Οσο δύσκολη ή και φοβερή και αν είναι η ώρα του απολογισμού για τον κάθε άνθρωπο, δεν παύει να διατηρεί αυτή και μια γλυκύτητα, όπως επανέρχονται μέσα μας πρόσωπα κυρίως, που είναι σαν να μην έχουμε συναντηθεί ποτέ μαζί τους.

Μπορεί η τυχαία, συμπτωματική επαφή μαζί τους να υπήρξε η αιτία ώστε να θεωρούμε την παρουσία τους εντελώς ανώδυνη για μας, όμως κάποια χαρακτηριστικά τους στοιχεία είτε πραγματικά τα διέθεταν είτε εμείς ασύνειδα τους είχαμε αποδώσει, μοιάζει να αποκτούν ένα δυσανάλογο βάρος μέσα στο αξεδιάλυτο κουβάρι των αναμνήσεων.

Θα ‘λεγε μάλιστα κανείς πως όσο συντομότερος υπήρξε ο χρόνος της επαφής μαζί τους, τόσο καταλυτικότερο είναι το μερίδιο που διεκδικούν μέσα στα συμφραζόμενα ενός απολογισμού συνήθως τελείως διαφορετικού ως προς τα στοιχεία που θα τον έκαναν να ηχεί, τουλάχιστον για τη συνείδησή μας, μεστός, ουσιαστικός και αναντικατάστατος. Γίνονταν, επιδιώκονταν ή σχεδιάζονταν πράγματα για τα οποία πιστεύαμε πως είναι αυτά που θα κυριαρχούν ανακουφιστικά μέσα μας την ώρα του απολογισμού, και τώρα αναγνωρίζουμε να μην έχουν καμιά απολύτως σημασία, σχεδόν σαν να μην τα είχαμε θελήσει ή να μην είχαν υπάρξει.

Τόση αγωνία, τόσος πόνος, τόσα δάκρυα και τόσα ξενύχτια μήπως και χαθούν από τη ζωή μας άνθρωποι που για να συναντηθούμε μαζί τους πιστεύουμε πως έχουμε γεννηθεί, για να μας παρηγορεί τώρα μια μορφή που δεν αντιλήφθηκε καν την παρουσία μας, που διασταυρωθήκαμε τυχαία μαζί της, όπως αναλογιζόμαστε πόσο θαυματουργή και σωτήρια θα μπορούσε να έχει λειτουργήσει η σχέση μαζί της αν είχε συντελεστεί.

Θα άξιζε τον κόπο να παρατηρήσει κανείς ή να επιχειρήσει να «αποκρυπτογραφήσει» γιατί έχει δεθεί με ανθρώπους που δεν έχει μεσολαβήσει ανάμεσά τους ούτε καν μια νύξη ή μια υπόσχεση για συνέχεια της σχέσης τους και αν και έχει παραμείνει αυτή σε ένα «καλημέρα», σε ένα «καλησπέρα» ή σε ένα «καληνύχτα», οι άνθρωποι αυτοί επανέρχονται μέσα μας με μια αβάσταχτη ένταση και συχνότητα. Με τόσο μάλιστα τρυφερά αισθήματα ώστε ακόμη και αν δεν αξιώθηκε κανείς παρά μόνο μια νοήμονα ματιά τους να την αισθάνεται να μετράει απείρως περισσότερο σε σχέση με τους τόνους της εκφρασμένης αφοσίωσης από ανθρώπους που μοιράζεται μαζί τους τη ζωή του.

Φτάνει να πιστεύει κανείς πως τελικά ο κόσμος όλος, ο ρυθμός του, είτε αφορά πολυάριθμες συνάξεις είτε ένα ζευγάρι απομονωμένο σε μια παραλία ή σε ένα βουνό, δεν οργανώνεται παρά από ένα βλέμμα, από μια ματιά, που αν και έχει περιπλανηθεί σε αβυθομέτρητες αβύσσους, λάμπει χάρη στην προοπτική μιας σχέσης, πραγματοποιημένης ή απραγματοποίητης, το ίδιο πάντα παρηγορητικής. Τόσο μάλιστα παρηγορητικής ώστε να λειτουργεί ως ένα δίχτυ ασφαλείας ή ως ένας προστατευτικός φύλακας για ανθρώπους που αν και έχουν συναντηθεί συμπτωματικά, η επιθυμία τους η σύμπτωση αυτή να είχε εξελιχθεί σε μια διαρκέστερη επαφή, να δίνει μια δυναμική και ιδιαιτέρως αποκαλυπτική διάσταση στην έννοια της επικοινωνίας.