Από ένα γύρισμα της τύχης, το βιβλίο «Οι τρεις απατεώνες» του Άρθουρ Μάκεν μεταφράζεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα ελληνικά -από τον συγγραφέα Χρυσόστομο Τσαπραΐλη για το «Μεταίχμιο»- λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία ενός άλλου κομβικού τίτλου για τον «κοσμικό τρόμο»: τις «Ιτιές» του Άλτζερνον Μπλάκγουντ (εκδ. Δώμα, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), για το οποίο γράφαμε εδώ στις 6 Φεβρουαρίου. Ο Μάκεν και ο Μπλάκγουντ συνδέονταν με φιλία στην ύστερη βικτωριανή εποχή (αν και ο δεύτερος δεν βρέθηκε στη γιορτή που επιφύλαξαν οι ομότεχνοί του στον 80χρόνο Μάκεν το 1943). Κοινός θαυμαστής τους υπήρξε ο Λάβκραφτ, ο οποίος μετεωριζόταν συνεχώς ανάμεσα στο βιβλίο που επέλεγε ως το αριστουργηματικό του είδους: τις «Ιτιές» αναμφίβολα, αλλά κρατώντας δεύτερες σκέψεις και για το «Λευκός λαός» του Μάκεν. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι ο χρόνος δεν υπήρξε εξίσου γενναιόδωρος με τους δύο συγγραφείς, καθώς το έργο τους μάλλον ξεχάστηκε -στην περίπτωσή του Μάκεν επικρίθηκε μάλιστα από τους κριτικούς για την ωμότητα και τη φυσιολατρία που επικρατούν στις μεταφυσικές ιστορίες του.

Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια sui generis περίπτωση: γόνος οικογένειας με μακρά εκκλησιαστική παράδοση, ο Άρθουρ Μάκεν γεννήθηκε το 1863 στην επαρχία της Ουαλίας, μεγάλωσε στο χωριό Κέρλεον Ον Ασκ και μόνο στην ηλικία των 20 ετών μετακόμισε στο Λονδίνο. Η διάσταση δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Από τη λατρεία για την ύπαιθρο ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας πέρασε σε μια σχέση αγάπης και μίσους για την τερατώδη πρωτεύουσα, που πάντως θα πρωταγωνιστεί σε πολλές ιστορίες του, όπως στους «Τρεις απατεώνες». Θα είναι, όμως, ένα Λονδίνο μυστικό και αθέατο, όπως εκείνο που ανακάλυπτε όταν ξεστράτιζε από την πολυδιαφημισμένη πρωτεύουσα για να βρεθεί στο στις διακλαδώσεις και το σκοτεινό υπογάστριό της. Ως ένα σημείο, η πρωτεύουσα που γνωρίζει και περιγράφει θα είναι πάντα εκείνη που «πρωτοσυνάντησε» όταν διάβασε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία, το αυτοβιογραφικό «Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς» του Τόμας ντε Κουίνσι (1821).

Στο σπονδυλωτό -σχεδόν πικαρέσκο- μυθιστόρημα που μετέφρασε υποδειγματικά ο Χ.Τσαπραΐλης ο κύριος Ντάισον (ήρωας που επανέρχεται στις ιστορίες του Μάκεν) και ο Τσαρλς Φίλιπς εισέρχονται σε μια παρηκμασμένη έπαυλη λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση των τριών απατεώνων του τίτλου. Των τριών μελών μιας απόκρυφης ομάδας, οι συναντήσεις, οι απάτες και αφηγήσεις των οποίων χτίζουν το παραισθησιογόνο σύμπαν του βιβλίου. Μέχρι το τέλος επικρατεί η εντύπωση ενός τούνελ με παραμορφωτικούς καθρέφτες και πόρτες που ανοιγοκλείνουν οδηγώντας σε παράλληλα επίπεδα. Η πραγματικότητα δεν έχει πολλές πιθανότητας να παραμείνει αναλλοίωτη δίπλα στην ψευδαίσθηση, ο υπαινιγμός λειτουργεί σαν τον ισχυρότερο μαγνήτη για την αναγνωστική περιέργεια και το μυστήριο του κόσμου ξεπερνά τις ερμηνείες του ορθολογισμού και της απομάγευσης. Ο Μάκεν μάλιστα θα μείνει σταθερά εχθρικός απέναντι στον σκεπτικισμό ποντάροντας περισσότερο στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» -εκεί όπου βέβαια θα διαπρέψει ένας άλλος περιστασιακός φίλος του, ο Όσκαρ Ουάιλντ. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και μέσα σε ένα τόσο αινιγματικό δείγμα του αποκρυφιστικού τρόμου ο συγγραφέας βρίσκει μια θέση για τον Ραμπελαί, τον οποίο διάβαζε μαζί με τους Πόε και Χώθορν. «Ο Ραμπελαί ήταν ίσως ο μεγαλύτερος από όλους τους λόγιους με εγκυκλοπαιδικές γνώσεις» λέει κάποια στιγμή ο χαρακτήρας Λίψιους. «Και αυτός έγραψε το πιο ξεχωριστό βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ. Και τι διδάσκει στους ανθρώπους σε αυτό το βιβλίο; Προφανώς τη χαρά της ζωής…. Εκεί βρίσκεται ολόκληρο το δίδαγμά του· το έργο του είναι η εγκαθίδρυση της απόλαυσης ως τέχνης… η βασίλισσα όλων των τεχνών» (σ.285).

Το ανοίκειο και το αποτρόπαιο στους «Τρεις απατεώνες», αλλά και στο συνολικό έργο του Μάκεν δεν προκύπτει από τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης (όπως στον Ουάιλντ) -αλλά από την ίδια τη φύση, που είναι το δεύτερο δέρμα της ύπαρξης. Και τότε προφανώς το τοπίο γίνεται  προέκταση της λογοτεχνικής πλοκής, που ενίοτε είναι προσχηματική. Υπάρχει πάντοτε μία άλλη διάσταση πίσω από την πρόσοψη που όλοι αντικρίζουν. Αλλά ακόμη και τη στιγμή που οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με την «άλλη» σκοτεινή αποκάλυψη το μόνο που θέλουν δεν είναι ρεαλισμό, αλλά ένα ζευγάρι φίλτρα για να δουν κατάματα τη σαγήνη του απόκοσμου. Δεν υπάρχει καν λόγος να είναι κανείς απαισιόδοξος, λέει ο Ντάισον, σε μια εποχή παρακμής και γενικευμένης εξαθλίωσης, όπως το τέλος του 19ου αιώνα. Το θαύμα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής μέσα στη βρετανική πρωτεύουσα:

Ο Άρθουρ Μάχεν

«Μπροστά μας ξετυλίγεται το μεγαλύτερο θέαμα που έχει δει ο κόσμος -το μυστήριο των αμέτρητων, ατέλειωτων δρόμων, οι παράξενες περιπέτειες που δίχως αμφιβολία προκύπτουν από την περίπλοκη σύγκρουση ποικίλων συμφερόντων. Υποστηρίζω πως όποιος έχει βρεθεί σε κάποιο προάστιο το μεσημέρι και έχει δει τους δρόμους να απλώνονται αστραφτεροί, άδειοι και έρημοι ολόγυρά του δεν έχει ζήσει μάταια. Αυτό το θέαμα στην πραγματικότητα είναι πιο θαυμαστό από οποιαδήποτε άποψη της Βαγδάτης ή του ξακουστού Καΐρου».

Τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται μέσα στο μυθιστόρημα, ενώ το ίδιο διαθέτει αρκετά στρώματα κάτω από αυτό που δείχνει. «Το θέμα είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται (σ.σ.: «the plot thickens» στο πρωτότυπο)· τα βήματά μας αποδώ και πέρα θα τα καταδιώκει το μυστήριο, και τα πιο κοινότοπα συμβάντα θα βρίθουν νοήματος» λέει ξανά ο Ντάισον στον κ.Φίλιπς δίνοντας ακουσίως ένα «κλειδί» στον αναγνώστη. Οι νεράιδες του βρετανικού φολκλόρ γίνονται εδώ μια φυλή από αρχαίους τρωγλοδύτες, τους Μικρούς Ανθρώπους, η ηλικία των οποίων χάνεται στο γεωλογικό παρελθόν της Γης. Οι συνομιλητές των δύο ηρώων στήνουν ένα δίχτυ ερήμην τους. Και η ίδια η εξιστόρηση γίνεται ένα σχόλιο του Μάκεν για το βάσανο της δικής του τέχνης. «Όταν έχω γράψει μια φράση που ενσαρκώνει μια αξιόλογη σκέψη, συνειδητοποιώ πως είναι ενδεδυμένη με αδύναμες κοινοτοπίες· και όταν το ύφος είναι καλό, το μόνο το οποίο εξυπηρετεί είναι η απόκρυψη της γύμνιας των παρωχημένων ιδεών μου» εξομολογείται ο φίλος του Ντάισον, ερημίτης συγγραφέας Ράσελ.

Το βιβλίο «Οι τρεις απατεώνες» εντάσσεται στη νέα σειρά «Tenebrae», την οποία επιμελείται ο Χ. Τσαπραΐλης, με τίτλους κορυφαίων συγγραφέων, που διαμόρφωσαν τον τρόμο όπως τον ξέρουμε σήμερα. Η αρχή έγινε με τα βιβλία της Σίρλεϊ Τζάκσον «Η λοταρία» και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο», ενώ αναμένεται το έργο του Μ.Ρ.Τζέιμς.