Μιχάλης Κακογιάννης: Τα αληθινά συναισθήματα είναι σκληρά, σαν τα διαμάντια
Η αξία της εφηβείας είναι αυτό που μας προσφέρει «μετά», αφού έχει περάσει
Ο Μιχάλης Κακογιάννης, διακεκριμένος ελληνοκύπριος θεατρικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 11 Ιουνίου 1921 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2011.
Ο Κακογιάννης σπούδασε νομικά, δραματικές τέχνες και σκηνοθεσία στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε στην ελληνική υπηρεσία του BBC.
Πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (mcf.gr)
Ξεκίνησε τη θεατρική σταδιοδρομία του ως ηθοποιός, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η σκηνοθεσία. Το ξεκίνημα της διεθνούς σκηνοθετικής καριέρας του έγινε το 1954, με την κινηματογραφική ταινία «Κυριακάτικο ξύπνημα».
Οι ταινίες του Κακογιάννη («Στέλλα», «Το κορίτσι με τα μαύρα», «Το τελευταίο ψέμα», «Ερόικα», «Ηλέκτρα», «Τρωάδες», «Ιφιγένεια», «Ζορμπάς» κ.ά.), στις οποίες συνεργάστηκε με σπουδαίους έλληνες και ξένους ηθοποιούς, απέσπασαν σημαντικά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός συνόρων.
Ο Κακογιάννης σκηνοθέτησε, επίσης, θεατρικά έργα και παραστάσεις όπερας, ενώ έγραψε σενάρια και μεταφράσεις κινηματογραφικών και θεατρικών έργων, όπως και στίχους γνωστών ελληνικών τραγουδιών.
Πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (mcf.gr)
Το 1962 ο Κακογιάννης βραβεύτηκε πολλαπλώς (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) για την ταινία του «Ηλέκτρα», η οποία ήταν μάλιστα υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (στους συντελεστές της συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, οι Μίκης Θεοδωράκης, Σπύρος Βασιλείου, Ειρήνη Παπά, Γιάννης Φέρτης και Μάνος Κατράκης).
Με αφορμή τη θριαμβευτική προβολή της «Ηλέκτρας» στο Παρίσι, ο Κακογιάννης είχε παραχωρήσει σειρά συνεντεύξεων στους εκπροσώπους του γαλλικού Τύπου. Μία από αυτές, την πληρέστερη και πλέον ενδιαφέρουσα, κατά την άποψη των υπευθύνων του τουλάχιστον, είχε παρουσιάσει «Ο Ταχυδρόμος» στο τεύχος του που είχε κυκλοφορήσει στις 10 Νοεμβρίου 1962.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.11.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Συνομιλώντας με το διάσημο κινηματογραφικό χρονικογράφο Ζιλμπέρ Γκεζ (Gilbert Guez, 1928-2020), ο Κακογιάννης είχε δηλώσει και τα εξής:
Ζιλμπέρ Γκεζ: Πόσων χρονών είσαστε;
Μιχάλης Κακογιάννης: Η ηλικία είναι κάτι που σιχαίνομαι. Και αποτελεί ένα δύσκολο θέμα. Τέλος πάντων… Είμαι σαράντα χρονών. Μ’ άρεσε καλύτερα όταν ήμουν τριανταεννιά, αλλά τι να γίνη, είμαι σαράντα. Η ηλικία αυτή είναι ένα σύνορο. Δεν υπήρξα ποτέ παιδί-θαύμα. Δεν ωρίμασα πριν απ’ τα τριάντα. Δεν κάνω τίποτα μ’ ευκολία. Σας τ’ ορκίζομαι! Δεν είμαι τυχερός, αλλά επίμονος. Η δουλειά μού δίνει ενεργητικότητα. Έξω απ’ τη δουλειά είμαι συνεσταλμένος και απεχθάνομαι τη νοοτροπία τού «μπίζνες».
Ζ. ΓΚ.: Πώς γίνατε σκηνοθέτης;
Μ.Κ.: Ήμουν ηθοποιός. Και νομίζω πως για ένα σκηνοθέτη αυτή είναι η καλύτερη προετοιμασία. Ξέρετε πως έπαιξα τον Καλιγούλα, στο ομώνυμο έργο του Αλμπέρ Καμύ, στο Λονδίνο, το 1949; Ήμουν ηθοποιός ως τα 1951, στην Αγγλία. Αλλά όταν βρισκόμουν πάνω στη σκηνή είχα μια φοβερή αίσθηση του γελοίου. Κι’ αυτό για έναν ηθοποιό είναι ολέθριο. Δεν μπορεί πια «να λατρεύη και να λατρεύεται». Η σταδιοδρομία μου ήταν αναγκαστικά περιωρισμένη —για δυο λόγους: την εμφάνισή μου και την ξενική μου προφορά— αλλά υπολογίσιμη ωστόσο.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.11.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ζ. ΓΚ.: Μ’ άλλα λόγια, βρισκόσασταν τότε μακρυά απ’ τον κινηματογράφο — ιδιαίτερα τον ελληνικό.
Μ.Κ.: Όχι. Γιατί ο κινηματογράφος για μένα ήταν ένα φοβερό πάθος. Όλες οι παιδικές μου αναμνήσεις συνδέονται με τον κινηματογράφο. Μπορεί να μη με πιστέψετε, αλλά θυμάμαι βουβές ταινίες που είδα σε ηλικία τριών ετών. Θα ξέρετε ίσως πως στην Ελλάδα υπάρχουν υπαίθριοι κινηματογράφοι. Κι’ όλοι κρέμονται στα παράθυρα κι’ αρπάζουν ό,τι μπορούν απ’ την ταινία. Όταν ο κινηματογράφος έγινε ομιλών, ακούστηκαν οι ηθοποιοί, ακούστηκε η μουσική, αναστατώθηκε η γειτονιά. Κι’ εγώ πηδούσα απ’ το παράθυρο για «να πάω να δω». Η οικογένειά μου, όμως, ήθελε να γίνω δικηγόρος. Έγινα άλλωστε. Όπως κι’ ο πατέρας μου, κι’ η αδελφή μου. Όλοι στη φαμίλια μου είναι δικηγόροι. Κι’ ήταν για να σπουδάσω νομικά που πήγα στο Λονδίνο. Όταν πήρα το δίπλωμά μου, το έστειλα στον πατέρα μου κι’ έψαξα να βρω δουλειά ως ηθοποιός. Έχω ένα χαρακτηριστικό: τελειώνω ό,τι αρχίζω.
Ζ. ΓΚ.: Εγκαταλείποντας τα νομικά καταπιαστήκατε, λοιπόν, με τον κινηματογράφο. Πώς έγινε αυτό;
Μ.Κ.: Έτσι έγινε! Ήταν μια αναγκαιότητα. Δεν υπήρχε διανοητική διαδικασία. Το ίδιο συνέβη και όταν, στα 1951, αποφάσισα να εγκαταλείψω την καρριέρα του ηθοποιού για να αφοσιωθώ στη σκηνοθεσία. Επέστρεψα τότε στην Ελλάδα —γι’ αυτόν τον λόγο— και δούλεψα από το 1952 ως το 1954 για να εξασφαλίσω αρχικά τις προϋποθέσεις και να «γυρίσω» ύστερα το «Κυριακάτικο ξύπνημα». Ήμουν πεπεισμένος για το σκηνοθετικό μου ταλέντο. Και δεν αντιμετώπισα καν ν’ απευθυνθώ σε κάποιον άλλον για να μου γράψη το σενάριο. Ο κινηματογράφος πρέπει να είναι μια όσο το δυνατόν προσωπικώτερη έκφραση. Είχα κάνει μόνος μου το «ντεκουπάζ». Οι εικόνες ήταν κι’ όλας στο μυαλό μου, τις έβλεπα. Έκανα την ταινία με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, που είχα ξανά για «Το κορίτσι με τα μαύρα». Το «Κυριακάτικο ξύπνημα» ήταν μια ελαφρή κωμωδία. Μίλησαν για έναν «νέο Λούμπιτς». Ήταν, βλέπετε, μια ταινία τόσο διαφορετική από τις άλλες. Όταν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1954, η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια. Δεν είχε γίνει καμμιά διαφήμιση και, για όλο τον κόσμο, ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν ανύπαρκτος. Θα ήταν, το πολύ, πενήντα θεατές. Φρίκη! Αλλά δεν έχω πια καμμιά κόπια στην κατοχή μου και το αρνητικό βρίσκεται στην Αίγυπτο. Θα ήθελα να σώσω αυτό το πρώτο μου μωρό. Βλέπω καμμιά φορά στον ύπνο μου πως η ταινία είναι χωμένη στην άμμο της ερήμου και δεν γίνεται να βρεθή. Σωστός εφιάλτης!
Πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (mcf.gr)
Ζ. ΓΚ.: Είσασταν, όμως, πιο τυχερός με τη «Στέλλα».
