Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων

Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Β’. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, έπειτα από το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας, η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα

Ακολουθεί το τρίτο μέρος της ιστορίας του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου

Ηταν μία σύγχρονη ελληνική τραγωδία: όλα όσα εξελίχθηκαν στην Ελλάδα από την 15η Ιουλίου 1965 μέχρι και τα χαράματα της 21ης Απριλίου 1967 και οδήγησαν σχεδόν νομοτελειακά στο θάνατο της δημοκρατίας στη χώρα οδηγώντας τη δεκαετίες πίσω, συμπαρέσυραν μαζί τους πρώτους απ’ όλους τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των εναρκτήριων γεγονότων εκείνης της μοιραίας καλοκαιρινής ημέρας.

Στο τέλος αυτής της αντίστροφης μέτρησης προς την καταστροφή, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ουσιαστικά δέσμιος των επίορκων συνταγματαρχών και, λίγο αργότερα, αναγκασμένος να εγκαταλείψει την Ελλάδα και τον θρόνο, για πάντα όπως αποδείχθηκε, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν από τους πρώτους που φρόντισε να συλλάβει η χούντα. Εφυγε λίγο αργότερα από τη ζωή, με την κηδεία του να μετατρέπεται στην πρώτη και για μεγάλο διάστημα τη μόνη λαϊκή εκδήλωση δυσαρέσκειας εναντίον της δικτατορίας, η οποία είχε επιβληθεί σε μία χώρα που έμοιαζε πλέον ότι οι δομές εξουσίας της έκαναν το παν για να την οδηγήσουν στο χάος.

Τα γεγονότα είναι γενικές γραμμές γνωστά, αν και πάλι κάποιες “λεπτομέρειες” έχουν μεγάλη σημασία: Την 15η Ιουλίου 1965 ο Κωνσταντίνος, έπειτα από μία δραματική συζήτηση με τον πρωθυπουργό στο παλάτι, τον οδηγεί σε παραίτηση. Ομως, υπάρχει μία διχογνωμία: σύμφωνα με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, εκείνος δεν του είχε ζητήσει να φύγει από την εξουσία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ο Γεώργιος Παπανδρέου πήγε την κρίση στα άκρα. Στην κατ’ ιδίαν συζήτησή τους μόνον εκείνοι γνώριζαν τι ακριβώς είχαν πει.

Πάντως, ακόμα κι αν η πρόθεση του Κωνσταντίνου δεν ήταν να διώξει τον πρωθυπουργό του, οι πράξεις του μιλούσαν αλλιώς: είχαν προηγηθεί οι τρεις διαβόητες επιστολές του προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, με τις οποίες είχε περάσει ήδη την κόκκινη γραμμή και, ούτως ή άλλως, θα μπορούσαν άνετα να θεωρηθούν επαρκείς ως αιτίες για παραίτηση του “Γέρου” με ευθύνη του βασιλέως, ακόμα και αν δεν ήταν αυτός ο στόχος του τελευταίου. Το ζήτημα που είχε εγερθεί αφορούσε στο αν ο πρωθυπουργός μπορούσε ή όχι να αναλάβει ο ίδιος και το υπουργείο Αμύνης, καθώς, την ίδια στιγμή, ο γιος του Ανδρέας Παπανδρέου, βρισκόταν υπό έρευνα για την πολύκροτη υπόθεση “ΑΣΠΙΔΑ”: μία ιστορία συνωμοσίας στο στράτευμα, αληθή κατ΄ άλλους, ανύπαρκτη κατά τους υπόλοιπους, κατασκευασμένη για να καταστρέψει και τον ταχύτατα ανερχόμενο Ανδρέα αλλά και τον “Γέρο”.

Η άποψη του βασιλιά

Ποια ήταν η θέση του Κωνσταντίνου; Οτι με την έρευνα για ένα τέτοιο ζήτημα σε εξέλιξη, δεν ήταν ορθό να αναλάβει και υπουργός άμυνας ο ίδιος ο πρωθυπουργός και πατέρας του ερευνώμενου. Είχε δικαίωμα να έχει οποιαδήποτε άποψη επί του θέματος; Κι όμως, σύμφωνα με το ισχύον τότε Σύνταγμα του 1952, ο αρχηγός του κράτους ενέκρινε τον κατάλογο των υπουργών. Αυτό είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά σε εντελώς άλλο κλίμα και με διαφορετικό τρόπο: οι μετεμφυλιακοί πρωθυπουργοί του μετεμφυλιακού εκείνου συντάγματος ούτε ήθελαν, ούτε είχαν λόγο να έρθουν σε σύγκρουση με τον θρόνο.

Και μοιράζονταν τις απόψεις του βασιλέως Παύλου, γιατί εκείνος ήταν ο αρχηγός του κράτους καθ’ όλη αυτή την περίοδο, για τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου τους. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο Παύλος είχε αντιρρήσεις. Οσες εξ αυτών διατυπώθηκαν και έγιναν γνωστές, λύθηκαν αμέσως και σε συμφωνία με τους πρωθυπουργός πριν από την τυπική έγκριση των καταλόγων των μελών του εκάστοτε υπουργικού συμβουλίου. Αυτό προέβλεπε το εν ισχύ Σύνταγμα, έτσι λειτουργούσε στην πράξη το σύστημα και ουδείς το είχε αμφισβητήσει, ούτε είχε αυτό προκαλέσει πριν κάποιου είδους ουσιώδη κρίση.

Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν Παύλος

Ομως, τώρα όλα ήταν διαφορετικά: ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ο Παύλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν ήταν ο οποιοσδήποτε υπουργός αλλά ο πανίσχυρος πρωθυπουργός, ο Ανδρέας δεν ήταν ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος αλλά ο μετεωρικά ανερχόμενος αρχηγός της ριζοσπαστικής πλευράς του Κέντρου που είχε ήδη συγκρουστεί και με τον ίδιο τον πατέρα του, ο ΑΣΠΙΔΑ δεν ήταν μια όποια οργάνωση αλλά η επίκληση και μόνον της ύπαρξής της ή μη προκαλούσε έκρηξη. Οπότε είχαν διαμορφωθεί δύο ακραίες θέσεις: κατά τον Κωνσταντίνο, ήταν απολύτως δικαιώμά του, υποχρέωσή του να προστατεύσει την ακεραιότητα της έρευνας για τη συνωμοσία στο στράτευμα. Ως αρχηγός του κράτους προστάτευε τη δημοκρατία και ως αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων το στράτευμα.

Ο Βασιλιάς Παύλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου

Και το Σύνταγμα του 1952 ρητά του του επέτρεπε. Ο μόνος που είχε έως τότε αμφισβητήσει αυτήν τη συνταγματική πρόνοια, ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και εκεί πρέπει κανείς να ανιχνεύσει ίσως την κύρια πραγματική αιτία της μάλλον ξαφνικής ραγδαίας επιδείνωσης της σχέσης του με το παλάτι μετά το 1961, όταν ο Καραμανλής πρότεινε την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τότε, όμως, ο “Γέρος” ήταν εντελώς αρνητικός και βρέθηκε κάθετα απέναντι στον Καραμανλή, λαμβάνοντας επί της ουσίας θέση δίπλα στον θρόνο. Αν είχε στηρίξει την αναθεώρηση Καραμανλή, το 1965 θα ήταν αδύνατον να συμβεί…

Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία: μετά τη συνάντησή Κωνσταντίνου – Γεωργίου Παπανδρέου, ο τελευταίος παραιτείται αποπεμπόμενος, σε ένα παράξενο ενδιάμεσο μείγμα, ενώ την ίδια στιγμή αρχίζουν άμεσα οι διεργασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης στηριγμένης σε βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου που είχαν εγκαταλείψει πλέον τον Γεώργιο Παπανδρέου: του λεγόμενους “Αποστάτες”. Οι δύο πρώτες κυβερνήσεις τους απέτυχαν να σταθούν στα πόδια τους, σε αντίθεση με την τρίτη που μακροημέρευσε.

Ομως, από την επομένη κιόλας, την 16η Ιουλίου, η Αθήνα, η Ελλάδα, φλέγεται. Στις λαϊκές εκδηλώσεις της λαϊκής πίεσης για επιστροφή στη δημοκρατική αρχή που είχε κουρελιαστεί επί της ουσίας, εκδηλώσεις που γίνονται μαζικές και ενίοτε βίαιες, κατά ενδιαφέροντα και λίαν παράδοξο τρόπο, δεν πρωταγωνιστεί κυρίως το ίδιο το Κέντρο, αλλά, πολύ περισσότερο, η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη με ηγέτη τον ιδρυτή της Μίκη Θεοδωράκη. Οι “Λαμπράκηδες” δίνουν πλέον τον τόνο των εξελίξεων στη χώρα, ενώ σταδιακά για τους αποστάτες ο έλεγχος της κατάστασης χάνεται όλο και περισσότερο, παρά το γεγονός ότι η τρίτη κυβέρνησή τους, υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, θα μείνει στην εξουσία για περισσότερο από ένα έτος.

Η αντίστροφη μέτρηση

Το τέλος εκείνης της περιόδου έρχεται όταν πλέον έχει καταστεί εφικτό να σχηματιστεί μία κυβέρνηση με σκοπό να διεξαγάγει εκλογές: ο Κωνσταντίνος, στις 22 Δεκεμβρίου 1966 διορίζει την υπηρεσιακή κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αλλά που άντεξε λιγότερο από το αναμενόμενο, μετά την απόσυρση της εμπιστοσύνης του Γεωργίου Παπανδρέου. Ετσι, στις 3 Απριλίου 1967 διορίζει πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, διάδοχο του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αρχηγό της ΕΡΕ, σε κυβέρνηση με μόνο αντικείμενο τη διεξαγωγή εκλογών ορισμένων για την 28η Μαΐου 1967. Η Βουλή κλείνει για την προεκλογική περίοδο η οποία ήδη μετρά αντίστροφα, κάτι που καθιστά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ακόμα πιο εύκολη υπόθεση.

Αυτή η αντίστροφη μέτρηση όμως, ουδέποτε θα ολοκληρωθεί και εκείνες οι κάλπες δεν θα στηθούν: την 21 Απριλίου τα τανκς θα κατέβουν στους δρόμους της Αθήνας. Και όχι μόνον: αρκετά από αυτά, θα βρεθούν στο Τατόι, όπου ο Κωνσταντίνος θα περικυκλωθεί από τους επίορκους αξιωματικούς. Η προσωπική φρουρά του, ο ίδιος ο διοικητής της, θα τον έχει προδώσει και θα έχει ήδη συνταχθεί με τους πραξικοπηματίες. Και οι τρεις συναρχηγοί της χούντας, θα φτάσουν χαράματα απαιτώντας, χωρίς να βρουν την παραμικρή αντίσταση, να δουν τον βασιλέα για να του ζητήσουν να τους ορκίσει κυβέρνηση.

Ο Κωνσταντίνος, πιο μόνος από ποτέ, δεν έχει τρόπο να επικοινωνήσει με κανέναν, βρίσκεται υπό παρακολούθηση και υπό απειλή τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του και, υπό την πίεση των δραματικών γεγονότων, μία σειρά από λάθη, επιτείνουν την εντύπωση που ήθελε με κάθε τρόπο να καλλιεργήσει η χούντα: ότι το πραξικόπημα φέρει τη σφραγίδα του. “Ελεύθερος πολιορκημένος” θα ορκίσει τελικά τη χούντα σε μία μοιραία στιγμή και για τον ίδιο και για την Ελλάδα, που έβλεπε τώρα το χειρότερο εφιάλτη της να γίνεται, ξαφνικά, πραγματικότητα.

ΤΕΛΟΣ Γ’  ΜΕΡΟΥΣ

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ συνεργάστηκε με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, το τρίτομο έργο ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ που εκδόθηκε το 2015 από ΤΟ ΒΗΜΑ και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών