Είναι βέβαιο ότι τα πράγματα σήμερα δεν πάνε καλά.

Σε παγκόσμια κλίμακα αυτό που κυριαρχεί ως πολιτική έρχεται σε σύγκρουση με τις αγωνίες, τις ανάγκες και τις αναζητήσεις της πλειοψηφίας των ανθρώπων.

Ο κυνισμός, η βαναυσότητα, η συστηματική εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας μικρής μειοψηφίας εις βάρος των πολλών, η βία, ο αυταρχισμός, η αντιμετώπιση της δημοκρατίας ως πρόφασης αποτελούν τα κοινά νήματα που συνδέουν αυτά που μπορεί να συμβαίνουν στο Λος Άντζελες ή τα αμερικανικά πανεπιστήμια, με τη συνεχιζόμενη τραγωδία στη Γάζα, με την ηχηρή επιστροφή της ακροδεξιάς, με την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων και την τεράστια απόσταση ανάμεσα στην καθημερινή βιοπάλη δισεκατομμυρίων και την αλαζονεία του πλούτου ανθρώπων όπως ο Έλον Μασκ.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος των συστημικών πολιτικών δυνάμεων, αυτών που δηλώνουν ότι αναφέρονται σε μια παραλλαγή του «Κέντρου», έχει αποτύχει παταγωδώς. Δεν απέτρεψαν την κατρακύλα σε έναν κόσμο παγκόσμιων πολεμικών συγκρούσεων. Δεν έβαλαν κανένα φραγμό στην τραγωδία στη Γάζα. Δεν κατάφεραν να τιθασεύσουν τις «δυνάμεις της αγοράς», διεύρυναν τα κοινωνικά χάσματα. Δεν ύψωσαν κανένα ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς, αντιθέτως τη διευκόλυναν, υιοθετώντας ρητορικές και πρακτικές της, και τη νομιμοποίησαν.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια εναλλακτική προοπτική. Όχι απλώς μια πιο επικριτική ρητορική, όσο μια ιστορική αλλαγή πορείας. Ένα μέλλον διαφορετικό και ανταγωνιστικό σε αυτό που σήμερα μας προσφέρεται.

Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε με ευχολόγια, ούτε με απλές διακηρύξεις. Εάν ο σκοπός είναι μια εναλλακτική διακυβέρνηση, τότε χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία.

Χρειάζεται ανάλυση και ερμηνεία των όσων συμβαίνουν.

Χρειάζεται πραγματική αποτίμηση του μεγέθους της καταστροφή των τελευταίων δεκαετιών, εμβριθής ανάλυση των αιτιών, αλλά και συστηματική καταγραφή όλων των δυνάμεων, κοινωνικών, επιστημονικών, κινηματικών, παραγωγικών που μπορούν να υποστηρίξουν μια εναλλακτική ιστορική διαδρομή.

Χρειάζεται διεθνής οπτική και μελέτη των διαφορετικών εμπειριών και παραδειγμάτων.

Χρειάζεται συζήτηση διεπιστημονική και προσφυγή σε όλους εκείνους τους στοχαστές που προσεγγίζουν κριτικά και διεισδυτικά την σύγχρονη πραγματικότητα.

Χρειάζεται επαφή και στήριξη στα μαζικά κινήματα των ίδιων των αγωνιζόμενων ανθρώπων.

Πάνω από όλα χρειάζεται πεδία όπου να μπορεί να γίνει όντως η συζήτηση, να συναντηθούν οι άνθρωποι από τη ριζοσπαστική πολιτική, από την κριτική θεωρία, από την επιστήμη, από τα κινήματα και να συζητήσουν.

Γι’ αυτόν τον λόγο και θεωρώ σημαντικό αυτό που έκανε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα με τη 2η Διεθνή Διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στο γενικό στίγμα της Διάσκεψης, ή για τους έντονους συμβολισμούς που μπορεί να είχε η βράβευση των δημιουργών μιας ταινίας για την κατάσταση στην Παλαιστίνη.

Κυρίως αναφέρομαι στην ίδια τη σύνθεση της συζήτησης και τα όσα κλήθηκαν να καταθέσουν όσοι πήραν μέρος.

Γιατί δεν ήταν μια ακόμη ρουτινιάρικη συζήτηση μεταξύ πολιτικών στελεχών – παρότι συμμετείχαν πολιτικοί από μερικά από τα σημαντικότερα δημοκρατικά και προοδευτικά ρεύματα σε όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από τον Μπέρνι Σάντερς, αυτόν τον άνθρωπο που αποτελεί πραγματικά το αντίπαλο δέος στον Ντόναλντ Τραμπ.

