Βρίσκομαι στην αναγνώριση της ποιητικής ηθικής του Άρη Αλεξάνδρου, όπως αυτή κατατίθεται και αναπτύσσεται στο ποιητικό του έργο. Είχα δηλώσει στον επίλογο της προηγούμενης επιφυλλίδας την αμηχανία μου μπροστά σ’ αυτό το αιχμηρό ποιητικό τοπίο, όπου οι αιρετικές διδακτικές προθέσεις και η σκληρή θεματική ύλη δημιουργούν κάποια συμφόρηση στην επιφάνεια του ποιήματος, στενεύοντας έτσι, ίσως επικίνδυνα, τους μουσικούς του πόρους και δυσκολεύοντας την αναπνοή του. Αυτή η προσωπική πρόκριση κατά κανένα τρόπο δεν υπονομεύει —όπως θα το ήθελαν οι σκανδαλοθήρες της κριτικής— την όρεξη για την ανάγνωση μιας ποιητικής παραγωγής από τις πιο υπεύθυνες και πιο δραματικές της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Με την προϋπόθεση αυτή προχωρώ.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.6.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το ποιητικό έργο του Αλεξάνδρου αναπτύσσεται σε τρεις κύκλους και καταλήγει σ’ έναν επίλογο. Η πρώτη συλλογή του («Ακόμα τούτ’ η Άνοιξη») δημοσιεύεται το 1946 και περιέχει ποιήματα από το 1941 ως το 1946: πρόκειται για την πρώτη φάση, που την ορίζουν οι συνθήκες της κατοχής, η αντίσταση και οι πρώιμες μετακατοχικές εμπλοκές. Η δεύτερη ποιητική συλλογή («Άγονος Γραμμή») εκδίδεται το 1952 με ποιήματα της περιόδου 1947-1952: χρόνια του δεύτερου αντάρτικου και χρόνια εξορίας για τον ποιητή. Η τρίτη συλλογή («Ευθύτης οδών») τυπώνεται στην Αθήνα το 1959 και αναφέρεται στην εποχή 1954-1958: περίοδος φυλακής για τον Αλεξάνδρου στην Αίγινα και στη Γυάρο. Οι εννέα γαλλόφωνες ασκήσεις του (Exercices) γράφονται στο Παρίσι στα 1969. Τέλος ένα ποιητικό κείμενο σε πρόζα, αφιερωμένο στο Γιάννη Ρίτσο, με τίτλο «Ανατολή ηλίου», υπογράφεται: Παρίσι 1971.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.6.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από το εργογραφικό αυτό διάγραμμα προκύπτουν τα ακόλουθα επιπόλαια πορίσματα: συνεχής ποιητική παραγωγή από το 1941 ως το 1958· ποιητική αφασία μιας δεκαετίας (1959-1968)· σποραδικά γυμνάσματα στον τρίτο χρόνο της δικτατορίας· διάλειμμα μιας διετίας (1969-1970)· επίλογος του 1971, και εφεξής ποιητική σιωπή.

Σ’ ό,τι αφορά εξάλλου την πρώτη γραφή και τα όρια μεταγενέστερης επεξεργασίας των ποιημάτων, μεταφέρω εδώ το σχετικό γραπτό σχόλιο του Αλεξάνδρου για τη δεύτερή του συλλογή: «Διόρθωσα αρκετούς στίχους, παρέλειψα ολόκληρες στροφές και ολόκληρα ποιήματα. Διορθώνουμε και σχίζουμε τα χειρόγραφά μας, και τι άλλο είναι ένα βιβλίο, αν όχι καθαρογραμμένο χειρόγραφο; Όπως και να ’χει, ακόμα κι αυτά που ξαναδημοσιεύω, τα βλέπω, τώρα πια, απλά και μόνο σαν οδόσημα μιας πορείας. Μια πορεία είναι πάντα ένα δίδαγμα. Βοηθάει τους νεότερους να μην ξαναδιανύσουν τον ίδιο δρόμο». Τούτο το κείμενο είναι ταυτόχρονα σχόλιο πολιτικής και ποιητικής ηθικής — και προχωρώ.


Οι τρεις βασικές συλλογές του Άρη Αλεξάνδρου αντιστοιχούν σε τρεις ευδιάκριτους σταθμούς της προσωπικής του πορείας.

Στην πρώτη συλλογή (1941-1946) ο αγωνιστικός τόνος πολιτικής σύμπραξης ριζώνει στο δημοτικό τραγούδι (χαρακτηριστικός και ο τίτλος της συλλογής), πατά πάνω στη λυρική ρητορεία του Παλαμά και του Σικελιανού, και με τη συλλογισμένη σχεδία του Σεφέρη διαπορθμεύεται στον πολιτικό εμπειρισμό του Ρίτσου. Με άλλα λόγια: η συλλογή «Ακόμα τούτ’ η Άνοιξη» συνθέτει τον πολιτικό διάλογο του Αλεξάνδρου με την αντιστασιακή κατοχή και τον ποιητικό του διάλογο με τους κυρίους φορείς της νεοελληνικής ποίησης — από το δημοτικό τραγούδι ως τον Γιάννη Ρίτσο.

