Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων: Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Β’. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, έπειτα από το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας, η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα

Μετά την κηδεία του τέως βασιλιά παρουσιάζουμε το Θ’ και τελευταίο μέρος των ιστορικών γεγονότων, όπως τα κατέγραψε ο δημοσιογράφος Γ. Μαλούχος.

Οταν ο διάδοχος του θρόνου Πρίγκιπας Παύλος και η μέλλουσα σύζυγός του Γερμανίδα πριγκίπισσα Φρειδερίκη πατούσαν επιτέλους στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού της Αθήνας έπειτα από ένα μακρύ χειμωνιάτικο ταξίδι, το από πολύ ώρα παρατεταμένο άγημα άκουγε το βροντερό πρόσταγμα “Προσοχή!!”.

Και στεκόταν προσοχή, για να αποδώσει τις δέουσες τιμές στον διάδοχο του θρόνου και στη μέλλουσα σύζυγό του. Εγινε η υποδοχή που προέβλεπε το πρωτόκολλο, μπήκαν στα αυτοκίνητα και ξεκίνησαν για το παλάτι. Ομως, όσο περνούσαν ανάμεσα στους παρατεταγμένους στρατιώτες, ξαφνικά, κάποιος από αυτούς κάτι είπε και… έκλεισε και το μάτι στη μέλλουσα πριγκίπισσα διαδόχου και βασίλισσα της Ελλάδος – το οποίο εκείνη αν και δεν κατάλαβε, τα έχασε από το γεγονός ότι συνέβη.

Ο Παύλος, πάλι, γέλασε με την καρδιά του. Το άκουσε, γιατί ο χώρος ήταν στενός στο σημείο και οι αποστάσεις ελάχιστες. Στο αυτοκίνητο προς το κέντρο, η Φρειδερίκη ρώτησε τον Παύλο τι ήταν αυτό το αδιανόητο περιστατικό που θα ήταν εντελώς αδύνατον να συμβεί ποτέ στη Γερμανία: να απευθύνει ένας στρατιώτης του αγήματος το λόγο σε πριγκίπισσα. Ναι, αλλά και τι της είπε;

Η κούκλα

Ο Παύλος και πάλι γέλασε: “Τι κούκλα είσαι εσύ παιδί μου…” ήταν η απάντηση. Η Φρειδερίκη έμεινε στήλη άλατος. Τόσο, που ίσως να σκέφτηκε ότι ετοιμαζόταν για το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της… Ομως, τον Παύλο, τον λάτρευε. Αλλά της ήταν αδιανόητο: κάτι σαν αυτό ουδέποτε θα περνούσε καν από την άκρη του μυαλού ενός Γερμανού στρατιώτη να το ξεστομίσει μπροστά σε εστεμμένους, την ώρα μάλιστα που παρέθετε όπλα.

Χωρίς να το γνωρίζει, εκείνος ο στρατιώτης, είχε κάνει ένα μεγάλο δώρο στη Γερμανίδα πριγκίπισσα: της είχε πει για την Ελλάδα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και από την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στην Αθήνα, τόσα πολλά για την ανυπότακτη ελευθεριακή ελληνική ιδιοσυγκρασία, όσα δεν θα της έλεγαν όλοι οι υπόλοιποι συνομιλητές της όλες τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα έμενε σε αυτή τη χώρα ως πριγκίπισσα διαδόχου, ως βασίλισσα, ως βασίλισσα μητέρα.

Ομως, εκείνη, αν και το κατανόησε – ήταν έξυπνη η Φρειδερίκη – δεν το κατανόησε τόσο, ώστε να προσαρμοστεί η ίδια στην ιδιαιτερότητα της Ελλάδας και των Ελλήνων: πίστεψε, αφελώς, ότι θα μπορούσε να προσαρμοστεί ένας ολόκληρος λαός και ένας τόπος σε εκείνην.