Μ.Κ.: Ήταν ο πρώτος ρόλος της Μελίνας Μερκούρη στον κινηματογράφο. Και μπορούσε να κινηθή από τότε στην ίδια κλίμακα με σήμερα. Ξέρετε πώς φοβόταν τον φακό; Εξ αιτίας, λέει, του παρουσιαστικού της; Του κάκου τής έλεγα πως ήταν περισσότερο από όμορφη. Χρειάστηκε να παίξη τη Στέλλα για να πεισθή και να «ελευθερωθή». Είμαστε πάντα φίλοι, αλλά τώρα είναι πολύ ακριβή για μένα. Η «Στέλλα» ήταν μια συναισθηματικά γενναιόδωρη ταινία. Η ηρωίδα ήταν το αντίθετο της πόρνης: η γυναίκα ενός και μόνου άντρα. Η σημερινή κοινωνία καταδικάζει αυτό το είδος της γυναίκας, όπως και την πόρνη. Γι’ αυτό προέβλεψα ένα τραγικό τέλος. Η γυναίκα αυτή έπρεπε να πεθάνη. Μια άλλη λύση θα αποτελούσε συμβιβασμό.
Ζ. ΓΚ.: Η «Στέλλα» πήγε κι’ αυτή στις Κάννες, όπου αποκτήσατε νέους θιασώτες. Ποια ήταν η συνέχεια;
Μ.Κ.: «Το κορίτσι με τα μαύρα» με την Έλλη Λαμπέτη — την οποία λατρεύω. Είναι μια ηθοποιός πολύ εσωτερική, πολύ διεισδυτική και συγκρατημένη. Η ομορφιά της δεν είναι ίσως άμεσα αισθητή. Δυο λεπτά όμως αφ’ ότου τη δης, έχεις τη διάθεση να της πης: «Στάσου εκεί που είσαι. Είσαι η ωραιότερη απ’ όλες…» Έχει μεγάλη φωτογένεια. Έχει μια μεριά σκληρή και μια μεριά απαλή, μπορεί να είναι όμορφη και άσχημη.
[…]
Πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (mcf.gr)
Ζ. ΓΚ.: Τι έρχεται μετά «Το τελευταίο ψέμα»;
Μ.Κ.: Η «Ερόικα». Αλλά αυτό ήταν κάτι τόσο προσωπικό! Είναι μια ταινία χωρίς καθωρισμένη εποχή, που ανακαλεί στη μνήμη, με νοσταλγία, την εφηβεία. Η αξία της εφηβείας είναι αυτό που μας προσφέρει «μετά», αφού έχει περάσει. Αυτή η παράξενη ιστορία θυμίζει τον «Μεγάλο Μωλν» του δικού σας Αλαίν Φουρνιέ. Τα συναισθήματα είναι όμως πιο κλασικά στην «Ερόικα». Υπάρχει σ’ αυτή την ταινία μια από τις καλύτερες σκηνές που γύρισα ποτέ: οι αγώνες που οργανώνει ο αρχηγός της εφηβικής συντροφιάς για να τιμήση τον νεκρό φίλο του. Ήταν σαν μια επιβεβαίωση της ζωής. Αλλά ίσως να πρόκειται για ένα ιδιότυπα ελληνικό συναίσθημα!
[…]
Ζ. ΓΚ.: Ξαναγυρίσατε λοιπόν στην Ελλάδα και στα ελληνικά θέματα;
Μ.Κ.: Ναι. Η τραγωδία ήταν μια «μορφή» που μ’ ενδιέφερε πάντα. Ήθελα να εκφρασθώ κινηματογραφικά μέσα απ’ αυτή τη μορφή. Μια μέρα, καθώς δεν είχα σπίτι μου την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, ξαναδιάβασα την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, που είναι λιγώτερο γνωστή και δεν παίζεται σχεδόν ποτέ. Μόλις την τελείωσα, τηλεφώνησα αμέσως στην Ειρήνη Παπά. Εκείνη ήταν που έβλεπα μπροστά μου όταν διάβαζα το έργο. Όταν της πρότεινα τον ρόλο, τρελλάθηκε από τη χαρά της. Την επομένη πήγα μαζί της στο κουρείο και πήρα ο ίδιος στα χέρια μου το ψαλίδι. Έκοψα όλα της τα μαλλιά και το πρόσωπό της ελευθερώθηκε. Άμα έχη κανείς τέτοιο πρόσωπο, δεν χρειάζονται μαλλιά! Το σενάριο γράφτηκε σε τρεις βδομάδες. Πήρα μεγάλες ελευθερίες για να καταλήξω στο ίδιο συγκινησιακό αποτέλεσμα, αλλά με κινηματογραφικά, αυτή τη φορά, μέσα. Δεν σεβάστηκα τίποτα, αλλά όλοι οι διάλογοι είναι του Ευριπίδη. Ελπίζω πως θα είναι αισθητή για τον θεατή η διαφορά ανάμεσα στο συναίσθημα και στο μελόδραμα. Τα αληθινά συναισθήματα είναι σκληρά, σαν τα διαμάντια. Πρέπει να είναι σκληρά και καθαρά. Οι ρομαντισμοί μού φέρνουν ναυτία. Απεχθάνομαι την «αγγλική», καταπράσινη φύση. Δεν θέλω φορεσιές, θέλω γυμνά τοπία, την απόλυτη γύμνια. Μ’ άλλα λόγια: την «Ηλέκτρα».
