Το ποίημα «Δρόμοι παλιοί» προέρχεται, ως γνωστόν, από τη συλλογή «Πέντε μικρά θέματα» του 1945 και αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη, πόλη όπου γεννήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στις 10 Μαρτίου 1925. Φέτος, λοιπόν, συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του, ενώ στις 23 Ιουνίου είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Το ποίημα ξέρουμε ότι μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη στον κύκλο «Μπαλάντες» του 1975, όπου τραγουδούν η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και ο Πέτρος Πανδής. Το μουσικό θέμα του κομματιού πάντως είχε πρωτoακουστεί στην ταινία «Σέρπικο» (1973) του Σίντνεϊ Λιούμετ, με τον Αλ Πατσίνο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ανιχνεύεται ηχογραφημένο σε περισσότερες από 50 διαφορετικές δισκογραφικές εκδόσεις. Η πρώτη πάντως δεν ήταν με τη Ζορμπαλά, αλλά το 1974 με τον ίδιο τον συνθέτη στην έκδοση «Mikis Theodorakis – New songs» της ιστορικής αμερικανικής εταιρείας «Paredon».

Λεπτομέρειες όπως η παραπάνω προκύπτουν ύστερα από την ανάγνωση της νεότερης μουσικής μονογραφίας «Ο μελοποιημένος Μανόλης Αναγνωστάκης», την οποία επιμελούνται οι Σπύρος Αραβανής, Ηρακλής Οικονόμου και Θανάσης Συλιβός, ο εκδότης του «Μετρονόμου», απ’ όπου και κυκλοφορεί. Ο δε υπότιτλος είναι χαρακτηριστικός και δηλώνει θέση -αντίθεση, στην πραγματικότητα- για το στερεότυπο που συνοδεύει τον Αναγνωστάκη και άλλους μεταπολεμικούς ποιητές: «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα». Στον τόμο, που ξεκινάει με ένα κατατοπιστικό χρονολόγιο της Μαρίας Ακριτίδου, περιλαμβάνονται συνολικά άλλα 17 κείμενα, ορισμένα εκ των οποίων αναδημοσιευμένα. Ανάμεσά τους βρίσκουμε την απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του ποιητή στον Θάνο Μικρούτσικο για το Γ’ Πρόγραμμα (17/1/1987), σε επιμέλεια του ερευνητή Γιώργου Ζεβελάκη, τη συνέντευξή του στους μαθητές Αργύρη Παπαστάθη και Ηρακλή Οικονόμου για το περιοδικό του σχολείου τους το 1994, παλαιότερα σημειώματα του Μάνου Ελευθερίου, της Αρλέτας, του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (και τα δύο από τη «Λέξη», τ.186, 2005), του Θωμά Κοροβίνη, των συνθετών Μιχάλη Γρηγορίου και Δημήτρη Παπαδημητρίου και του τραγουδοποιού Θέμη Ανδρεάδη. Περιέχεται επίσης το «σενάριο» του «Παρασκηνίου» του 2007 διά χειρός Λάκη Παπαστάθη, ο οποίος είχε γυρίσει την πρώτη εκπομπή για τον Αναγνωστάκη το 1983. Συμμετέχουν ακόμη με συνεισφορές ο ραδιοφωνικός παραγωγός Αλέξης Βάκης, ο Σπύρος Αραβανής, ο μουσικοκριτικός Γιώργος Μονεμβασίτης, ο δημοσιογράφος Νίκος Γκροσδάνης, οι νεότεροι τραγουδοποιοί Πάνος Μπούσαλης, Δημήτρης Κογιάννης και Άγγελος Πάνου, ο Ηρακλής Οικονόμου, η συγγραφέας Χαριτίνη Ξύδη, ο φιλόλογος Νίκος Κομιανός και ο δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας Χρήστος Αβραμίδης.

Το αφιέρωμα υπόσχεται αρκετές διασαφηνίσεις για το έργο του σημαντικού ποιητή, τη σύνδεσή του ακριβώς με το μοτίβο της ήττας στο μεταπολεμικό τραγούδι, τις εργασίες μεγάλων συνθετών (ο Μίκης Θεοδωράκης τον «ανακαλύπτει» αργά σε σχέση με τους Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο), την έμπνευση νεότερων τραγουδοποιών. Υπόσχεται, όμως, και ορισμένες λεπτομέρειες που κατά τ’ άλλα έχουν περάσει σε δεύτερη ανάγνωση. Το ποίημα «Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους μου», για παράδειγμα (όπου υπάρχει ο γνωστός στίχος «όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα»), μελοποιείται το 1978 από τον Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος ωστόσο αφήνει εκτός τους τρεις πρώτους στίχους: «Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους/ Σ’ αυτή τη ξεχάστηκεν η μέρα/ Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες». Τον τρίτο στίχο θα πάρει ο Διονύσης Σαββόπουλος όταν διασκευάσει το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «Wicked messenger» ως «Άγγελος εξάγγελος» στον δίσκο «Βρώμικο ψωμί» το 1972: «Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά/ η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα». Υπενθυμίζεται, εξάλλου -από τον Σ. Αραβανή-, ότι μέσα στα ποιήματά του ο Αναγνωστάκης περνάει κατά καιρούς τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι, ενώ αναφέρεται και σε υπαρκτά πρόσωπα της εποχής. Στην μπαλάντα «Ο κατήφορος» (εκτός εμπορίου, 1986) γράφει ως Μανούσος Φάσσης:

Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν
μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ
–ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ–
και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.

Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο
και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ
με το κόκκινο φούξια ξώπλατο
έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.

Της δώσαν κάποια μέρα ένα ρολάκι
σε κάποιο μικροσόου στην T.V.
να σειέται και δήθεν να τιτιβίζει ένα σεγκόντο σε πλαίη μπακ του Δάκη.

Της άπλωσε το χέρι κι είπε: «Έλα»,
μ’ αυτή είχε πια τελείως βουβαθεί.
(Μακριά σ’ ένα τζουμπόξ, ένα βαθύ
πονετικό τραγούδι έλεε η Μαρινέλα).

Η Χαριτίνη Ξύδη, πάλι, θυμίζει τον υπαρξιακό βυθό, τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης και μία υπόσχεση αναζήτησης από τα οποία ο Αναγνωστάκης έγραφε στίχους όπως οι παρακάτω, μελοποιημένους από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1998 για τα «Άσματα» με τη Μαρία Φαραντούρη. Από ένα τραγούδι που αξίζει να ακούγεται πιο συχνά, το «Ίσκιοι βουβοί»:

 

Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα

Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές

Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη

Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα

Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες

Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα

Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα

Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου

Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει

Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη