Μ. Καραγάτσης: «Υπάρχω!»
Έκρυβε τον ίδιο τον εαυτό του
Το 1943 —Ιανουαρίου 28 ήταν— το αττικό πρωινό αντιστεκόταν, με ήλιο και αμυγδαλιές, στις χιτλερικές βαρβαρότητες της Μέρλιν και του Χαϊδαριού και μεις —οι τελευταίοι προπολεμικοί έφηβοι— επιμέναμε να συνοδεύσουμε την εκφορά του «αδερφού του Τάκη Πλούμα και του διαλεχτού του Μπαταριά». Στριμωγμένοι στον ναό του Α’ Νεκροταφείου, περισσότερο νοιαζόμαστε για τους ζωντανούς και πολύ λιγώτερο, βεβαίως, για τον νεκρό του Μαλακάση. Και ήταν ο Καραγάτσης που κυρίως μας μαγνήτιζε, γιατί χτες ακόμα είχαμε γυρίσει την τελευταία σελίδα του «Γιούγκερμαν».
Θα ήταν τότε ο Καραγάτσης πάνω-κάτω 35 χρονών. Ψηλόκορμος, με κάποιον αέρα υπεροψίας, καθώς κατηφορίζαμε προς τον δεύτερο ναό —δεξιά μας η «Κοιμωμένη»— έδειχνε σαν να γύρευε τόπους, εδώ, για τον «Γιούγκερμαν» που του ετοίμαζε τα «στερνά», για τον «Κωστή Ρούση» της γενιάς των Κοτζαμπάσηδων, για τον Μάνο τον Τασάκο του «Κίτρινου Φάκελλου» και για όλη την σειρά των «μαρτυρικών» ηρώων του.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 17.9.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Νέα παιδιά εμείς τότε, διασπαθίζαμε την ορμή μας ανάμεσα στην «αντίσταση» και στο πνεύμα, και τιμούσαμε τον «βαρύ και αμίλητο» Καραγάτση μ’ έναν απέραντο θαυμασμό. Πόσο ήταν προσιτός και βαθύτατα συναισθηματικός, τόδειχναν οι πράξεις του, που πάσχιζε να τις κρύψη πίσω από ένα παραπέτασμα ουδετερότητας. Ωστόσο μας είπε πολλά, τότε, καθώς του διακόψαμε την «ρέμβη» με ένα πλήθος από συγκρουόμενα ερωτήματα. Όχι για το έργο του —οι ποιητές μόνο μιλάνε για το έργο τους κι’ ο Καραγάτσης έγραψε στίχους κακούς— αλλά για χίλια πράγματα, για την λογοτεχνία γενικά, για τον Φρόυντ, για το θανάσιμο ιντερμέτζο της Ελλάδας των κατοχικών χρόνων και κάτι ακόμα για τον ποιητή, που πήγαινε «να μηνύση την ανάσταση στον Άδη».
Τώρα —στην μνήμη δεκαεφτά χρόνια θηκιασμένα (σ.σ. συγκεντρωμένα, αποθηκευμένα) όλα ετούτα— θυμόμαστε πως δεν ήταν σαγηνευτικός ο Καραγάτσης. Επέμενε να ασκή γοητεία μόνον τυπογραφική. Ως συζητητής αφηνόταν κυρίως στην φήμη του και κάπως στα φωτοβόλα μάτια του. Ήταν Θεσσαλός και πάντα ένοιωθε την ανάγκη να διπλομανταλώνεται. Δεν έκρυβε την γνώμη του για τα πρόσωπα και τα πράγματα. Έκρυβε τον ίδιο τον εαυτό του.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 17.9.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένα βράδυ, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, περπατούσε πάνω-κάτω σ’ ένα γραφείο της επαγγελματικής μας στέγης. Μόλις είχε γυρίσει από το φιλμ «Η Ταβέρνα» και φαινόταν σαν να εγκυμονή. «Ήταν ένα φιλμ αντάξιο του μεγάλου μου, του πρώτου δασκάλου μου», είπε, «του Ζολά». Κι’ ύστερα, πάνω από μισή ώρα «σχεδίαζε» φωναχτά ένα είδος «απολογίας» μπροστά μας και δεν ήξερες αν ήταν κουβέντα του Μ. Καραγάτση προς τον Δ. Ροδόπουλο ή αν ήθελε και μας μάρτυρες και ακροατήριο σιωπηλό. Δεν είχε ποτέ άλλοτε μιλήσει για το έργο του, που το πίστευε σίγουρο και που ήταν βέβαιος για την απήχησή του.
Ωστόσο, παρ’ όλο που θεωρούσε ότι οι δυο δεκάδες των έργων του —μυθιστόρημα, διήγημα, ιστορία, βιογραφία— τον είχαν καταξιώσει, στις επέκεινα πράξεις του ο «κατασταλαγμένος» γινόταν έφηβος. Παθιαζόταν με όλους και όλα και υποστήριζε με πείσμα «ωργισμένης νεότητας» τα πιο απίθανα —σοβαρά ή αλλοπρόσαλλα— πράγματα.
Πτυχιούχος «Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών» και νομικός, ήθελε να έχη βαρύνουσα γνώμη σε θέματα οικονομικής πολιτικής, σε στενή και σε πανελλήνια κλίμακα. (Αρκετές σελίδες του «Κίτρινου Φάκελλου» αναφέρονται στην ανάγκη εκβιομηχανίσεως της χώρας.) Αλλά η περιοχή του Καραγάτση η αδιαφιλονείκητη, ήταν η σχετική προς την «ερωτική». Την τέχνη και την μέθοδο. Στα Ελληνικά Γράμματα σκηνές πάθους, σαν την «ερωτική μύηση δύο αθώων» στον «Γιούγκερμαν», δεν συναντάμε συχνά. Και μπορούσε ώρες να συζητάη για το ένστιχτο και για το πάθος και να σου αναλύη με λεπτομέρειες τα τελευταία πορίσματα της βιολογίας, που ήσουνα σίγουρος ότι κουβεντιάζεις με επιστήμονα βιολόγο – σεξολόγο. Ολόκληρα κεφάλαια από τα μυθιστορήματά του είναι ερμηνευτικά αυτής της επιστημονικής του, ας πούμε, εκτροπής.
Ήταν «πιστός» σ’ αυτές τις απόψεις του και ξαφνικά άκουγες την φωνή του φροϋδιστή να υψώνεται —σε άμυνα, μέσα σε συμβούλιο καθαυτό εμπορικό— υποστηρίζοντας την σχέση του sexus προς τις καταναλωτικές συνήθειες του κοινού!
Κατεχόταν, εξ αιτίας της μόνιμης επαναστατικότητάς του, από το άγχος της πλησμονής. Ήθελε να γράψη. Κάτι, έστω και το πιο απλό. Και πάσχιζε να κρατήση αντίγραφο, για να το παραβάλη ο ίδιος με το δακτυλογραφημένο. Κι’ έπαιρνε 10 τετράδια, πολυσέλιδα, καινούργια, για ν’ αρχίση να σχεδιάζη το μυθιστόρημά του. Είχε, μάλιστα, εγκαινιάσει ένα νέο τρόπο. Κρατούσε για τους ήρωές του ένα είδος φακέλλων, απ’ όπου αντλούσε αργότερα τα περιστατικά και διέγραφε τις αντιδράσεις του καθενός στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. «Έτσι οργανώνεται ένα σωστό μυθιστόρημα», είχε απαντήσει στην ερώτησή μας.
Και έγραφε… έγραφε αχόρταγα εκπομπές, κείμενα για εμπορικές δημοσιεύσεις στον Τύπο, κριτικές, μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, σενάρια. Είχε επτά ζευγάρια γυαλιών για να τα συναλλάζη, αγόραζε 20 πέτρες για τον αναπτήρα του συγχρόνως. Δεν τον θυμόμαστε «μακάριο». Δεν είχαμε ακούσει την φράση «ωραίος ήλιος! Ζεστός ήλιος!» Ήθελε —αν ήταν δυνατόν— δέκα ήλιοι να τον πυρώνουν. Κατέφευγε το καλοκαίρι στην Μύκονο, σ’ αυτό το κέντρο της «φωνασκούσης αγοράς», για να γεμίζη από την αίσθηση τού «υπάρχω!»
Το «υπάρχω» του Καραγάτση κάλυπτε τόσους χώρους! Πάθος του —αυτό που λέει hobby η ορολογία του συρμού— η Ιστορία. Γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να γράψη βιβλίο για την πορεία της Ελλάδας μέσα στον χρόνο. (Εξεδόθη μόνο ο πρώτος του τόμος, με τίτλο: «Ιστορία των Ελλήνων».) Καταπιανόταν με την διερεύνηση της λεπτομέρειας, με μια αφάνταστη επιμονή, κι’ όταν έρχονταν σε σύγκρουση οι απόψεις του με τις δημόσιες απόψεις άλλου, αισθανόταν σχεδόν παιδικά μαχητικός. Και τυπικό παράδειγμα της οξύτητάς του, εκείνα τα σημειώματά του ως θεατρικού κριτικού, όπου έλεγε πως ανάλογα με την αξία του έργου ή δεν θα υπογράφη ή θα αρκήται στο Μ. Κ. ή στο Μ. ΚΑΡ. και, τέλος, θα δίνη ακέραιη την υπογραφή του σε ό,τι ήταν άξιο λόγου. Το αγαπούσε το θέατρο και το υποστήριζε με πάθος. Είχαν μάλιστα και δυο θεατρικά έργα του παιχτή — χωρίς επιτυχία, είν’ η αλήθεια. Όταν το «Εθνικό» ανέβασε την «Θεοφανώ» του Άγγ. Τερζάκη, ο Καραγάτσης διεφώνησε με την «σύλληψη» της κεντρικής ηρωίδας και ακριβώς για να εκφράση δυνάμει την αντιδικία του, έγραψε ακέραιο έργο, ένα δράμα σε δύο μέρη, με τίτλο «Η Βασιλομήτωρ» (το έργο παίχτηκε στο Ραδιόφωνο).