Η βασιλεία του Γεωργίου του Α’

Ο Γεώργιος Α’, ο αρχηγός του δεύτερου ελληνικού θρόνου μετά από εκείνον του Οθωνα, ήταν ένας καλός βασιλιάς: έμεινε στον θρόνο του ακριβώς μισόν αιώνα και η βασιλεία του συνδέθηκε με εποχές εθνικής ολοκλήρωσης: ήρθε στην Ελλάδα και μαζί “ήρθαν” και τα Επτάνησα, ενώ, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά την εκεί είσοδο του ελληνικού στρατού στο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων – επέμενε να κινείται χωρίς φρουρά. Οταν ήρθε, λίγο μετά την έξωση του Οθωνα, ο Γεώργιος Α’ βρέθηκε στα Επτάνησα για την τελετή ενσωμάτωσης των νησιών στον ελληνικό εθνικό κορμό. Ασφαλώς, δεν μιλούσε λέξη ελληνικά.

Ομως, στο λιμάνι της Κέρκυρας, όπου αποβιβάστηκε, οι Κερκυραίοι τον περίμεναν με τεράστια λαχτάρα έπειτα από αιώνες που περίμεναν και να εκπληρωθεί αυτός ο πόθος. Και του είχαν ετοιμάσει μία υποδοχή μετά μουσικής: του τραγούδησαν το έργο των συμπατριωτών τους Νικολάου Μάντζαρου και Διονυσίου Σολωμού “Υμνος εις την Ελευθερίαν”: “Σε γνωρίζω από την όψη…” Ο Γεώργιος δεν κατάλαβε λέξη από αυτό που άκουσε. Ομως τον συνεπήρε τόσο πολύ, που αμέσως έδωσε εντολή να είναι αυτή η μουσική που θα ακούγεται εφεξής σε όλες τις επίσημες τελετές του ελληνικού κράτους. Λίγους μήνες αργότερα, το έργο αυτό έγινε και επισήμως ο ελληνικός εθνικός ύμνος.

Οσα έχτισε ο λιαν μετριοπαθής Γεώργιος μέσα σε πενήντα χρόνια, κατάφερε να τα γκρεμίσει ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Α’ μέσα σε ελάχιστο κλάσμα αυτών, όταν έφερε στον τόπο τον Εθνικό Διχασμό, επιμένοντας να επιβάλλει άλλη πολιτική στη χώρα από εκείνη που είχε αποφασίσει ο νόμιμος πρωθυπουργός της (και εμπνευστής και νικητής των Βαλκανικών Πολέμων που την είχαν ήδη διπλασιάσει…) Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι η συγγένειά του με τον Κάιζερ της Γερμανίας ήταν αρκετή για να κάνει την Ελλάδα να λάβει στάση ουδετερότητας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που στην πράξη βέβαια θα σήμαινε τελικά στάση υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών: της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και, βέβαια, της συμμάχου τους Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Βενιζέλος, ορθώς από κάθε άποψη αντέδρασε: και συνταγματικά αλλά και γεωπολιτικά.

Ο Κωνσταντίνος διέλυε εντελώς απερίσκεπτα μέσα σε χρόνο μηδέν και χωρίς να λογοδοτεί πουθενά τη δημοκρατία στην Ελλάδα αλλά και έθετε σε άμεσο κίνδυνο τις συμμαχίες της χώρας, που με τόσο κόπο είχαν οικοδομηθεί και τόσα πολλά της είχαν αποδώσει. Ο Εθνικός Διχασμός ήταν, ουσιαστικά, ένας πρώτος Εμφύλιος Πόλεμος. Ο οποίος έληξε με ήττα του Κωνσταντίνου, κάτι που διέσωσε την Ελλάδα στο επίπεδο των συμμαχιών της. Ομως το κακό είχε ήδη αρχίσει. Αλλα οι εκλογές του 1920, ανατρέπουν τα πάντα. Και όσα δεν έγιναν σε εκείνη τη σύγκρουση του ’15, γίνονται τώρα: αποτέλεσμα, η φοβερή εθνική καταστροφή της Μικράς Ασίας, αλλά και μία διαρκής πλέον εσωτερική συγκρουσιακότητα που δεν θα έπαυε πια.

