα από αυτά που έµοιαζαν να έχουν µπει ανάµεσά µας, το εξής ένα, ο µέλλων σύζυγός µου. Λίγο µετά το δεύτερο ποτήρι σαµπάνιας και µε τα ρόλεϊ ακόµα να αχνίζουν στο κεφάλι µου βρήκα την κουµπάρα στο υπνοδωµάτιο των γονιών µου να λεκιάζει µε τα δάκρυά της το καινούργιο κάλυµµα της αγαπηµένης µπερζέρας της µαµάς.
Δεν την άφησα να πει λέξη. Της είπα ότι ήξερα πως πρώτα απ’ όλα έκλαιγε από χαρά. Το ότι ένιωθε σαν να µε αποχαιρετούσε µαζί µε µια ολόκληρη εποχή της ζωής µας ερχόταν δεύτερο. Πίστευε ότι µε έχανε, αλλά της θύµισα ότι µε είχε εγκαταλείψει πρώτη εκείνη µπροστά σε ένα µέλλον αβέβαιο και για µένα. Της εξήγησα ότι είχε αποφασίσει να αποσυρθεί τη στιγµή που την ήθελα περισσότερο δίπλα µου. Κι όχι τόσο για να µε βοηθήσει να βρω παπούτσια για το νυφικό αλλά σαν ευκαιρία για διασκέδαση. Είχαµε περάσει µαζί επιτυχίες και αποτυχίες, ενθουσιασµούς και απογοητεύσεις, µεγαλώναµε µαζί, ήταν η βάση µου, η σταθερά µου κι αυτό δεν µπορούσε να το αλλάξει καµία βέρα στο δεξί ή στο αριστερό.
Τα ίδια ακριβώς ίσχυαν και για τις άλλες δύο που στέκονταν στην πόρτα του δωµατίου κρατώντας την ανάσα τους. Τις έβαλα να µου υποσχεθούν ότι δεν θα επιτρέπαµε στον εαυτό µας να γίνουµε Desperate Housewives και θα παραµέναµε η µποέµ παρέα του Sex & the City ακόµα κι όταν θα έβρισκαν και οι υπόλοιπες το δικό τους Mr. Big. Κι αν θυμόµουν καλά, η λίστα των προσκεκληµένων στο γάµο µου περιλάµβανε πολλούς κλώνους του Big που υποδύονταν τους φίλους και τους συναδέλφους του γαµπρού.
-Βιβή Μωραϊτου
gamos.gr