Ένα φεγγάρι και η πολιτική τον απασχόλησε. Σε έντονο σημείο ώστε να θέση υποψηφιότητα. Ήταν τότε που αρκετοί συγγραφείς —ο Γ. Θεοτοκάς, ο Δ. Μπόγρης, ο Κ. Πολίτης κ.ά.— κατέβηκαν στον πολιτικό στίβο. Και στο σημείο αυτό τον διέκρινε η ίδια πλησμονή. Εξέδωσε μάλιστα και μια πλακέττα, με τίτλο «Ποιότης προσώπων – Βασική προϋπόθεσις επιβιώσεως του Κοινοβουλευτισμού». Στο μικρό του έντυπο θυμάται τις Οικονομικές και Πολιτικές του σπουδές και προτείνει ένα νέο σύστημα, που το αποκαλεί «Εκλογικόν Σύστημα Μονοεδρικού Εκλογικού Συλλόγου». Δεν πικράθηκε γιατί δεν εξελέγη. Μάλιστα είχε χαρή που έλαβε αρκετούς σταυρούς προτιμήσεως — χωρίς μεγάλη εκλογική εκστρατεία.
Όταν τον προπερασμένο Νοέμβριο ο «Μεγάλος Ύπνος» τού εχτύπησε την πόρτα, αναταράχτηκε. Ήταν απρόσκλητος ο Ξένος και απρόσμενος. Οι φίλοι επήγαν στο κρεββάτι του κοντά και τον είδαν, κάτωχρο, αμίλητο, να ερευνά στα μάτια τους την απόφαση. Όχι ένας, πολλοί γιατροί. Να δη και να μάθη απ’ όλους. Κάποτε —ύστερ’ από πολύ καιρό μετά το πρώτο «γρηγορείτε» του θανάτου— μ’ ένα φιλικό αμάξι βγήκαμε να χαρούμε τις ομορφιές του αττικού δειλινού. Είχε βυθισθή σε μια μακρόπνοη σιωπή. Ήταν γεμάτος παράπονο που θα του στερούσε τώρα η στυγνή ιατρική το τσιγάρο —μεγάλη του απόλαυση—, το καλό φαγητό και τις μικροχαρές, που συνθέτουν την Ομορφιά. Σκεπτόταν πως δεν θα μπορούσε να εργασθή και αυτό ήταν κάτι που τον θορυβούσε. Ήταν ο πρώτος καιρός. Ύστερα ηρέμησε και σιγά-σιγά ξαναβρήκε την «φόρμα» του κι’ ερχόταν όλα τα πρωινά στο γραφείο του. Πάρεργη η τυπική επαγγελματική του απασχόληση. Την είχε όμως μεράκι. Καθόταν στην αίθουσα συμβουλίων, σχεδόν «έξω» από το πνεύμα και το γράμμα της ημερησίας διατάξεως, και απολάμβανε να σκιτσάρη καπέλλα αξιωματικών όλων των εθνών και κάποτε σκαριά από πολεμικά πλεούμενα. Ξαφνικά έλεγε την γνώμη του για το θέμα που συζητιόταν και ήταν φανερό ότι είχε παρακολουθήσει την κουβέντα μας με όλες της τις διακυμάνσεις.
Είναι αλήθεια ότι ο φόβος τού είχε περάσει. Σπάνια αναφερόταν στην «ενόχληση». Και φέτος το καλοκαίρι τον γοήτευσε η Μύκονος και επέστρεψε ακμαίος, γεμάτος κέφι και έμπνευση. Τα χειρόγραφα του νέου του μυθιστορήματος είναι ακόμη «ζεστά». Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που γίνεται σε μια λαϊκή πειραιώτικη πολυκατοικία. Στην περίεργη σατιρική του νουβέλλα «Ο Θόδωρος κι’ ο θάνατος» —που περιέχει κι’ ένα έξοχο διήγημα, την «Βεντέτα»— σε μιαν υποσημείωση μιλά για την «γνωστή του τεμπελιά» που του απαγορεύει να ξαναδουλέψη τα κείμενά του. Πόσο ήταν σωστό αυτό δεν το γνωρίζουμε. Το τελευταίο του έργο, πάντως, το οργάνωνε με σύστημα και με μια αφάνταστη, ασυνήθιστη για εκείνον, υπομονή. Γιατί σίγουρα δεν είχε υπομονή. Στα συμβούλιά μας —συμβούλια επαγγελματικά, βέβαια— έκανε μόνος του δυο και τρία διαλείμματα, εγκαταλείποντας την αίθουσα. Μπορεί αλλού να ήταν περισσότερο πειθαρχικός.
Την «μεγάλη παραμονή» έγραψε πάλι κι’ είχε μια βιάση το μεσημέρι να φύγη για να ρίξη μια ματιά σε κάτι άλλα χειρόγραφα ενός μυθιστορήματος, που το εργαζόταν φίλος του. Μετά, τα σχόλια έλεγαν πως αυτή η τελευταία εμφάνισή του είχε κάτι πολύ ωραίο. Φαινόταν σαν να είχε μονομιάς ξαναβρή τον παληό του εαυτό. Εκείνον που οι νέοι τότε —και τώρα;— αποκαλούσαμε, καθώς σηκώναμε τα μάτια ξαφνιασμένοι από τα κείμενά του, «Μεγάλο αμαρτωλό».
Από δυο μέρες τώρα ο Καραγάτσης «αναπολεί» ως νεκρός «σαν όλους τους νεκρούς» τις μοναδικές ημέρες που άξιζαν κάτι στην μάταιη ύπαρξή τους. Τις αγνές παιδικές ημέρες, όταν τ’ αθώα μάτια τους άνοιγαν ξαφνιασμένα μπροστά στον καιάδα της ζωής. Όταν θαρρούσαν πως οι γυναίκες είναι αγαθές σαν τις κίτρινες κούκλες τους κι’ οι άντρες ακίνδυνοι σαν τους μολυβένιους στρατιώτες τους. Ο Μαγιακόβσκι, στο γράμμα του που εγκατέλειψε λίγο πριν πεθάνη «για όλους», φώναξε προς την ζωή: «Είμαι πάτσι μαζί σου!» Το ίδιο θα μπορούσε να πη κι’ ο συγγραφέας του «Λιάπκιν». Πενήντα δύο τα χρόνια του, αλλά κάτω από πυκνότητα πόσων ατμοσφαιρών!
*Κείμενο του Βαγγέλη Γκούφα (1925-2016), που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 1960, τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Μ. Καραγάτση.
Ο Βαγγέλης Γκούφας
Ο Γκούφας υπήρξε διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, ποιητής και στιχουργός.
Ο Μ. Καραγάτσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου), πολυγραφότατος συγγραφέας της Γενιάς του Τριάντα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 1908 και έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 1960.
Υπήρξε μια προσωπικότητα εκρηκτική, ένας λογοτέχνης που συνταίριαζε τον κοσμοπολιτισμό με την πλούσια μυθοπλαστική φαντασία του «παραμυθά», και τη διονυσιακή διάθεση με τον πληθωρικό συγγραφικό δυναμισμό.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την επίμονη επιστροφή στο σεξουαλικό στοιχείο, από τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο φύλα, η οποία εκπηγάζει από μια απύθμενη ερωτική ορμή.
Ο ηδονισμός αυτός του Καραγάτση δεν είναι καθόλου ευφρόσυνος, όπως έγραψε ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας· είναι ένας ηδονισμός τραγικός, καθώς οι ήρωές του, με το αξεδίψαστο πάθος του κορεσμού που τους τυραννεί, οδηγούνται τελικά στην καταστροφή.
Η γεύση της πραγματικότητας χωρίς ψευδαισθήσεις ή ποιητικούς οραματισμούς, καθώς και η τραγική αντίληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, οδηγούν συχνά τον Καραγάτση σε ένα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας ή και σε ένα χιούμορ γεμάτο ειρωνεία, σκώμμα και σαρκασμό.
- Ολυμπιακός: Αυτή είναι η αποστολή για το ματς με τον ΟΦΗ (pic)
- Ελβετικό φράγκο: Πότε αναμένεται η απόφαση του Αρείου Πάγου για τα δάνεια – Τι υποστήριξαν οι δύο πλευρές
- Έπιασε στασίδι ο Παππάς στην αναμονή εισιτηρίου για την πρώτη θέση
- Γιώργος Λαζάνης: Ο δίκαιος και ο άδικος λόγος
- Παγωνιά και… πλαστικό: Αυτά θα συναντήσει ο Ολυμπιακός στο Καζακστάν κόντρα στην Καϊράτ
- «Ψυχοσεξουαλικό ποπ θρίλερ» – Η Αν Χάθαγουεϊ και η Μικαέλα Κόελ αναμετρώνται στο πρώτο τρέιλερ της επικής ταινίας Mother Mary


