Δεν μπορώ να αντέξω τον πειρασμό και θα μεταφέρω εδώ όσα έγραφα για τον «Γυάλινο κόσμο» του Τ. Ουίλιαμς το 1978, όταν ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο.

«Ο Τεν. Ουίλιαμς είναι ένας χαρακτηριστικός, θα ’λεγα τυπικός, εκπρόσωπος της αμερικανικής οπτικής για τον κόσμο. Παιδί που μεγάλωσε με το αμερικανικό όνειρο, το οποίο εξελίχτηκε σε εφιάλτη, παιδί του ρατσιστικού Νότου, του πουριτανισμού, της ποτοαπαγόρευσης, του Κραχ, του απομονωτισμού, των ταινιών του Κάπρα αλλά και του Τσάπλιν, ο Ουίλιαμς παλεύει να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο άγριου ανταγωνισμού, όπου το άτομο συνθλίβεται μέσα σ’ έναν ακοίμητο καλπασμό για την απόκτηση δολαρίων. Ένα παιδί που παραπαίει ανάμεσα στο θρύλο του αυτοδημιούργητου Ουέστ και στη μοναξιά που παραμονεύει όποιον ξεκόψει από το κοπάδι. Ο Ουίλιαμς έκανε θέατρο τον ευνουχισμένο Αμερικανό, που πίστεψε πως ο Έμερσον θα νικήσει τον Ουίλιαμς Τζέιμς, ο ιεραποστολικός ανθρωπισμός τον πραγματικό. Έτσι, ανάμεσα στην αφέλεια του συναισθήματος και στην κτηνωδία του ωφελιμισμού η γη της επαγγελίας γέμισε ναυάγια: οι ήρωες του Ουίλιαμς.


«ΤΑ ΝΕΑ», 25.10.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Η πινακοθήκη των ναυαγίων που κατασκεύασε ο Ουίλιαμς άρχισε την εποχή που έπεσε η βόμβα στη Χιροσίμα και τέλειωσε με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Μεσουράνησε την εποχή του Μακαρθισμού, τότε που δεκάδες συγγραφείς της περασμένης γενιάς κάθισαν στο σκαμνί για να λογοδοτήσουν για όσα επικίνδυνα σκευωρούσαν σε βάρος του αμερικανικού λαού! Οι μεθυσμένες πόρνες, οι ναρκομανείς, οι ερωτικά ιδιόρρυθμοι, οι πουριτανές δεσποινίδες με τις αναστολές τους, οι λεπταίσθητοι ποιητές, οι ρατέδες (σ.σ. αποτυχημένοι, ξοφλημένοι) που αναζητούσαν σαδομαζοχιστικά συγκινήσεις, στα έργα του Ουίλιαμς, θριάμβευσαν την ίδια εποχή στο Μπροντγουέι. Δεν ενόχλησαν τους εθνικόφρονες εκκαθαριστές. Αντίθετα τους βόλευσαν, γιατί μιλούσαν για ψυχές, για απολωλότα πρόβατα, για ξεκομμένα άτομα, για κλινικές περιπτώσεις».


Το 1980 εξάλλου έγραφα: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο χρόνος είναι η δεσπόζουσα στις σκηνικές συμφωνίες του Τεν. Ουίλιαμς· πράγματι η καταδαμάζουσα ισοπεδωτική δύναμή του κατατρώγει όλες τις υπάρξεις του, ιδιαίτερα τις θηλυκές, ανδρικές και γυναικείες. Νομίζω πως ο χρόνος στον Αμερικανό συγγραφέα δεν έχει ούτε την κλασική ούτε τη ρομαντική διάσταση. Δεν είναι ούτε η οντότητα των τραγικών ούτε η θύελλα, η φυσική ροή, η ανεμική του σαιξπηρικού θεάτρου. Δεν είναι καν ο φθονερός Γέρων, εχθρός πάσης μνήμης, του Κάλβου. Είναι ο χρόνος που μετριέται με τη στιγμή, ο ποσοτικός, ο βιολογικός, ταυτισμένος με την ηλικία της σάρκας. Ο χρόνος στα έργα του Ουίλιαμς δεν είναι μεταφυσικός, δεν είναι οντολογική αρχή· είναι υπαρξιακή αγωνία.


»Γι’ αυτό και ταυτίζεται με την ατομική ευτυχία ή ατυχία, με την επιτυχία ή την αποτυχία· είναι ο χρόνος της Αμερικής, ένας χρόνος χωρίς μυθικό αποτύπωμα, χωρίς ιστορία. Ένας χρόνος αφιλοσόφητος και γι’ αυτό σπαρακτικός.


»Η Αμερική είναι μία χώρα χωρίς ιστορία, δηλαδή χωρίς μνήμη, για τούτο και κατέφυγε στην κατασκευή του μελλοντικού ονείρου, που δεν ήταν τίποτε άλλο από την πανοπλία μιας υλικής ισχύος, που αυτοβεβαιώνεται ως βία και εκφράζεται ως αυτάρκεια. Η αυτάρκεια ή η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας τρέφει την αλαζονεία και την πρόκληση. Ο άνθρωπος που μεγαλώνει μέσα στο κλίμα του πραγματισμού και που ταυτίζει το ηθικό με το χρήσιμο και το αναγκαίο με το ωφέλιμο, όταν βρεθεί μπροστά σε μια αδιέξοδη πραγματικότητα αιτιάται τον εαυτό του· νιώθει αποτυχημένος και για τούτο άχρηστος και κατά συνέπεια υπαρξιακά απών».

*Αυτά έγραφε, μεταξύ άλλων, ο αείμνηστος Κώστας Γεωργουσόπουλος σε κριτικό άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 25 Οκτωβρίου 1988. Το κείμενο του, υπό τον τίτλο «Ο εύθραυστος χρόνος», είχε συνταχθεί με αφορμή την παράσταση του περίφημου «Γυάλινου κόσμου» του Τενεσί Ουίλιαμς, που είχε ανεβάσει τότε το «Απλό Θέατρο», με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Χρήστο Πολίτη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.


Ο μέγας θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς (Τόμας Λένιερ Ουίλιαμς ήταν το πραγματικό όνομά του) γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1911 στο Κολόμπους του Μισισιπή και απεβίωσε τη νύχτα της 24ης προς την 25η Φεβρουαρίου 1983, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης.