«Τη αγία και Μεγάλη Δευτέρα», με πληροφορεί η Σύνοψη που συμβουλεύομαι αυτές τις μέρες, «μνείαν ποιούμεθα του Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης και ξηρανθείσης συκής». Δεν ξέρω γιατί συσχετίζονται τα δύο αυτά γεγονότα. Ίσως επειδή και τα δύο ξεκινούν από την πείνα. Η ερωτική πείνα συνθέτει την περιπέτεια του Ιωσήφ. Έφηβος ήταν τότε. Έφηβος και ωραίος. «Καλός τω είδει και ωραίος τη όψει σφόδρα». Ύστερ’ από πολλά δεινοπαθήματα ο Ιωσήφ είχε βολευτή στην υπηρεσία του Πετεφρή. Αρχιμάγειρος του Φαραώ αυτός, προσέλαβε το νεαρό Εβραίο στην υπηρεσία του και οι σχέσεις του εργοδότη με τον εργάτη επήγαιναν ομαλώτατα, ως τη στιγμή που παρουσιάστηκε η γυναίκα, η κυρία Πετεφρή. Άσσος της μαγειρικής ο σύντροφός της, τόσο ανεπαρκής όμως στα άλλα του καθήκοντα… Με συναίσθηση της αναπηρίας του ο Πετεφρής προσπάθησε να μεταθέση τα ενδιαφέροντα της φλογερής Αφρικανής στα προϊόντα του βασιλικού μαγειρείου. Μάταιη η προσπάθεια, όταν κοχλάζη στις φλέβες το αίμα, κι’ ένας «πάγκαλος» έφηβος βρίσκεται πρόχειρος στην υπηρεσία του ζεύγους.

— Κοιμήθητι μετ’ εμού, προστάζει η κυρία.

Ας σηκώσουν το χέρι όσοι στην ηλικία του Ιωσήφ θ’ αρνούνταν να συμμορφωθούν με την προσταγή. Αρνήθηκε όμως ο έφηβος. Και δεν ήταν η ερωτική απάθεια που προκάλεσε την άρνησή του. Ήταν η αρετή. Η αρετή εναντιώθηκε στην πρόσκληση. Ενάρετος υπηρέτης ο Ιωσήφ, απέκρουσε μια χαρά θεμελιωμένη στην προδοσία του κυρίου του. Του είχε τόση εμπιστοσύνη. Όλα στα χέρια του. Όλα εκτός από τη γυναίκα του.

— Ουδέν υπεξήρηται απ’ εμού πλην σου διά το σε γυναίκα αυτού είναι. Και πώς ποιήσομαι το ρήμα το πονηρόν τούτο και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;

Δεν είναι όμως σε κατάσταση η κυρία Πετεφρή ν’ ακούση τη γλώσσα του καθήκοντος. Θολωμένη από την ερωτική πείνα, αρπάζει το παιδί από τα ιμάτια και επαναλαμβάνει την προσταγή που έχει γίνει πια ικεσία.

— Κοιμήθητι μετ’ εμού.

Όχι. Δεν υποχωρεί. Κι’ ενώ έξαλλη εκείνη τον τραβολογά, αυτός, για να ξεφύγη από την περίπτυξή της, αφήνει στα χέρια της τα ιμάτιά του και φεύγει γυμνός.

Τον «αοίδιμον και σώφρονα» υμνεί η Εκκλησία. Η σωφροσύνη που φθάνει στον ηρωισμό. Από τους μεγαλύτερους ηρωισμούς, να υποτάξης τους πόθους σου στην αρετή. Από το ένα μέρος το κορύφωμα της αρετής με κορυφαίο τον άντρα, από το άλλο το κορύφωμα της ατιμίας με κορυφαία τη γυναίκα. Και δεν ονομάζω ατιμία τον αχαλίνωτο πόθο της. «Ο αναμάρτητος βαλέτω τον λίθον επ’ αυτήν». Ατιμία είναι η συνέχεια. Την ξέρετε. Μόλις η κυρία Πετεφρή βλέπει τον έφηβο να φεύγη γυμνός, πατά τις φωνές, μαζεύει τον κόσμο του σπιτιού και τους δείχνει το χιτώνα του Εβραιόπουλου. Το βρωμόπαιδο! Πήγε να της επιτεθή, κι’ όταν εκείνη άρχισε να ζητά βοήθεια, τρόμαξε, άφησε τα ρούχα του κι’ έφυγε.

— Εισήλθε προς με και είπεν μοι: Κοιμηθήσομαι μετά σου. Ως δε ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, κατέλιπεν τα ιμάτια αυτού παρ’ εμοί και εξήλθεν έξω.

Ταλαίπωρε Ιωσήφ… «Εθυμώθη οργή» ο Πετεφρής και η αρετή στοίχισε το δεσμωτήριο στον ενάρετο.

Ύμνος στη γυναίκα είναι όλη η Εβδομάδα των Παθών. Η γυναίκα θρηνεί, η γυναίκα ακολουθεί τον Ιησού, όταν οι μαθητές λακίζουν, η γυναίκα κομίζει μύρα, η γυναίκα ενταφιάζει… Τι χρειαζόταν στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας να προλογίση η κυρία Πετεφρή τη σειρά αυτή των εξάρσεων; Ίσως για να δούμε τη γυναίκα και από την άλλη πλευρά της. Ίσως για να τη δούμε τι είναι ικανή να κάνη, όταν πληγώνεται ο εγωισμός της και μένει ακόρεστη η πείνα της.


Η πείνα. Φοβερός σύμβουλος. Την άλλη πείνα εγνώρισε ο Ναζωραίος. Ήταν σαν τώρα, μέρα ανοιξιάτικη. Πεινούσε ο Ιησούς. Μια συκιά βρέθηκε μπροστά του. Η συκιά όμως, άνοιξη καιρό, δεν είχε παρά μόνο τα πρώτα φυλλαράκια της. Δεν ήξερε τάχα ο Θεάνθρωπος ότι ο Απρίλης δεν είναι ο μήνας της καρποφορίας του δέντρου; Το ήξερε, αλλά τη στιγμή εκείνη πεινούσε. Και όταν είδε ότι η συκιά δεν του είχε έτοιμο το γλυκό της καρπό, την καταράσθηκε και της είπε: «Μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα. Και εξηράνθη παραχρήμα η συκή». Τι είχε φταίξει; Έφταιξε η πείνα που εθόλωσε την ανθρώπινη σκέψη του Θεάνθρωπου και αφαιρώντας απ’ αυτόν την πραότητα τον ώθησε στην κατάρα. Σπουδαίο δίδαγμα για τους ηγέτες λαών, αν θελήσουν να προσέξουν το μάθημα της ημέρας.

*Κείμενο του αειμνήστου Παύλου Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Το μάθημα της ημέρας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» τη Μεγάλη Τρίτη 31 Μαρτίου 1953.