Η «Άγονος Γραμμή» (1947-1952) καλύπτει, όπως είπα, την οδυνηρή εμπειρία της πολιτικής εξορίας του Αλεξάνδρου και της κομματικής του αμφισβήτησης, που φτάνει ως το σαρκασμό. Τα ελληνικά ποιητικά οδόσημά του, που κατονομάζονται εξάλλου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στη συλλογή, είναι κατά σειρά ο Βάρναλης και ο Σεφέρης· ο ανομολόγητος όμως άξονας γραφής παραμένει ο Ρίτσος, που αποκτά τώρα, προοδευτικά, και το υφολογικό προσωπείο του Καβάφη. Ωστόσο η «Άγονος Γραμμή» αποτελεί κυρίως σημείο εγκλιματισμού του Αλεξάνδρου στα χώματα της ευρωπαϊκής ποίησης, και μάλιστα με τη φιλοδοξία να πιαστούν (και γεωγραφικά και πολιτικά και ποιητικά) τρεις βασικοί κορμοί της: ο υπερρεαλιστικός κομμουνιστικός ανθρωπισμός του Ελυάρ, ο μεταφυσικός διαχρονικός ανθρωπισμός του Έλιοτ και, προπάντων, ο επαναστατικός αυτοκτόνος ανθρωπισμός του Μαγιακόφσκι. Και οι τρεις αυτοί στύλοι της μοντέρνας ποίησης του μεσοπολέμου στήνονται, επιδεικτικά σχεδόν, στο γυμνό τοπίο της δεύτερης αυτής συλλογής.


Η τρίτη συλλογή («Ευθύτης οδών»: 1954-1958), που αντιστοιχεί στα χρόνια της φυλακής, χαρακτηρίζεται από την προσήλωση του Αλεξάνδρου σε δυο νέες πηγές: από θεματική άποψη μεταφράζονται στη συλλογή αυτή πολλά μοτίβα της Παλαιάς Διαθήκης σε αναρχικές πολιτικές αλληγορίες. Τεχνοτροπικά εξάλλου, λεηλατείται τώρα, ενσυνείδητα, η ηθική ρητορική του Καβάφη, η οποία αφυδατώνεται από τον αισθησιασμό της, για να υπηρετήσει την αίρεση μιας μοναχικής αξιοπρέπειας, που απορρίπτει τελεσίδικα κάθε μορφή πνευματικής κηδεμονίας.

Αυτή είναι μια, δίχως την αρμόδια ύλη της, περιγραφή της ποιητικής και πολιτικής διαδρομής του Άρη Αλεξάνδρου: από την αγωνιστική κατάφαση στις συμπληγάδες της πολιτικής εμπλοκής και τελικά στη σοφία της βιολογίας, που ακυρώνει στην ανάγκη και αναρχικά τις αρχές και τις εντολές των διευθυντηρίων της διορισμένης αριστεράς. Μέσα από τις δυσκολίες αυτές η πολιτική ηθική γύρεψε το στόχο της ποίησης. Αν τον έφτασε κιόλας δεν ξέρω. Θα το δείξει ο χρόνος.

[…]

Αν με πίεζαν να πω ποιο από τα δείγματα της ποιητικής αυτής τάξης εκφράζει με περισσότερη ακρίβεια και ειλικρίνεια το προϊόν της κρούσης πολιτικής και ποιητικής ηθικής στον Αλεξάνδρου, θα ξεχώριζα το «Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν», όπου το υποκείμενο του ποιήματος αυτοχαρακτηρίζεται (όχι δίχως κάποια δόση ειρωνείας για τους φιλοδοξότερους ομότεχνούς του) «μεταφραστής στίχων» και «περίπου ποιητής». Μακάρι να είχαμε περισσότερα υποδείγματα ανάλογης προκλητικής σεμνότητας μέσα στο πλήθος στιχοπλόκων που μας κατακλύζουν εδώ και αρκετές δεκαετίες.

*Επιφυλλίδα του αειμνήστου Δ. Ν. Μαρωνίτη, που έφερε τον τίτλο «Οι λέξεις της πολιτικής και ο λόγος της ποίησης» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 9 Ιουνίου 1976.

Ο πολυγραφότατος Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη), πνευματικός άνθρωπος με πολυσχιδή δράση, έφυγε από τη ζωή στις 2 Ιουλίου 1978, προδομένος από την καρδιά του και σε ηλικία μόλις 56 ετών.

Στην κορυφή των πνευματικών δημιουργημάτων του Αλεξάνδρου τοποθετείται αναμφίβολα το μυθιστόρημα Το κιβώτιο, ένα αριστούργημα του ελληνικού λογοτεχνικού μοντερνισμού, που εκδόθηκε το 1974 και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες.


Ο Αλεξάνδρου περιγράφει στο Κιβώτιο το σύγχρονο Ατρειδικό κύκλο της Αριστεράς, όπως ανέφερε πολύ εύστοχα σε σχετικό άρθρο του ο τεχνοκριτικός Κώστας Σταυρόπουλος.

Με το ποιητικό έργο του (Ακόμα τούτη η άνοιξη, 1946, Άγονος γραμμή, 1952, Ευθύτης οδών, 1959) ο Αλεξάνδρου διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία.

Ως πρωτοκλασάτος μεταφραστής ο Αλεξάνδρου συνεργάστηκε επί σειράν ετών με τις εκδόσεις Γκοβόστη.


Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στη διάδοση του έργου των μεγάλων της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Ο Αλεξάνδρου, που βίωσε μεταξύ πολλών άλλων την εξορία αλλά και την πλήρη ρήξη με τη διαβόητη «επίσημη κομματική γραμμή», παρέμεινε έως το τέλος του βίου του ένας αγνός ιδεολόγος, ένας άδολος αγωνιστής της Αριστεράς.