Ζ. ΓΚ.: Με τι μέθοδο δουλεύετε; Μιλήστε μας για το «γύρισμα» των ταινιών σας και για ό,τι ακολουθεί.
Μ.Κ.: Δουλεύω πολύ πριν από το «γύρισμα», κι’ έτσι όταν φτάνω στο «πλατώ» ξέρω ακριβώς τι θέλω. Νομίζω πως ξέρω να καθοδηγώ τους ηθοποιούς επειδή τους αγαπώ. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο πως είμαι «καλός» μαζί τους. Κάθε άλλο! Αλλά δουλεύω για λογαριασμό τους ακόμα κι’ όταν τους φέρωμαι βίαια. Το ξέρουν και γι’ αυτό μου έχουν εμπιστοσύνη. Είμαι εναντίον της ψυχαναλυτικής σχολής ερμηνείας, του είδους «Άκτορς Στούντιο». Γνωρίζω τις σχέσεις της ψυχής με το σώμα και δεν μου χρειάζεται να ψάχνω να τις βρω με τέτοια μέσα. Ίσως νάχω άδικο. Τα ελαττώματά μου τα ξέρω. Όταν παρακολουθώ την προβολή μιας ταινίας μου είναι σαν να τρέχω ένα δρόμο μετ’ εμποδίων. Με εξουθενώνει. Πρέπει άλλωστε να ομολογήσω πως δεν έχω καθόλου υπομονή. Και θέλω πάντα να εξαναγκάσω τις καταστάσεις, να είμαι δυνατώτερός τους. Όταν δεν βγαίνη ο ήλιος αρχίζω τις κατάρες. Όσο κρατάει το «γύρισμα» δεν κάθομαι ποτέ. Και δεν θέλω να πεθάνω. Όχι πως φοβάμαι. Δεν θέλω, δεν το δέχομαι! Η όψη ενός παιδιού μού γεννάει τον οίκτο γιατί συλλογιέμαι: «Σε ογδόντα χρόνια θάχη πεθάνει…» Είμαι ένας ειδωλολάτρης. Πέρα για πέρα. Δεν είμαι ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό μου. Περνάω συχνά από περιόδους άγχους. Ίσως να παίρνω πολύ στα σοβαρά τις ευθύνες μου. Και επιθυμώ πολύ σημαντικά πράγματα. Όταν όμως πάνε άσχημα τα πράγματα, δεν καταπολεμώ τη νευρική κατάπτωση με χάπια. Απεχθάνομαι τη βοήθεια που σου δίνουν τα χημικά παρασκευάσματα. Πάω ως το τέλος της κρίσεως, και την ξεπερνάω. Δεν είμαι ούτε πολύ κοινωνικός ούτε πολύ «μοντέρνος». Δεν οργανώνω ποτέ την ψυχαγωγία μου. Οι διασκεδάσεις μου είναι πάντα σε συμφωνία με τα συναισθήματά μου. Δεν «γυρίζω» ταινίες ίσα-ίσα για να δουλεύω και να κερδίζω λεφτά. Αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει. Και η ανάγκη να παίρνω αποφάσεις είναι για μένα μαρτύριο. Στην Ελλάδα ζούμε ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον παλιό και τον καινούργιο. Αυτό που θάθελα να κάνω τώρα είναι μια τραγωδία. Θάθελα να «γύριζα» μια «Ιφιγένεια»…
- Κακοκαιρία Byron: Εκλεισε η Εθνική Οδός Αθηνών Κορίνθου – Εγκλωβισμένοι οδηγοί στον παράδρομο
- Μέγαρα: SOS από 112 – «Φύγετε από υπόγειους και ισόγειους χώρους» – Πλημμυρικά φαινόμενα
- Οι ΗΠΑ πουλούν τεράστιες ποσότητες βομβών στον Καναδά αξίας 2,68 δισ. δολαρίων
- Ανδρουλάκης: «Δεν μπορεί να υπάρξει τρίτη θητεία Μητσοτάκη»
- Ειρηνικός: 4 νεκροί σε νέο στρατιωτικό πλήγμα των ΗΠΑ εναντίον σκάφους με «ναρκωτικά»
- Τσεχία: Εκ νέου πρωθυπουργός ο τραμπιστής δισεκατομμυριούχος Μπάμπις