Ο Εμφύλιος

Σαν να είχαν βγει περίπου από καρμπόν, τα γεγονότα εξελίχθηκαν σε άλλο πλέον μοτίβο και με άλλους πρωταγωνιστές μερικές δεκαετίες αργότερα, στον Εμφύλιο Πόλεμο του ’46 – ’49. Πάλι το γεωπολιτικό ζήτημα, πάλι οι διεθνείς ισορροπίες και η τοποθέτηση της Ελλάδας σε αυτές το κυρίαρχο θέμα. Και νικητής στο τέλος, ο.. Τίτο: γιατί αυτός ήταν που έδωσε τελικά την νίκη, καθώς μόνον μετά από τη σύγκρουσή του με τη Μόσχα και την απόφασή του να κλείσει τα σύνορα στον Δημοκρατικό Στρατό κατάφερε να τον νικήσει ο Εθνικός Στρατός με τη μεγάλη βοήθεια της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής υπό τον στρατηγό Βαν Φλιτ, βοήθεια κρίσιμη ιδίως σε ορεινές μετακινούμενες πυροβολαρχίες. Μέχρι τότε, είχαν αλλάξει μια σειρά από στρατηγοί λόγω αποτυχιών.

Ο Παύλος, πατέρας και προκάτοχος του Κωνσταντίνου Β’ που βρισκόταν πλέον στον θρόνο, μετά από τον Γεώργιο Β’, τον πιο ψυχρόαιμο, ατσάλινο και αντιπαθή βασιλιά που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα, βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, το Σύνταγμα του 1952, αν και δημοκρατικό, έδινε ουσιώδεις εξουσίες παρεμβάσεις στο στέμμα, ιδίως ως προς την έγκριση των μελών του υπουργικού συμβουλίου: ήταν ένα Σύνταγμα των καιρών του. Και ο πρώτος που το αμφισβήτησε ήταν, το 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που θέλησε να περιορίσει τέτοιου είδους εξουσίες. Η σχέση του με τον θρόνο πολύ γρήγορα πάγωσε.

Οι συγκρούσεις με τους πρωθυπουργούς

Εδώ λοιπόν, υπάρχει μία αλήθεια που πρέπει κάποτε να τολμήσουμε και να παραδεχθούμε και να αποδεχθούμε: το ελληνικό πολιτικό σύστημα, της Αριστεράς εξαιρουμένης, κάθε άλλο παρά στάθηκε απέναντι στον θρόνο και στις παρεμβάσεις του, ακόμα και μετά το τέλος του Εμφυλίου. Δεν ήταν όπως σήμερα: το πολιτικό σύστημα ήθελε επαφή, ήθελε σχέση με τον θρόνο, ήθελε την εύνοιά του, ήθελε να είναι κοντά του και να τον επηρεάζει. Δεν είχε δηλαδή, σε γενικές γραμμές, και μεγάλη δυσανεξία στην εμπλοκή του με τα πολιτικά πράγματα.

Και, αυτό, παρά το γεγονός ότι το παλάτι συγκρούστηκε τελικά και με τους δύο ισχυρότερους πρωθυπουργούς της μετεμφυλιακής περιόδου: και με τον Παπάγο και με τον Καραμανλή. Μέχρι τότε δεν άλλαξε τίποτα. Οι συγκρούσεις αυτές έγιναν επί Παύλου. Και έγιναν με δύο δεξιούς πρωθυπουργούς. Αλλαξε, όταν είχαμε πρώτα δύο δομικές μεταβολές: όταν η επόμενη σύγκρουση έγινε πλέον επί του νεαρού βασιλέως Κωνσταντίνου και όχι πια με έναν δεξιό, αλλά με τον κεντρώο Γεώργιο Παπανδρέου: τον τρίτο ισχυρό πρωθυπουργό της μετεμφυλιακής Ελλάδας και, επίσης τον τρίτο που συγκρουόταν με τον θρόνο.

Το ελληνικό στέμμα δεν στάθηκε στο ρόλο του όπως εκείνα των δυτικών, ιδίως των βόρειων, μοναρχιών. Βέβαια, εκείνα δεν αντιμετώπισαν Διχασμούς και Εμφυλίους. Δεν βρέθηκαν μπροστά στον κίνδυνο να παραβιαστεί στο έδαφός τους η παγκόσμιας ισχύος μεταπολεμική Συμφωνία της Γιάλτας. Και, επίσης, οι συνταγματικοί νομοθέτες των κρατών τους, δεν τους εξόπλισαν οι ίδιοι με συντάγματα που να τους… προσκαλούν να διαδραματίσουν ρόλο στην πολιτική ζωή. Το ελληνικό κουβάρι ήταν αξεδιάλυτο. Και στις ατραπούς του έπιασε τεράστιους ηγέτες σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Είναι απλώς εντελώς εξωπραγματικό να πιστεύει κανείς ότι όλο αυτό θα μπορούσε να το βάλει στη θέση του ο 25χρονος τότε Κωνσταντίνος. Γι αυτό άλλωστε και δεν πρέπει να μείνει κανείς στα πρόσωπα, αλλά στο πολίτευμα: το ζήτημα δεν είναι ο “καλός” ή ο “κακός” βασιλιάς. Γιατί πάντα μετά και από τον “καλύτερο” (λχ Γεώργιο Α’) νομοτελειακά, θα έρθει κάποτε ο χειρότερος (Κωνσταντίνος Α’). Το πρόβλημα είναι το σύστημα. Που κατά κανένα τρόπο δεν είναι κατάλληλο ειδικά για μία χώρα σαν την Ελλάδα. Και που έχει λόγο που δεν “έδεσε” ποτέ αλλά, αντίθετα, συνδέθηκε πάντοτε με μύριες όσες τραγωδίες. Ενα πολίτευμα το οριστικό και αμετάκλητο τέλος του οποίου ήρθε το 1974. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο ουδείς αμφιβάλλει. Κάθε άλλη συζήτηση, είναι απλώς γελοία.

Είναι ατέλειωτα εκείνα που μπορώ να θυμηθώ από τις αφηγήσεις του αποθανόντος πλέον τέως βασιλέως Κωνσταντίνου για το βιβλίο “Βασιλεύς Κωνσταντίνος ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ” που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2015 με “ΤΟ ΒΗΜΑ” και τώρα μόλις επανεκδόθηκε πάλι με “ΤΟ ΒΗΜΑ” και πάλι κατέγραψε πολύ μεγάλη επιτυχία με τον πρώτο τόμο να εξαντλείται την Κυριακή που μας πέρασε. Θα αναφέρω, απλώς, εντελώς ενδεικτικά εδώ, τα δύο παρακάτω:

Η φιλοξενία του Τίτο

Λίγο πριν από μία παρτίδα σκάκι, ο Παύλος, που μετά το τέλος του Εμφυλίου φιλοξενούσε συχνά τον Τίτο στην Κέρκυρα στη δεκαετία του ’50 και τον πρόσεχε ως κόρην οφθαλμού, κατάλαβε μια φορά ότι ερχόταν θύελλα. Είχε δει την ένωση δύο συστατικών που μπορούσαν να φτιάξουν μία βόμβα: ο Τίτο που δεν άντεχε να τον νικήσει κανείς στο σκάκι και πίστευε ότι το χε αλλά δεν το χε και ο Κωνσταντίνος που το χε και ήταν ασυγκράτητος μικρός σίφουνας. Του μίλησε του μικρού πρίγκιπα διαδόχου, αλλά που να ακούσει το δεκάχρονο – δωδεκάχρονο, με το 100% ελληνικό DNA από τον πατέρα του και το 0% από τη Γερμανίδα μητέρα του.

Αποτέλεσμα; Τον τίναξε στον αέρα τον Τίτο στο σκαλί ο μικρός… Ο Τίτο έγινε έξαλλος και έτρεχε ο Παύλος να τον ηρεμήσει. Δεν ήξερε να χάνει: στη Γιουγκοσλαβία ήταν πράγματι αήττητος: ο τελευταίος που δεν είχε καταλάβει ότι ο Τίτο δεν νικιέται στο σκάκι είχε καταλήξει κάπου που δεν ήξερε κανείς που ήταν αυτό με ένα μόνο νεύμα του. Ο Παύλος κατσάδιασε τόσο τον Κωνσταντίνο, που μάλλον δεν ξανακούμπησε έκτοσε σκακιέρα…

Ο Κωνσταντίνος επί χούντας είχε πάει στον Τζόνσον. Μόλις απογειώθηκε να φύγει από την Αμερική, μόλις βγήκε το αεροσκάφος του από τον αμερικανικό εναέριο χώρο, ο θρυλικός πιλότος Ιωαννίδης, του Κωνσταντίνου και του Ωνάση, του έστειλε από το πιλοτήριο έναν σφραγισμένο φάκελο με την ένδειξη “απόρρητο”. Ο Κωνσταντίνος τον άνοιξε. Ηταν ένα μήνυμα από τον Λευκό Οίκο, υπογεγραμμένο με τα αρχικά του Τζόνσον, χωρίς την ιδιότητά του: “Αν προχωρήσετε με τους συνταγματάρχες, είμαι μαζί σας”.

Ο Κωνσταντίνος τα ‘χασε. Ηταν ένας πρωτοφανής χειρισμός, ειδικά μετά από τόση συζήτηση στον Λευκό Οίκο, όπου ο Κωνσταντίνος είχε ζητήσει να μην είναι η επίσκεψη state visit για να μην φανεί ότι αναγνωρίζει τη δικτατορία ταξιδεύοντας στη Ουάσιγκτον κανονικά ως αρχηγός κράτους υπό ομαλές συνθήκες. -“Που είναι αυτό το μήνυμα; Υπάρχει; Το έχετε; Αυτό αλλάζει άρδην την ελληνική ιστορία” του είπα όταν μου το αποκάλυψε. Δεν υπήρχε. Είχε μείνει στο Τατόι, στο γραφείο του, όταν έφυγε στις 13 Δεκεμβρίου του ’67…

Οταν εστιάζεις σε ένα πρόσωπο, ακόμα κι αν όλα όσα πεις είναι 100% ακριβή, και πάλι, έχεις δώσει μία παραπλανητική, σε ένα βαθμό, εικόνα της πραγματικότητας της εποχής. Επειδή αυτή δεν είναι χτισμένη γύρω από ένα πρόσωπο – όποιο κι αν είναι αυτό. Οπότε, είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή με γνησιότητα όσο ορθά κι αν το προσεγγίσεις. Γιατί την ίδια στιγμή πλήθος άλλες δυνάμεις αλληλεπιδρούν και τη διαμορφώνουν. Και επειδή εδώ δεν είναι ο σκοπός, ούτε υπάρχει η δυνατότητα να γίνει μία τέτοια σύνθεση, ας επιχειρήσουμε να πάμε απ’ ευθείας σε ένα δια ταύτα:

Ο Κωνσταντίνος και το πολιτικό περιβάλλον

Ο Κωνσταντίνος έζησε και έδρασε ως βασιλιάς σε ένα σαρκοβόρο και αδίστακτο πολιτικό περιβάλλον που λεγόταν μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ενα περιβάλλον που είχε καταφέρει να επικρατήσει σε τεράστιες μορφές της ελληνικής πολιτικής ζωής. Δεν θα αναφερθώ εδώ λχ στον γηραιό πρωθυπουργό Πλαστήρα που είχε δώσει ρητή εντολή να μην εκτελεστεί ο Μπελογιάννης και έμαθε από τις εφημερίδες ότι τελικά εκτελέστηκε αν και τον είχαν διαβεβαιώσει οι δικοί του ότι δεν επρόκειτο να συμβεί. Θα αναφερθώ στον Κ. Καραμανλή που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στην τραγωδία της υπόθεσης Λαμπράκη, ή στον Γέρο της Δημοκρατίας που βρέθηκε μπροστά στην Αποστασίας, για μία όψη της οποίας όμως ουδέποτε μιλά κανείς: ο “Γέρος” ήταν εκείνος που είχε επιλέξει τους βουλευτές που τον πρόδωσαν. Για τα λεφτά; Ισως. Μάλλον όχι μόνον γι αυτό όμως. Πάντως, ήταν δικές του επιλογές.

Επίσης δεν έχει γίνει κατανοητό ότι αυτή η κρίση, του ’65, είχε πια ξεπεραστεί όταν πήγαινε η χώρα προς τις εκλογές του Μαΐου 1967. Ο Κωνσταντίνος και ο Γέρος είχαν από καιρό ήδη ξανά βρεθεί σε ήρεμα μεταξύ τους νερά. Είχε κλείσει εκείνο το κεφάλαιο. Κάτι ακόμα: ο “Γέρος”, ως πρωθυπουργός, είχε δεχθεί εντονότατη εισήγηση να απομακρύνει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο από το Επιτελείο μετά το περιστατικό με τη ζάχαρη στον Εβρο και είχε διαβάσει τον φάκελό του: είχε θεωρηθεί επικίνδυνος για τη δημοκρατία και για την εθνική ασφάλεια. Και δικαίως. Ομως ο “Γέρος” αγνόησε εντελώς την εισήγηση.

Γιατί; Επειδή η καταγωγή του Παπαδόπουλου ήταν δίπλα απ’ το χωριό του, το Καλέτζι της Αχαΐας. Αυτό, αρκούσε να σβήσει τα πάντα… Και κάτι τελευταίο: Ο Μίκης Θεοδωράκης, ιδρυτής και πρόεδρος των “Λαμπράκηδων” αγαπούσε τον “Γέρο” – και τον αγαπούσε κι αυτός. Εν όψει της νίκης του Κέντρου, ο Μίκης είχε ζητήσει από τον μακαρίτη τον Ανδρέα Λεντάκη να συντάξει έναν κατάλογο με όλες τις παρακρατικές ομάδες που είχαν στοιχεία γι αυτές και τη δράση τους.

Οταν πήγαν λοιπόν οι “Λαμπράκηδες” να τον συγχαρούν για τη μεγάλη νίκη του, ο “Γέρος” τους δέχθηκε όλο χαρά. Αλλά μόλις ο Μίκης του έδωσε τον κατάλογο και του εξήγησε τι είναι, θυμόταν με φοβερή απορία – και λύπη – πώς ξαφνικά ο “Γέρος” κατσούφιασε, τον πέταξε τον κατάλογο σε ένα γραφείο και είπε, άλλος άνθρωπος πια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα “καλά, καλά, ας τα τώρα αυτά…” Τι ήταν άραγε τα λάθη του Κωνσταντίνου δίπλα σε όλα τα παραπάνω – και σε πολλά άλλα;

Οι ευθύνες του τέως Βασιλιά

Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου δεν σβήνουν. Σε καμία περίπτωση. Και υπήρξαν καθοριστικές. Καλώς ή κακώς, ήταν ο βασιλιάς. Αλλά πρέπει να μπουν στο πραγματικό τους πλαίσιο. Και, κυρίως, δεν μπορούν να γίνουν ο μανδύας που θα κρύψει από κάτω του τις ευθύνες όλων των άλλων. Επειδή όλοι έκαναν λάθη. Μεγάλα λάθη. Γιατί; Επειδή όλοι λειτούργησαν σε ένα τρομερό περιβάλλον που δεν μπορούσε να το ελέγξει κανείς και που σεν υπάκουε σε κανέναν κανόνα δημοκρατίας. Ενα περιβάλλον που δεν γνώριζε από συνταγματικά όρια και από νομιμότητα. Οι παραφυάδες του ήταν ατέλειωτες, εντός και εκτός Ελλάδος. Και, ακόμα και σήμερα, δεν έχουν εξιχνιαστεί πλήρως.

Δεν ήταν λοιπόν θέμα Κωνσταντίνου – αν θέλει κανείς να είναι αναλυτικά και ιστορικά τίμιος. Ηταν θέμα μετεμφυλιακής ανωμαλίας που συνεχιζόταν και θεσμικά και πολιτικά. Το παλάτι όμως ήταν πρόβλημα επειδή είχε πάρει το ρόλο από εκεί να ξεκινούν και εκεί να καταλήγουν όλα. Εναν ρόλο που μπορεί ο πολύπειρος Παύλος να τον έφερε εις πέρας, αλλά που ο Κωνσταντίνος ήταν ασφαλώς αδύνατον πια να το πράξει. Και έτσι, οι κεραυνοί της ιστορίας, μαζεμένοι από χρόνια μέσα σε μαύρα σύννεφα που περίμεναν ακόμα την ώρα να εκραγούν, έπεσαν πλέον όλοι επάνω του. Και, κάποτε, ήρθε το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα.

Και, αυτή τη φορά, ήταν το οριστικό. Η ανωμαλία τελείωσε όταν τελείωσε το μετεμφυλιακό περιβάλλον στην Ελλάδα. Και αυτό στην πραγματικότητα συνέβη τον Δεκέμβριο του 1974, με τη νέα αρχή που έκανε ο μαρτυρικός αυτός τόπος…

ΤΕΛΟΣ Θ’ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕΙΡΑΣ

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ συνεργάστηκε με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, το τρίτομο έργο ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ που εκδόθηκε το 2015 από ΤΟ ΒΗΜΑ και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών