Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της θρηνεί, για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και ρείθροις δακρύων» μας λέγει «περιτέγγω τους οφθαλμούς….. Φευ των κυμάτων» της ζωής της, «φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη «μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα· έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε (κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά, που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της, την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Η βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή ήταν το πρωτότοκο τέκνο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας. Ύστερα από το θάνατο του πατέρα της προσπάθησε επί ματαίω να σφετεριστεί την εξουσία, εκθρονίζοντας τον αδελφό της και νόμιμο διάδοχο, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό, και τοποθετώντας στη θέση του το σύζυγό της, Νικηφόρο Βρυέννιο τον Νεότερο. Μετά την αποτυχημένη έκβαση της συνωμοσίας της η απομονωμένη πλέον από την αυλή Άννα Κομνηνή αποσύρθηκε στη μονή Κεχαριτωμένης, όπου έμελλε να περάσει το υπόλοιπο του βίου της και να συγγράψει την Αλεξιάδα, ονομαστό ιστορικό έργο (σημαντική πηγή πληροφοριών για τη μακρότατη περίοδο βασιλείας του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, 1081-1118) και μνημείο του ελληνικού λόγου.