in.gr > The Good Life > Music > Λιστομανία: Η πολιτισμική «έκρηξη» που ξεσκέπασε τον φόβο της κοινωνίας για τον γυναικείο ενθουσιασμό
Liebestraum 15 Νοεμβρίου 2025 | 10:45
Λιστομανία: Η πολιτισμική «έκρηξη» που ξεσκέπασε τον φόβο της κοινωνίας για τον γυναικείο ενθουσιασμό
Στις συναυλίες του Λιστ το 1844, ο γυναικείος ενθουσιασμός προκάλεσε χλευασμό και ηθικό πανικό. Η Λιστομανία αποκαλύπτει πώς η κοινωνία φοβόταν τις γυναίκες όταν καταλάμβαναν δημόσιο χώρο.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Ευρώπη γνώρισε ένα φαινόμενο που σήμερα θα το λέγαμε… viral. Το 1844, το Βερολίνο βρέθηκε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης «υστερίας» γύρω από τον Φραντς Λιστ — μια κατάσταση που οι κριτικοί της εποχής βάφτισαν «Λιστομανία». Ο όρος δεν ήταν τυχαίος: όπως σημειώνει η Τζο Αντετούντζι στο The Conversation, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε εμπνεύστηκε τη λέξη για να περιγράψει την παραληρηματική λατρεία που ακολουθούσε τον Ούγγρο πιανίστα από πόλη σε πόλη.
Η εικόνα που αποτύπωσαν τα σκίτσα της εποχής είναι χαρακτηριστική: γυναίκες να λυγίζουν από συγκίνηση, άνδρες να παρασύρονται από τον γενικό ενθουσιασμό, λουλούδια να πετούν προς τη σκηνή. Αυτές οι χαριτωμένα υπερβολικές —και συχνά ειρωνικές— απεικονίσεις σφράγισαν την πολιτισμική υστεροφημία του Λιστ ως του πρώτου «σύγχρονου ποπ σταρ».
«Κάνει το πιάνο να μιλά, να στενάζει, να κλαίει και να βρυχάται κάτω από δάχτυλα από ατσάλι»
Το πρόγραμμα που απογείωσε τον μύθο
Όπως υπογραμμίζει η Αντετούντζι, οι συναυλίες του Λιστ δεν ήταν ποτέ απλές μουσικές βραδιές. Ήταν θεάματα υψηλής ενέργειας: Μπετόβεν και Μπαχ πλάι σε δικές του τολμηρές μεταγραφές Σούμπερτ, αλλά και flamboyant φαντασίες βασισμένες σε όπερες όπως η Norma και ο Don Giovanni. Με αυτά τα έργα, ο Λιστ ουσιαστικά μετέφερε τη λογική της συμφωνικής δραματουργίας στο πιάνο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ολοκλήρωνε συχνά το πρόγραμμα με το εκρηκτικό Grand Galop Chromatique, ένα encore που επιβεβαίωνε τη φήμη του ως απόλυτου σόουμαν.
Οι κριτικοί της εποχής το αναγνώριζαν — ακόμη κι όταν δεν τον συμπαθούσαν. «Κάνει το πιάνο να μιλά, να στενάζει, να κλαίει και να βρυχάται κάτω από δάχτυλα από ατσάλι», έγραφε ο κριτικός Πολ Σκιούντο το 1850, περιγράφοντας την επιβλητική δεξιοτεχνία του.
Η πραγματικότητα της διασημότητας
Παρά την εικόνα του «θεϊκού» καλλιτέχνη, ο Λιστ ήταν πλήρως συνειδητοποιημένος για το παιχνίδι της δημόσιας εικόνας. Σε επιστολές του —όπως αναφέρει η Αντετούντζι — εμφανίζεται να σχολιάζει σκωπτικά το όνομά του με μεγάλα γράμματα στις αφίσες, τις υψηλότερες τιμές εισιτηρίων, τον ενθουσιασμό της υψηλής κοινωνίας, ακόμη και το βουνό από λουλούδια στη σκηνή.
Ο ίδιος έπαιζε με τη διασημότητα, αλλά δεν ήταν δέσμιος της. Συχνά φαινόταν να παρατηρεί το φαινόμενο με μια δόση ειρωνικής απόστασης.
Κριτικοί, κουτσομπόληδες και «δηλητηριώδεις πένες»
Η Λιστομανία δεν θα είχε αποκτήσει τέτοια δύναμη χωρίς την έντονη αντίδραση που προκαλούσε. Όπως επισημαίνει η Αντετούντζι, αρκετοί κριτικοί εκείνης της εποχής αντιμετώπισαν τον Λιστ σχεδόν ως πολιτισμική απειλή.
Το 1842, ένας ανώνυμος σχολιαστής χαρακτήρισε το παίξιμό του «αλλόκοτο» και «αισθησιακά διεγερτικό», ενώ κατηγόρησε το κοινό για «αισθητική κενότητα». Ο Χάινε, από την άλλη, μίλησε για «σκηνοθετημένες καταιγίδες» επί σκηνής και για έναν Λιστ που χρησιμοποιούσε ακόμη και τις μπούκλες του ως θεατρικό εργαλείο.
Ένα από τα πιο αποκαλυπτικά στοιχεία του φαινομένου, όπως σημειώνει η Αντετούντζι, ήταν ο τρόπος με τον οποίο περιγράφηκαν οι γυναίκες που συνέρρεαν στις συναυλίες του Λιστ. Οι γελοιογραφίες της εποχής τις παρουσίαζαν να λιποθυμούν, να τρέμουν, να δακρύζουν, να πετούν λουλούδια ή ακόμη και να μαζεύουν απομεινάρια από τις χορδές και τα γάντια του, σαν ιερά κειμήλια. Η εικόνα αυτή έγινε το οπτικό σύμβολο της Λιστομανίας.
Οι αντιδράσεις των γυναικών δεν ήταν μόνο υλικό για χλευασμό· χρησιμοποιήθηκαν ως «απόδειξη» μιας υποτιθέμενης συλλογικής «υστερίας». Κριτικοί και αρθρογράφοι της εποχής προέβαλαν το πάθος των γυναικών ως σημάδι παρακμής της δημόσιας ηθικής — ένα είδος «πολιτισμικού ηχογράφου» για τις ανησυχίες τους γύρω από τη γυναικεία αυτονομία και την έκφραση του συναισθήματος.
Η υπερβολή με την οποία παρουσιάστηκαν οι γυναίκες της εποχής —ως «υστερικές», «ανισόρροπες», έτοιμες να λιποθυμήσουν— δεν περιγράφει απλώς το φαινόμενο, αλλά τον τρόπο που ο 19ος αιώνας αντιλαμβανόταν τη γυναικεία επιθυμία και συγκίνηση: ως κάτι απειλητικό, σχεδόν παθολογικό.
Η λέξη «μανία» δεν ήταν ουδέτερη. Ερχόταν φορτωμένη με το ιατρικό και ψυχιατρικό λεξιλόγιο του 19ου αιώνα, που συχνά χρησιμοποιούσε τον όρο για να παθολογικοποιήσει γυναικεία συμπεριφορά. Έτσι, η Λιστομανία αποκτούσε έναν έμφυλο χαρακτήρα: η λατρεία των γυναικών για τον Λιστ παρουσιαζόταν όχι ως πολιτισμικό φαινόμενο, αλλά ως «ασθένεια».
Παράλληλα, αυτή η αφήγηση επέτρεπε στους επικριτές να απαξιώσουν και τον ίδιο τον Λιστ. Αν το κοινό του —και ιδιαίτερα οι γυναίκες— θεωρούνταν «παρασυρμένο» ή «παράλογο», τότε το έργο του παρουσιαζόταν ανάλογα ως ανούσια πρόκληση, ως «αισθησιακή διέγερση» χωρίς βάθος, όπως έγραψε ο ανώνυμος «Μπέτα» το 1842.
Οι αντιδράσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο τη μουσική. Αντικατόπτριζαν έναν βαθύτερο φόβο: την παρουσία μεγάλων, ενθουσιωδών γυναικείων κοινοτήτων στον δημόσιο χώρο. Κάτι που η κοινωνία της εποχής δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί — και συχνά επέλεγε να γελοιοποιήσει.
Γιατί τελικά μας αφορά η Λιστομανία
Η Λιστομανία παραμένει επίκαιρη, όπως επισημαίνει η Τζο Αντετούντζι, επειδή μας δείχνει κάτι πολύ βαθύτερο από την απλή λατρεία ενός μουσικού: αποκαλύπτει πώς η κοινωνία αντιμετώπιζε —και συχνά φοβόταν— τις εκδηλώσεις γυναικείου ενθουσιασμού στον δημόσιο χώρο.
Η υπερβολή με την οποία παρουσιάστηκαν οι γυναίκες της εποχής —ως «υστερικές», «ανισόρροπες», έτοιμες να λιποθυμήσουν— δεν περιγράφει απλώς το φαινόμενο, αλλά τον τρόπο που ο 19ος αιώνας αντιλαμβανόταν τη γυναικεία επιθυμία και συγκίνηση: ως κάτι απειλητικό, σχεδόν παθολογικό. Η ίδια η λέξη «μανία» φορτώνει τη συμπεριφορά των γυναικών με ιατρικούς, ψυχιατρικούς υπαινιγμούς, μετατρέποντας τον ενθουσιασμό τους σε «διαταραχή».
Αυτό είναι που συνδέει το φαινόμενο με το σήμερα. Δεν είναι μόνο οι παραλληλισμοί με τους Beatles, τη Μπιγονσέ ή την Τέιλορ Σουίφτ. Είναι το ότι κάθε εποχή, όταν βλέπει γυναίκες να σχηματίζουν μεγάλα, ενθουσιώδη συλλογικά σώματα, επιστρατεύει συχνά τον ίδιο μηχανισμό: τις υποβαθμίζει, τις γελοιοποιεί ή τις μετατρέπει σε «πρόβλημα» για να αποφύγει να αναγνωρίσει την κοινωνική τους δύναμη.
Η Λιστομανία λοιπόν ενδιαφέρει όχι γιατί ο Λιστ ήταν απλώς χαρισματικός, αλλά γιατί οι αντιδράσεις γύρω του φωτίζουν το πώς η κοινωνία διαχειρίζεται τις γυναίκες όταν αυτές διεκδικούν χώρο, φωνή και συναισθηματική ορατότητα. Είναι ένα πρώιμο επεισόδιο του ίδιου μοτίβου που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα — από τις συναυλίες μέχρι τα social media και τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα.