Αποενοχοποιηθήκαμε. Είναι γεγονός. Συνέπεια της πανδημίας κι αυτή. Από τις ελάχιστες θετικές ίσως. Δεν φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια: ότι δεν είμαστε καλά. Στις καλές, προ κορωνοϊού, εποχές πόσοι τολμούσαν να πουν ότι δεν πέρασαν καλά στις γιορτές, ότι δεν είχαν μπει στο εορταστικό κλίμα, ότι δεν είχαν κανονίσει πάρτι, εξόδους, τραπέζια; Ο απολογισμός ήταν ανάλογος των καλοκαιριών των παιδικών μας χρόνων. Αποτυχημένος αν δεν είχες να επιδείξεις ικανό αριθμό μπάνιων και παγωτών. Ακοινώνητος. Προβληματικός.

Φέτος, πιο έμπειροι σε σύγκριση με πέρυσι, η κατάσταση μας επέτρεπε να πούμε πώς νιώθουμε. Κι όσοι αισθάνονταν μια αμηχανία, παρασύρονταν από τον συρμό. Ακόμη κι αν κάποιος ήθελε να δηλώσει «μέσα στην τρελή χαρά» το απέφευγε για να μη θεωρηθεί εκτός κλίματος. Σπίτι λοιπόν, μόνοι ή με ελάχιστους δικούς μας ανθρώπους, με τα sefl tests και τα rapid τόσο απαραίτητα όσο τα κάστανα στη γέμιση της γαλοπούλας. Το κέφι στο ναδίρ. Η χαρά χαμένη κάπου πίσω από το δελτίο ανακοίνωσης κρουσμάτων. Και η καλή διάθεση εξαφανισμένη πίσω από μάσκες, καλυμμένη από διάφανα στρώματα αντισηπτικού, σχεδόν αδύνατον έστω και να ξεμυτίσει καθώς σε κάθε τηλεφώνημα για ευχές υπήρχε στην άλλη άκρη της γραμμής ένα κρούσμα, κάποιος που είχε νοσηλευτεί, κάποιος άλλος που είχε χάσει κάποιον δικό του. Και σταθερά ένας αναστεναγμός.

Και κάθε μέρα τα κρούσματα ανεβαίνουν. Οι αριθμοί εκείνων δηλαδή που νόσησαν από την πανδημία. Μετράμε νεκρούς, διασωληνωμένους, ασθενείς με βαριά ή λιγοστά συμπτώματα. Και με εκείνους που έχουν νοσήσει ψυχικά; Εκείνους που υποφέρουν από όλη αυτή την ανατροπή που έχει συμβεί στις ζωές τους; Τα παιδιά που φοβούνται ότι θα εγκλωβιστούν πάλι πίσω από τις οθόνες;

Τους φοιτητές που δεν έχουν γευτεί τη φοιτητική ζωή; Τους εργαζόμενους που έχουν εγκατασταθεί στον καναπέ και κάνουν συσκέψεις με τις πιτζάμες; Τους μοναχικούς που δεν έχουν την ευκαιρία να φλερτάρουν; Τους ηλικιωμένους που έχασαν φίλους, εκδρομές και δραστηριότητες κι αισθάνονται πως απλώς μετρούν αντίστροφα μέχρι να έρθει το τέλος; Ολους αυτούς τους μετρά κάποιος; Θα τους νοιαστεί; Θα τους φροντίσει ώστε να ανανήψουν; Να βρουν ξανά κίνητρο για τη ζωή, να αποϊδρυματοποιηθούν, να ελπίσουν; Ή το σύστημα υγείας ενδιαφέρεται μόνο για το αν θα επιβιώσουμε, αλλά όχι για το αν θα ζήσουμε;