«Χωριστά δωμάτια»: ο έρωτας στα χρόνια του AIDS
Το μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Πιερ Βιτόριο Τοντέλι (1955 – 1991), από τα σημαντικότερα της δεκαετίας του 1980, επιβεβαιώνει την αξία του πέρα από την κατηγορία της γκέι λογοτεχνίας ή μια μαρτυρία για το AIDS
Ο 32χρονος Λέο, γνωστός συγγραφέας στην Ιταλία, ζει στην ευρωπαϊκή δεκαετία του 1980. Ο σύντροφός του, ο Γερμανός πιανίστας Τόμας, πεθαίνει από AIDS (αυτή προφανώς είναι η ασθένεια που δεν κατονομάζεται μέσα στο μυθιστόρημα, γεγονός που αποδεικνύει τα «πέτρινα χρόνια» για τους ομοφυλόφιλους άντρες στη γειτονική -και όχι μόνο- χώρα). Στην αρχή τον παρατηρούμε όσο ο ίδιος παρατηρεί την αντανάκλαση του προσώπου του -λέξεις κλειδιά για όλο το βιβλίο- στο φινιστρίνι του αεροπλάνου με το οποίο φτάνει στο Μόναχο, τη γενέτειρα του Τόμας. Φαντάζεται ότι ο τελευταίος τον υποδέχεται στην αίθουσα των διεθνών αφίξεων, «βλέπει καθαρά την αγκαλιά, μυρίζει το άρωμα του δέρματός του», αλλά δεν μπορεί να αισθανθεί τίποτε. Ο Τόμας περνάει στη χώρα του θανάτου και σ’ εμάς, τους αναγνώστες, δίνεται ο χρόνος να συμφιλιωθούμε εξαρχής με την ιδέα της φθοράς και της απώλειας. Όλα συμβαίνουν στα «Χωριστά δωμάτια» του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι (1955 – 1991), βιβλίο που ο ταλαντούχος συγγραφέας εξέδωσε το 1989, δύο χρόνια πριν πεθάνει από AIDS. Θεωρείται από τα σημαντικότερα της κουίρ λογοτεχνίας, αλλά μια τέτοια αυτόματη κατηγοριοποίηση θα αδικούσε τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία εκτείενεται.
Το μυθιστόρημα, λοιπόν, έχει προδώσει από την αρχή ένα από τα βασικά του στοιχεία. Κι αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι ένα συνεχές φλας μπακ στις αναμνήσεις του Λέο για τη σχέση τους, για τις σχέσεις με άλλους άντρες -και γυναίκες-, μέσα στις ευρωπαϊκές πόλεις, όπου το παρελθόν εισβάλλει διαρκώς στο παρόν και αντιστρόφως. Θα είναι επίσης μια εναλλαγή ανάμεσα στα μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, όπως επιβάλλει η καλύτερη παράδοση του κεντροευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Διόλου τυχαία την όμορφη σκηνή της ερωτικής συνεύρευσης στο σπίτι της Μονμάρτρης («ο Λέο συνειδητοποιεί ότι…το νόημα βρίσκεται στο κορμί του Τόμας… στην ευχαρίστηση που νιώθει επειδή κάποιος τον υποδέχεται, επιτέλους, στον δικό του κόσμο») διαδέχεται η σκηνή με τα σωληνάκια του νοσοκομείου. Εκεί όπου ο πατέρας του Τόμας καλεί τον Λέο, για να αντικρίσει τον φίλο του «εξαντλημένο, φρικτά αδυνατισμένο, σχεδόν μουμιοποιημένο». Χρειάζεται μια κάποια αντοχή και από την πλευρά του αναγνώστη, επειδή ο Τοντέλι οργανώνει με δεξιοτεχνία και υπόγειο συναίσθημα τη σκηνή όπου ο Τόμας εκφράζει τον φόβο του πως θα πεθάνει, ο Λέο ξεροκαταπίνει και αντικρίζει το βλέμμα του ανθρώπου του που σβήνει. Κι εκεί ο συγγραφέας επιτρέπει ένα από τα λίγα αλλά ευθύβολα πολιτικά σχόλια: «Ο Λέο έχει δει αυτό το βλέμμα κι άλλες φορές. Το βλέμμα ενός παιδιού από την Παλαιστίνη που πρόκειται να σκοτωθεί. Ενός μαύρου παιδιού που αγωνιά δίπλα στο ξεσκισμένο από τις βόμβες κορμί της μητέρας του. Το ικετευτικό βλέμμα ενός μικρού Ινδιάνου από τον Αμαζόνιο που βρίσκεται αντιμέτωπος με την εξολόθρευση της φυλής του. Το βλέμμα αυτού που πεθαίνει κι εκλιπαρεί χωρίς πίστη για ένα χέρι βοήθειας που δεν θα του δοθεί».
Εραστές χωρίς όνομα
Ο Τόμας πεθαίνει στα 25 του σε μια Ευρώπη που δεν μπορεί καν να προφέρει την ασθένεια απ’ την οποία σβήνουν οι γκέι άντρες. Δεν μπορεί και δεν θέλει να ονοματίσει τις σχέσεις ανάμεσά τους. «Ο Λέο μένει χήρος ενός συντρόφου που είναι σαν να μην ήταν ποτέ δικός του· και για τον οποίο δεν υπάρχει ούτε μία λέξη, σε κανένα λεξιλόγιο, που να μπορεί να προσδιορίσει ποιος ήταν γι’ αυτόν· όχι ένας σύζυγος, μια σύζυγος, ένας εραστής, όχι απλώς ένας σύντροφος αλλά το βασικό μέλος ενός νέου και κοινού πεπρωμένου».
Οι δυο τους έχουν συμφωνήσει τους προηγούμενους μήνες να μένουν ανά διαστήματα σε χωριστά δωμάτια, ώστε ο πόθος να τροφοδοτείται από τη στέρηση και την απόσταση. Τώρα ο Λέο πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του, να περάσει από το σκοτάδι στο φως (άλλη μία λέξη-κλειδί σ’ αυτό το μυθιστόρημα της δεύτερης ενηλικίωσης), να ξεφύγει από τα όρια του σώματος του Τόμας και να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά του. Θα το επιχειρήσει με ταξίδια, όπως στο Λονδίνο και το Μιλάνο, αλλά και τη γενέτειρά του, το Κορέτζο στην κοιλάδα του Πάδου (που ήταν και η γενέτειρα του Τοντέλι). Θα το επιχειρήσει και με τη γραφή αντιμετωπίζοντάς την όπως πάντα: ως άγχος θανάτου και ως άσκηση ηθικής. Πρέπει να μεταφέρει τον προσωπικό πόνο στο χαρτί, αλλά αν καταλήξει κάτι «φτηνότερο», ποιος ο λόγος να γράψει; Για τον Λέο, οι λέξεις είναι ήδη το σημάδι της διαφορετικότητάς του. «Οι φίλοι του μιλούσαν αποκλειστικά για ποδόσφαιρο ή για απίθανες σεξουαλικές περιπέτειες…Κι όταν άρχισε να γράφει, το έκανε γιατί του φαινόταν ο πιο φυσικός τρόπος να εκφράσει αυτήν του τη διαφορετικότητα. Όμως τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, ακόμα και το γράψιμο έχει γίνει γι’ αυτόν ένα επάγγελμα, μια δουλειά».
Ο Λέο καταγράφει έναν χορό του θανάτου, το μακρύ ταξίδι της νύχτας στην οδό του μαρτυρίου. Πέρα από τις λέξεις, ο πρώτος φορέας της παρακμής είναι -με τρόπο τελεσίδικο και ανελέητο- το σώμα. Γι’ αυτό και σε ορισμένες από τις ωραιότερες σελίδες του μυθιστορήματος η ανθρώπινη φθορά συμπλέκεται με θρησκευτικές αναφορές (στον προφήτη Ωσηέ ο Τοντέλι υποδεικνύει εικόνες σεξουαλικότητας), ο αναστοχασμός της πτώσης συμπίπτει με την ανάμνηση του πάσχοντος Χριστού: στη Βαρκελώνη, όπου είχαν βρεθεί με τον Τόμας, και στο Κορέτζο, όπου μόνος του παρακολουθεί την πομπή της Μεγάλης Παρασκευής: «Κοιτάζει το άγαλμα του Χριστού και τον κατακλύζει ένας οδυνηρός οίκτος επειδή θυμάται τη Βαρκελώνη και το σώμα του Τόμας, κι έχει τη βεβαιότητα ότι εκείνη τη μακρινή μέρα παρακολουθούσε πριν από την ώρα της την κηδεία του συντρόφου του… Τα Χριστούγεννα είναι μόνο μια υπόσχεση. Το μυστήριο της ενανθρώπησης βρίσκεται στη Μεγάλη Παρασκευή: τα πάθη, η συντριβή του αδύναμου, η βία, η ντροπή τού να είσαι από σάρκα».
Σε όλη αυτή τη διαδρομή η αγάπη είναι το απωλεσθέν αντικείμενο του πόθου. Ακόμη χειρότερα: ο απαγορευμένος καρπός. Ειδικά για έναν άνθρωπο που περιφέρεται στη δεκαετία του 1980 με τη στάμπα του «διαφορετικού». Νιώθει τον πόνο, τη θλίψη -αυτή είναι ο συναισθηματικός άξονας του βιβλίου- και την ενοχή στον ανώτατο βαθμό. Γι’ αυτό και το εγώ στρέφεται προς το κέντρο του για να σωθεί: «Έχει ανακαλύψει ότι μπορεί να επιβιώσει παρέα με τον εαυτό του. Έχει, όπως θα έλεγε ένας γκουρού, στρέψει το βλέμμα του προς τα μέσα για να πάει μακριά προς αυτό που θα μπορούσε να αποκαλέσει “τον κόσμο του Λέο”… Θεωρώντας ότι μπορεί να επιβιώσει μόνος του, δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ το να ανταλλάξει τις επιταγές του θανάτου με τις επιταγές της ζωής. Καθόλου αγάπη, καθόλου πάθη, καθόλου φιλίες, καθόλου επαφές με τον έξω κόσμο». Ο Λέο αργά ή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με το αδιέξοδο της σχεδόν-απόλυτης αγάπης. Αν την έχεις ζήσει μία φορά, πού θα την ξαναβρείς; Και πόσο μπορείς να αντέξεις τη μελαχγολία του ανέγγιχτου;
Ο Μόρισεϋ στα eighties
Η μελαγχολία είναι που συνδέει τον Τοντέλι με έναν άλλο «δημιουργό» των eighties, ο οποίος αναφέρεται, καθόλου τυχαία, τρεις φορές στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος. Ο Μόρισεϋ λειτουργεί σαν τον επαναστάτη χωρίς αιτία, έναν αισθητιστή πέρα από συμβάσεις, πέρα από την οικογενειακή ασφάλεια, πέρα από τα φύλα και την αμετακίνητη ταυτότητα. Τους ενώνει η αγωνία για έναν κόσμο που έμοιαζε καλοβαλμένος και βίωνε τη σχετική ευημερία του Ρέιγκαν και της Θάτσερ. Αυτό το ετεροχρονισμένο spleen των ρομαντικών για έναν κόσμο που έπρεπε να έχει πολλούς ήρωες, αλλά κατέληξε να έχει αντιήρωες οι οποίοι απλώς επιβίωναν. Τους ενώνει και η λαχτάρα για την ανολοκλήρωτη αγάπη. Ο Λέο αισθάνεται μόνος μέσα στον κόσμο. Και ο Μόρισεϋ τραγουδάει το 1987: «Last night, I dreamt/ That somebody loved me/No hope, no harm/ Just another false alarm/ Last night I felt/ Real arms around me/ No hope, no harm/ Just another false alarm».
Και η ελπίδα πού βρίσκεται μέσα σε όλη αυτή την αίσθηση της «πρωταρχικής απώλειας», όπου ο Λέο μετατοπίζεται συνεχώς προς τον κόσμο της λογοτεχνίας με την επίγνωση ότι «δεν θα ζούσε τη ζωή στην πληρότητά της»; Ο συγγραφέας έχει επιτρέψει ένα «αλλά» για να αποδώσει και την τελευταία απόχρωση στον ήρωά του -διαφορετικά θα ήταν μονοδιάστατος και δεν θα απηχούσε τη ζωή που πασχίζει ο ίδιος να περιγράψει. Κάποια στιγμή ετοιμαζόμαστε να αποχαιρετήσουμε τον Λέο καθώς πίνει πλέον μπίρα, αφηγείται ιστορίες, ακούει τις ιστορίες των άλλων, ανακαλύπτει την επιθυμία «καθρεφτιζόμενη σ’ ένα ζευγάρι μπλε μάτια με πυκνά ανοιχτόχρωμα φρύδια». Και τότε: «Είναι χαρούμενος επειδή ένιωσε διαθέσιμος ξανά. Τότε σκέφτεται την Ιταλία, τους φίλους του… Ακούει τα λόγια του τραγουδιού του Μόρισεϋ: “Oh, I’m so glad to grow older, to move away from those younger years, now I’m in love for the first time”».
- Οι ΗΠΑ θέτουν προς πώληση 250 τεθωρακισμένα στην Πολωνία για… 1 δολάριο!
- Η Ιαπωνία προς μια νέα πυρηνική εποχή
- Αθλέτικ Μπιλμπάο – Ατλέτικο Μαδρίτης 1-0: Σπουδαία νίκη για τους Βάσκους του Βαλβέρδε
- Η πλούσια Αρκτική μήλον της έριδος για ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία
- Τραγωδία στη Γαλλία: Τέσσερις νεαροί Πορτογάλοι σκοτώθηκαν σε τροχαίο κοντά στα σύνορα με την Ελβετία
- Άκρως Ζωδιακό: Τα Do’s και Don’ts στα ζώδια σήμερα [Κυριακή 07.12.2025]