Γιατί υπήρχε χώρος για σημαντικούς διανοουμένους οι οποίοι είχαν κληθεί για να πρωταγωνιστήσουν και όχι απλώς ως πνευματικοί «μαϊντανοί».

Γιατί είδαμε νέα πρόσωπα, ανθρώπους από την επιστήμη και τα κινήματα, που έρχονται με άλλη ορμή ακόμη και εάν δουλεύουν «κάτω από το ραντάρ» της δημοσιότητας.

Γιατί είδαμε όντως μια διεθνιστική προσέγγιση, ακόμη και όταν ορθά το στίγμα ήταν πώς τελικά η κοινωνική δικαιοσύνη θα αποτελέσει τη βάση ενός νέου πατριωτισμού, ηθικού, κοινωνικού και οικονομικού.

Προφανώς και η διαμόρφωση της αναγκαίας δημοκρατικής εναλλακτικής δεν μπορεί να είναι υπόθεση μόνο συζητήσεων.

Όμως, χωρίς τέτοιες συζητήσεις, χωρίς έρευνα, γνώση, εμβάθυνση, ανταλλαγή επιχειρημάτων, ειδικά σήμερα δεν μπορεί να διαμορφωθεί πραγματικά μια εναλλακτική, «μια νέα προοδευτική ατζέντα που μπορεί να δώσει έμπνευση, όραμα και αποτελεσματικότητα απέναντι στην επέλαση της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής» όπως σημείωσε ο Τσίπρας.

Και το χάσμα ανάμεσα σε μια κοινωνία που αναζητά κάτι που να τη στηρίξει κα συνάμα να την εμπνεύσει, και την αποτυχία τους ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απλώς θα βαθαίνει.

Ένα χάσμα που ελλοχεύει ο κίνδυνος να το γεμίσει η απόγνωση, η απογοήτευση, η πολιτική απάθεια ή, ακόμη χειρότερα, η λογική της ακροδεξιάς και άρα να έχουμε ακόμη περισσότερους Τραμπ, Ερντογάν και Νετανιάχου.

Τι μπορεί τώρα κάποιος να κρατήσει από όλη τη συζήτηση και τις παρεμβάσεις αυτής της διάσκεψης;

Μερικά βασικές αλήθειες: ότι σήμερα οι κοινωνίες μας δεν βαδίζουν προς την ευημερία αλλά προς μια όλο και πιο έντονη πόλωση ανάμεσα στον ακραίο πλούτο και όλες τις παραλλαγές της φτώχειας.

Ότι σήμερα υπάρχει πραγματικό «δημοκρατικό ζήτημα» ακριβώς επειδή η ολιγαρχία του πλούτου κυριαρχεί και βρίσκει κυβερνήσεις πρόθυμες να την εξυπηρετήσουν.

Ότι η ακροδεξιά ανεβαίνει ακριβώς γιατί τα κεντρώα και κεντροαριστερά κόμματα συμβιβάστηκαν πλήρως με τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» και υποτάχτηκαν στην ολιγαρχία του πλούτου, περιφρονώντας τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας.

Ότι πρέπει να ξεφύγουμε από την «ενιαία σκέψη» που κυριάρχησε για δεκαετίες και θεώρησε ότι όλα είναι «τεχνικά ζητήματα» και να αναζητήσουμε ένα διαφορετικό «πνευματικό υπόδειγμα», όπως είπε και ο Σάντερς, ένα συνολικά διαφορετικό τρόπο να σκεφτόμαστε την πολιτική και τελικά να ασκούμε πολιτική.

Ότι χρειαζόμαστε περισσότερο παρά ποτέ μια προσέγγιση διεθνιστική και συνάμα μόνο μια πολιτική της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης είναι η μόνη αυθεντικά πατριωτική.

Αυτές οι αλήθειες – και μαζί όλος ο πλούτος της συζήτησης – δεν προσφέρουν μόνο τις αναγκαίες αφετηρίες αλλά και την αναγκαία «τροφή για σκέψη» για οποιοδήποτε πολιτικό σχέδιο θα ήθελε τα πράγματα «να πάνε αλλιώς».

Ούτε τονίζουν μόνο την ανάγκη για μια διαδικασία σε σύγκρουση με το υπαρκτό τοπίο.

Υπογραμμίζουν, ταυτόχρονα, και τις μεγάλες ευθύνες όσων δεν θέλουν να είναι οι θεατές του κατήφορου μιας ολόκληρης χώρας.