Στη Θεσσαλονίκη με βρίσκει το άγγελμα του θανάτου του. Η Έκθεση είναι ο σκοπός της αποστολής. Ποιος όμως θα καταλογίση αταξία στο χρονογράφημα που παραμελεί το έργο του, για να κηδεύση το Δάσκαλο και τον Πρύτανί του; Ο πρεσβύτερος εργάτης του. Και ο τελευταίος πιστός που του απέμεινε. Πιστός με την έννοια ότι το κράτησε όπως το άρχισε πριν από μισό αιώνα: παιχνίδι. Οι άλλοι, πότε το γυρίζουμε στο κήρυγμα, πότε στην κοινωνιολογία, πότε στην εγκυκλοπαίδεια, πότε στην κριτική, πότε στην αρθρογραφία. Ο Μωραϊτίνης έμεινε σταθερός στο χαμόγελο. Ούτ’ ένα διάλειμμα στη συνοφρύωση, ούτε μια διακοπή για γκρίνια. Χωρίς «θέση», δίχως μαστίγιο. Το χρονογράφημα-σπινθήρισμα. Η πιο δύσκολη μορφή του. Χαμόγελο έγινε στα χείλη του η ζωή. Γέλασε με την καλή και με την κακή της όψη. Γέλασε. Δε σάρκασε. Για το σαρκασμό χρειάζεται και κάποια δόση κακίας. Και ο Τίμος δε γνώρισε την κακία. Του έλειψε. Κατάσταση σχεδόν… παθολογική. Έλεγε κάποτε το κακό: όταν του ερχόταν βολικό για το καλαμπούρι. Α, τότε δεν εύρισκε έλεος ούτε ο Θεός του.

Σπάταλος χορηγός χαρούμενης διαθέσεως. Πώς τα κατάφερνε να βρίσκη και στις πιο δυσάρεστες στιγμές έξοδο κινδύνου; Ένα βλήμα στην πλατεία Συντάγματος τού άνοιξε κάποτε το κεφάλι. Αίματα στο μαντήλι του. Ανήσυχη η συντροφιά του. Σοβαρά-σοβαρά, όπως τόλεγε όταν αστειευόταν –και αστειευόταν πάντα– τους καθησύχασε: «Δεν είναι τίποτα. Τραυματίας. Θα μου δώσουν και περίπτερο». Η σπιρτάδα του στη διάθεση των άλλων. Κρυπτομελαγχολικός, κρυπτορομαντικός, κρυπτοαισθηματίας, εξώδευσε για τον πλησίον το κέφι του. Κρουνός ευθυμίας. Πενήντα τόσα χρόνια διακονεί στο ναό του γέλιου. Αυτός τόξερε πού τόβρισκε. Σαν τον ηθοποιό της κωμωδίας που επιστρέφει από την κηδεία αγαπημένου του προσώπου και σκορπίζει από τη σκηνή την ιλαρότητα στην πλατεία. Μια ζωή χωρίς συνοφρύωση.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.9.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να τοποθετή στους άλλους τη θλίψη του. Το θεωρούσε απρέπεια. Την κατήφεια την κρατούσε στην προσωπική του χρήση, για να προσφέρη στους άλλους τη γελαστή όψη του.

Κι’ εμείς; Πώς του φερθήκαμε εμείς σαν οργανωμένο σύνολο; Τον αγνόησε η Ακαδημία. Τον αγνόησε το Εθνικό Θέατρο. Ο άκακος, ο άσπιλος, ο «κύριος», ο λευκός σμιλευτής του λόγου έμεινε έξω από το ανώτατο πνευματικό μας ίδρυμα. Είναι αλήθεια ότι, περήφανος καθώς ήταν, δεν το ζήτησε. Αλλά ούτε η Ακαδημία τον παρώτρυνε να το ζητήση. Ζήτησε όμως το άλλο: να μπη στο σπίτι του, στο Εθνικό Θέατρο της χώρας. Ο δημιουργός της νεοελληνικής κωμωδίας φιλοδόξησε μια, τουλάχιστον, από τις κωμωδίες του να περάση στο ρεπερτόριο της πρώτης σκηνής του Τόπου, στον οποίο αφιέρωσε τη ζωή του. Δεν του το αξίωσαν. Δεν έλειψαν τα μέτρια έργα που πέρασαν από το Εθνικό. Ούτε μια βραδιά για τον Μωραϊτίνη.

Την περασμένη ακόμα εβδομάδα συναντηθήκαμε, κατά σύμπτωση, με τον αγαπητό μου Βενέζη, που αναπληρώνει τον κ. Θεοτοκά στη διεύθυνση του Εθνικού. Σα να προαισθανόμουν το τέλος. Θα φύγη, του είπα, με την πίκρα ότι δεν παίχθηκε ένα έργο του. Πίκρα γι’ αυτόν και ντροπή για το θέατρο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.9.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πάει τώρα. Δε μας μένει παρά ένας αποχαιρετισμός. Απαλοί να σου είναι, Δάσκαλε, οι νέοι δρόμοι. Θα ήθελα να σου έπλεκα στεφάνι από τις Πλακιώτικες κληματαριές και τα βασιλικά που τραγούδησες. Θα ήθελα να πιάσω ένα εκατοσταράκι από την ταβέρνα του Τζουτζούνη και να το ρίξω σπονδή στον τάφο σου. Εδώ όμως που βρίσκομαι, μέσα στη βοή της Εκθέσεως, σκύβω νοερά το ξέρεις δα, νοερά γίνονται όλα στη δουλειά μας και παίρνω λίγο χώμα της Μακεδονικής γης, για να σε ράνω, τη στιγμή αυτή που ορφανεμένη η δημοσιογραφική σου οικογένεια σφίγγει την καρδιά και σε προπέμπει, όπως σου ταιριάζει: με το χαμόγελό της.

*Χρονογράφημα του σπουδαίου Παύλου Παλαιολόγου για τον αείμνηστο Τίμο Μωραϊτίνη. Έφερε τον τίτλο «Ο τελευταίος πιστός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 1952.

Ο συγγραφέας Τίμος Μωραϊτίνης, πολυσύνθετη και αξιοπρόσεκτη προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1952.

Με όπλο το πληθωρικό ταλέντο του, ο γεννημένος το 1876 (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) Μωραϊτίνης καταπιάστηκε επιτυχώς με τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου στο α’ μισό του 20ού αιώνα: θέατρο (πρόζα και επιθεώρηση), χρονογράφημα, ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, ταξιδιωτικά κείμενα, αθηναιογραφήματα.