Το ηρωικό τέλος του Υ/Β «Κατσώνης» (Y1)

Το υποβρύχιο «Κατσώνης» (μαζί με το αδελφό «Παπανικολής») ναυπηγήθηκε μεταξύ 1925-27 στα ναυπηγεία Gironde της Νάντης και παραλήφθηκε στις 8 Ιουνίου 1928 από τον Αντιπλοίαρχο Κ. Αρβανίτη. Είχε μήκος 62,5 μ., πλάτος 5,3 μ., βύθισμα 3,6 μ. Το εκτόπισμά του ήταν 576/775 τόν. και η ταχύτητά του 14/9 κ., στην επιφάνεια και εν καταδύσει αντιστοίχως. Έφερε 6 τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών, 1 πυροβόλο 100 χιλ. και 2 πολυβόλα. Το πλήρωμα: 6 αξιωματικοί και 39 υπαξιωματικοί και ναύτες.

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο «Κατσώνης» ήταν ηλικίας 17 χρόνων, μεγαλύτερος κατά 7 χρόνια από το ανώτατο όριο ηλικίας για Υ/Β σε ενεργό υπηρεσία που είχε καθορίσει ο Γάλλος κατασκευαστής Schneider -Laubef.


Έβδομη πολεμική περιπολία και πολεμική αποστολή

Ο «Κατσώνης» με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Βασίλειο Λάσκο απέπλευσε από τη Βηρυτό στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 για την εκτέλεση 20ημέρου πολεμικής περιπολίας στο ΒΔ Αιγαίο και την εκτέλεση ειδικής αποστολής στη ΝΑ ακτή της Εύβοιας.

Κατευθύνθηκε προς το στενό Κάσου – Κρήτης με ογκώδη κυματισμό και δυνατό άνεμο, που έκαναν το γερασμένο του «κορμί» να τρίζει και οι βλάβες να διαδέχονται η μία την άλλη. Συνηθισμένη, άλλωστε, κατάσταση για τα κουρασμένα μηχανήματα.

Με έντονες προσπάθειες του προσωπικού οι βλάβες αποκαταστάθηκαν πλην του αριστερού ηλεκτροκινητήρα, με τον κυβερνήτη να αποφασίζει τη συνέχιση της αποστολής έστω και με έναν κινητήρα.

Στις 9 Σεπτεμβρίου βρισκόταν κοντά στην Αμοργό. Με το που νύχτωσε αναδύθηκε για φόρτιση μπαταριών. Ξαφνικά ο ασυρματιστής, με τα ακουστικά στα αυτιά, πετάγεται από την καρέκλα για να αναγγείλει στον κυβερνήτη τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Ενθουσιασμός και αλληλοασπασμοί. Ζητωκραυγές του πληρώματος διαδέχθηκαν την είδηση. Ήταν η νίκη των Συμμάχων, η νίκη των Ελλήνων. Τα δάκρυα και το αίμα των πολεμιστών δεν πήγαν χαμένα.

Τις βραδινές ώρες της 10ης Σεπτεμβρίου, με καθυστέρηση 24 ωρών, ο «Κατσώνης» περνά το στενό της Ικαρίας και κατευθύνεται προς τις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας, όπου φθάνει στις 12 Σεπτεμβρίου. Στις 9 το βράδυ, κάτω από μία λάμπουσα σελήνη, αναδύεται, κατεβάζει την ελαστική βάρκα και αποβιβάζει τον Συνταγματάρχη Φραδέλο στον όρμο Καραλίδες στη ΝΑ Εύβοια άνευ απευκταίου. Ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση ειδικής αποστολής στο πλαίσιο της επιχείρησης Shelling. Στη συνέχεια απομακρύνεται και λίγο μετά τα μεσάνυχτα συναντά ανοιχτά της Σκύρου δύο μικρά ιστιοφόρα, από τα οποία ο Λάσκος πληροφορείται ότι στη Σκιάθο ελλιμενιζόταν, συνήθως τη νύχτα, γερμανικό ναρκαλιευτικό εκτοπίσματος 1.000 τόν. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, ήταν η πληροφορία για τον απόπλου από τη Θεσσαλονίκη τού υπό γερμανική κατοχή γαλλικού μεταγωγικού Simfra, που μετέφερε στον Πειραιά αδειούχους Γερμανούς στρατιωτικούς. Μετά την ανάκριση των πληρωμάτων, τα δύο ιστιοφόρα αφέθηκαν ελεύθερα να φύγουν.

Οι Υποπλοίαρχοι Στέφ. Τρουπάκης και Σοφ. Μυκόνιος στη γέφυρα του υποβρυχίου κοιτούν τον κυβερνήτη τους, παραξενεμένοι, επισημαίνοντας ότι είναι επικίνδυνο που τους άφησαν να φύγουν. Μπορεί να είναι όργανα των Γερμανών και να προδώσουν την παρουσία τους. Με ένα περιπαιχτικό χαμόγελο του Λάσκου προς τους δύο αγαπητούς του αξιωματικούς για τις κατασκοπικές τους σκέψεις, η συζήτηση τελείωσε.

Να η ευκαιρία που περίμενε ο Λάσκος. Το Simfra γεμάτο Γερμανούς είναι ένας σπάνιος στόχος και θα επεδίωκε να τον συναντήσει.


Απρόσμενη συνάντηση

Την επόμενη νύχτα 13 προς 14 Σεπτεμβρίου ο «Κατσώνης», κάτω από έντονο σεληνόφως, περνά το στενό Χελιδρομίων – Σκοπέλου με πορεία προς το στενό Σκιάθου – Πηλίου, περιμένοντας τη διέλευση του γερμανικού μεταγωγικού. Γύρω στις 4 το πρωί της 14ης ο ασυρματιστής φέρνει σήμα στον κυβερνήτη με το οποίο η Ανωτέρα Διοίκηση Υποβρυχίων διέτασσε τον «Κατσώνη» να αλλάξει τομέα περιπολίας και να πλεύσει βορείως της Ικαρίας εγκαθιστώντας επιθετική περιπολία. Έπρεπε να παρεμποδίσει την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων στη Σάμο, τώρα που η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει.

Η διαταγή προβλημάτισε τον Λάσκο, που δεν είχε σκοπό να χάσει για κανένα λόγο το Simfra. Ήταν χοντρό κυνήγι. Αποφάσισε, λοιπόν, να παραμείνει σε περιπολία εν καταδύσει όλη την ημέρα της 14ης Σεπτεμβρίου και να πλεύσει τη νύχτα εν επιφανεία στο νέο του τομέα.

Όλη την Παρασκευή ο «Κατσώνης» περιπολεί εν καταδύσει. Προσπαθεί με τα υδρόφωνα να ακούσει θόρυβο προπέλας. Εις μάτην. Περί τις 3 το απόγευμα ανεβαίνει σε περισκοπικό βάθος. Ξαφνικά ακούγεται βροντώδης η φωνή του Λάσκου, που παρατηρούσε από το περισκόπιο, προς τον πηδαλιούχο:

–Πορεία αυτού που είσαι. Πρόσεχε! Καμία παρατιμονιά.

Λίγα λεπτά σιωπή και αγωνία. Μετά ο Λάσκος αφήνει το περισκόπιο και με ανακούφιση λέει:

–Φτηνά τη γλυτώσαμε. Μόλις περάσαμε ανάμεσα από δύο επιπλέουσες νάρκες.

Φαίνεται θα είχαν αποσπαστεί από συμμαχικό ναρκοπέδιο. Ο «Κατσώνης» αυτή τη φορά ήταν τυχερός.

Ήσυχες και άκαρπες πέρασαν οι υπόλοιπες ώρες μέχρι που έπεσε το λυκόφως. Ούτε το περισκόπιο διέκρινε τίποτα, ούτε και τα υδρόφωνα σημείωσαν κάποια ηχώ. Τότε ο Λάσκος αποφασίζει να αναδυθεί και να πλεύσει προς Ικαρία. Έπρεπε, άλλωστε, να φορτίσει και τους συσσωρευτές.

Με την ανάδυση βρέθηκε δίπλα σ’ ένα μικρό ιστιοφόρο το οποίο είχε εντοπίσει προηγουμένως με το περισκόπιο, από το οποίο θέλησε να πάρει πληροφορίες. Ήταν πρακτική των υποβρυχίων να κάνουν, ενίοτε, γνωστή στον εχθρό την παρουσία τους σε συγκεκριμένες περιοχές, για να προκαλούν σύγχυση στη ναυσιπλοΐα. Άλλωστε, επρόκειτο αμέσως να εγκαταλείψει τον τομέα εκείνον.

Με το που ανέβηκε στη γέφυρα ο Λάσκος διέκρινε στο βάθος προς το βορρά καπνό πλοίου που προερχόταν, προφανώς, από τη Θεσσαλονίκη. Αμέσως όλοι στη γέφυρα, με μια φωνή, φώναξαν: «Είναι το Simfra». Την πεποίθησή τους αυτή επιβεβαίωσαν και οι ναύτες του ιστιοφόρου που είχαν αποπλεύσει από τη Θεσσαλονίκη το προηγούμενο βράδυ.

Αμέσως ο Λάσκος λέει στο ιστιοφόρο να απομακρυνθεί, διατάζει κατάδυση του υποβρυχίου, πολεμική έγερση (δηλαδή, να καταλάβει το πλήρωμα θέσεις μάχης) και προετοιμασία των πρωραίων και πρυμναίων τορπιλοσωλήνων. Μια βλάβη στο δεξιό ηλεκτροκινητήρα άφησε το υποβρύχιο ακυβέρνητο, ευτυχώς όμως αποκαταστάθηκε γρήγορα.

Ώρα 8 το βράδυ ο «Κατσώνης» αναδύεται και πάλι, επειδή η παρατήρηση από το περισκόπιο ήταν αδύνατη λόγω του σκότους, και πλέει ολοταχώς προς τον εχθρό. Οι ομοχειρίες του πυροβόλου και των δύο πολυβόλων καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Στη γέφυρα, εκτός του κυβερνήτου, βρίσκονται οι Υποπλοίαρχοι Τρουπάκης, Μυκόνιος και ο έφεδρος Σημαιοφόρος Παύλος Λαμπρινούδης, εγγονός του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Ο Ύπαρχος Ηλίας Τσουκαλάς βρίσκεται στο κεντρικό διαμέρισμα του υποβρυχίου, όπως προβλέπεται κατά το συναγερμό, για να συντονίζει τις διαταγές του κυβερνήτου.

Ο Λάσκος αμέσως αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για πολεμικό πλοίο. Απρόσμενη, τελείως, συνάντηση. Πατάει το κλάξον και διατάζει ταχεία κατάδυση. Όλοι από τη γέφυρα αυτομάτως πηδούν από τον πυργίσκο στο εσωτερικό του σκάφους, το πώμα κλείνει, τα εξαεριστικά ανοίγουν και μέσα σε ένα λεπτό το υποβρύχιο βρίσκεται σε 20 μ. βάθος.


Το μοιραίο τέλος

Το υποτιθέμενο Simfra ήταν μία γερμανική ανθυποβρυχιακή κορβέτα 1.000 τ., η UJ-2101, που σε λίγο άρχισε να εκπέμπει με τη συσκευή εντοπισμού υποβρυχίων, το ASDIG (Anti-Submarine Detection Indicator Gear). Συγχρόνως η πρώτη δέσμη βομβών βάθους πέφτει στη θάλασσα. Το υποβρύχιο τραντάζεται ολόκληρο, οι αρμοί του τρίζουν, σπάνε οι λαμπτήρες φωτισμού και απλώνεται πυκνό σκοτάδι. Κρότοι και χτύποι ακούγονται από τα διάφορα διαμερίσματα. Το υποβρύχιο, όμως, κρατιέται στο βάθος του και ενεργοποιείται ο βοηθητικός φωτισμός.

–Αναφορά βλαβών, διατάζει ο κυβερνήτης. Πρέπει να πληροφορηθεί αμέσως για τις ζημιές του σκάφους.

Πριν προλάβει να λάβει τις αναφορές από τα διαμερίσματα, το υποβρύχιο δέχεται δεύτερη και αμέσως τρίτη δέσμη βομβών πολύ κοντά. Η τελευταία ήταν φοβερή. Το σκάφος κλυδωνίζεται σαν τρελό, όλοι χάνουν την ισορροπία τους, πέφτουν κάτω, χτυπιούνται στους μπουλμέδες. Οι πυξίδες ανατράπηκαν. Κόλλησαν τα πηδάλια, έσπασαν τα βαθύμετρα και σημειώθηκαν βραχυκυκλώματα. Η πρυμναία κάθοδος και η κάθοδος του πυργίσκου άνοιξαν και η θάλασσα με ορμή κατέκλυζε το πλοίο. Από τον κλονισμό έσπασαν οι συσσωρευτές (μπαταρίες), χύθηκε το θειικό οξύ, ανακατεύτηκε με το νερό και άρχισαν οι αναθυμιάσεις. Φαρμακεροί καπνοί που ερεθίζουν τα πνευμόνια και μετά από λίγο φέρνουν το θάνατο από ασφυξία.

Ο Λάσκος αντιλαμβάνεται αμέσως την κατάσταση. Οι διαρροές ήταν τόσο μεγάλες που σε λίγο θα έστελναν το υποβρύχιο οριστικά στο βυθό. Αλλά και αυτό να μη γινόταν, οι αναθυμιάσεις από το θειικό οξύ θα σκότωναν όλο το πλήρωμα, μέσα σε λίγα λεπτά. Δεν απέμενε επομένως καμία άλλη λύση από την ανάδυση. Και αυτό κάνει ο Λάσκος. Διατάζει γενική εκδίωξη των θαλασσερμάτων και ανάδυση. Όλες αυτές οι κινήσεις ήταν λογικές και αυτό θα έκανε κάθε κυβερνήτης στη θέση του. Το υποβρύχιο ανεβαίνει στην επιφάνεια, το άνοιγμα όμως της καθόδου του πυργίσκου παρουσίασε εμπλοκή και χρειάστηκε η χρήση λοστού για να ανοίξει και να ανέβουν στη γέφυρα ο κυβερνήτης και η ομοχειρία του πυροβόλου.

Στην κατάσταση που βρισκόταν ο «Κατσώνης» και προ του πανίσχυρου εχθρού δεν είχε πολλές επιλογές από το να παραδοθεί. Όμως, ο Βασίλης Λάσκος δεν ήταν απ’ αυτούς που παραδίνονται. Τέτοια ντροπή δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική ψυχή του. Αλλά ούτε και το πλήρωμα μπορούσε να δει να υποστέλλεται η σημαία του υποβρυχίου τους.

Δεν είχε καλά-καλά προλάβει να αναδυθεί ο λαβωμένος «Κατσώνης» και ο Τρουπάκης με την ομοχειρία του πρωραίου πυροβόλου αιφνιδιάζουν τον εχθρό με τις πρώτες επιτυχείς βολές. Ταυτόχρονα, ο Σημαιοφόρος Λαμπρινούδης και ο Υποκελευστής Α’ Σηματωρός Σ. Χουρίδης βάλλουν με το πρυμναίο πολυβόλο.

Οι Γερμανοί στην αρχή ξαφνιάστηκαν από το ελληνικό θάρρος. Δεν περίμεναν ποτέ πως το αντίπαλο υποβρύχιο θα αναδυόταν και πολύ περισσότερο ότι θα έδινε πραγματική ναυμαχία. Η εχθρική κορβέτα αναπόδισε για λίγο και άρχισε αμέσως καταιγιστικό πυρ κατά του «Κατσώνη». Πληγώνεται βαριά ο Υποκελευστής Χουρίδης. Ο έφεδρος Σημαιοφόρος Λαμπρινούδης μαζί με τον σκοπευτή του πυροβόλου Κελευστή Πυρ. Λεωνίδα Στάμου πέφτουν νεκροί. Ο Λάσκος πηδάει από τη γέφυρα στο πυροβόλο για να βοηθήσει την ομοχειρία. Φονεύεται και ο Υποπλοίαρχος Τρουπάκης, ενώ του Κελευστού Αρμ. Μ. Γκιόκα κόβεται το πόδι. Τη γέμιση του πυροβόλου κάνει τώρα ο ίδιος ο κυβερνήτης. Καθώς ήταν πανύψηλος και δεν προφυλασσόταν, ένα εχθρικό βλήμα τον ρίχνει νεκρό δίπλα στο πυροβόλο πάνω στο αγαπημένο του υποβρύχιο που περνούσε τις τελευταίες στιγμές αγωνίας του. Ολόγυρα η θάλασσα έβραζε από τις οβίδες της κορβέτας. Τα βλήματα των πολυβόλων γάζωναν με τον απαίσιο ξερό τους κρότο το κατάστρωμα του υποβρυχίου. Τα ελάσματα γύρω από τον πυργίσκο είχαν ερυθροπυρωθεί. Η καταστροφή ήταν πλήρης. Μερικοί από το πλήρωμα του «Κατσώνη» είχαν πέσει στη θάλασσα, ενώ ο Ύπαρχος, Υποπλοίαρχος Ηλίας Τσουκαλάς, ευρισκόμενος στο εσωτερικό του υποβρυχίου, προσπαθούσε να θέσει σε κίνηση τις μηχανές. Πράγματι η δεξιά μηχανή λειτουργεί για λίγο, τόσο όσο ο «Κατσώνης» να καταφέρει να αποφύγει, εν μέρει, τον εμβολισμό της εχθρικής κορβέτας. Τη δεύτερη φορά, όμως, ο εχθρός πέφτει με ταχύτητα στο πρυμναίο μέρος της αριστερής του πλευράς. Το υποβρύχιο κλονίστηκε ολόκληρο, πήρε μεγάλη κλίση αριστερά και η θάλασσα γέμισε πετρέλαιο.

Ο Ύπαρχος, πάντα από το εσωτερικό του σκάφους, εκτελεί ο ίδιος τους κατάλληλους χειρισμούς για να ξαναβρεί το υποβρύχιο την ευστάθειά του και να επανέλθει στο οριζόντιο. Για λίγο όμως, γιατί ο «Κατσώνης» με κλίση αριστερά αρχίζει να βυθίζεται με την πρύμη. Ο Τσουκαλάς διατάζει εγκατάλειψη πλοίου και οι λίγοι άντρες που είχαν απομείνει μέσα στο σκάφος σπεύδουν να βγουν. Τέσσερις απ’ αυτούς την ώρα που ανεβαίνουν στη γέφυρα φονεύονται από τα εχθρικά πυρά και σφηνώνονται στην κάτω κάθοδο του πυργίσκου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες δεν κατέστη δυνατόν να απελευθερωθούν. Εν τω μεταξύ μέσα στο υποβρύχιο η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική από τους καπνούς των πυρκαγιών και τις αναθυμιάσεις των συσσωρευτών. Δεν έβλεπες πάνω από ένα μέτρο. Όταν, πλέον, δεν ήταν δυνατόν να απελευθερωθεί η κάθοδος, ο Τσουκαλάς κάνει τις τελευταίες προσπάθειες για να επιταχύνει τη βύθιση του πλοίου. Μέσα στο σκοτάδι και τους αποπνικτικούς καπνούς βλέπει μπροστά του τον Άγγλο αξιωματικό-σύνδεσμο, Υποπλοίαρχο Hector J. C. Horgan, και τους Υποκελευστές Αρ. Αναστόπουλο και Κυρ. Σελάκη. Με επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, ενώ το υποβρύχιο βυθιζόταν, καταφέρνουν να απελευθερώσουν την κάθοδο των αξιωματικών και να πέσουν στη θάλασσα, πριν ο «Κατσώνης» βυθιστεί εντελώς. Ο Τσουκαλάς ήταν ο τελευταίος που εγκατέλειψε το υποβρύχιο και αφού δεν υπήρχε κανένας άλλος ζωντανός πάνω σ’ αυτό.

Η γερμανική κορβέτα συνέχισε να βάλλει κατά του βυθιζόμενου πλοίου και των γύρω ναυαγών. Ελάχιστα λεπτά πέρασαν. Ο «Κατσώνης» σαν σε επιθανάτιο ρόγχο όρθωσε κατακόρυφα σαν ψηλό καμπαναριό πάνω από το νερό το χιλιοτρυπημένο από τα βλήματα «κορμί» του και με υψωμένη πάντοτε τη σημαία εξαφανίστηκε στον υγρό του τάφο.

«Συμπαρέσυρεν εις την υστάτην αυτήν κατάδυσιν το ιερόν του φορτίο, τους νεκρούς του Κυβερνήτου, Αντιπλοιάρχου Λάσκου, και των άλλων εκείνων γενναίων, οι οποίοι είχαν πέσει εις την Γέφυραν, τον πυργίσκον και το πυροβόλον, ηρωικοί υπερασπισταί της τιμής της Πατρίδος», γράφει ο ναύαρχος Δ. Φωκάς στο βιβλίο του: «Έκθεσις επί της δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944».

Ο «Κατσώνης» βυθίστηκε στις 20.58 της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 σε στίγμα 39ο 16′ Β και 23ο 27′ Α και βάθος 350 οργιών (640 μ.).

Απωλέσθησαν 32 άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο κυβερνήτης, Βασίλης Λάσκος, 19 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, οι περισσότεροι λαβωμένοι, και 3, ο Ύπαρχος, Υποπλοίαρχος Ηλίας Τσουκαλάς, ο Υποκελευστής Β’ (Πυρ) Αναστάσιος Τσίγκρος και ο Υποκελευστής Β’ (Αρμ) Αντώνιος Αντωνίου κατόρθωσαν κολυμπώντας να διασωθούν και να βγουν οι δύο πρώτοι μετά από 7,5 ώρες στη Σκιάθο και ο τρίτος μετά από 14 ώρες στο Πήλιο.



Και οι τρεις, μετά από περιπέτειες, γύρισαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα.

Τα μετά την καταβύθιση

Η γερμανική κορβέτα περισυνέλεξε 15 επιζώντες Έλληνες υπαξιωματικούς και ναύτες, 2 από την ομάδα αποβάσεως (1 Ανθυπίλαρχο, 1 Λοχία) και 2 Βρετανούς συνδέσμους, τον Υποπλοίαρχο Hector J. C. Horgan και τον Υπαξιωματικό (Τηλ) L. J. Smith.

Μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και κρατήθηκαν για λίγες μέρες στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ 4 τραυματίες νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομείο στην Κηφισιά. Στη συνέχεια στάλθηκαν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, στο γερμανικό στρατόπεδο ναυτικών αιχμαλώτων στο Marlag, πλησίον της Βρέμης. Εκεί έμειναν κρατούμενοι μέχρι τις 28 Απριλίου 1944, οπότε και απελευθερώθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα.

*Τα ανωτέρω αποτελούν κομμάτι ενός εξαίρετου κειμένου που συνέγραψε ο αντιναύαρχος ε.α. Ξενοφών Μαυρογιάννης ΠΝ αναφορικά με τη βύθιση του υποβρυχίου «Κατσώνης».

Προ ολίγων ημερών, την Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021, πραγματοποιήθηκαν στη Σκιάθο εκδηλώσεις  μνήμης για την 78η επέτειο από τη βύθιση του «Κατσώνη». Στις εν λόγω εκδηλώσεις παρέστη ο αντιναύαρχος (Μ) Γεώργιος Μπαμπλένης ΠΝ, διοικητής ΔΔΜΝ, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ, ο οποίος κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο πεσόντων. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων κατέπλευσε στην περιοχή το ταχύ περιπολικό κατευθυνομένων βλημάτων (ΤΠΚ) «Ξένος» (φέρει το όνομα του σημαιοφόρου του «Κατσώνη» Κωνσταντίνου Ξένου).




Εξάλλου, την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν στην Ελευσίνα αντίστοιχες εκδηλώσεις μνήμης με την επωνυμία «Λάσκεια 2021».


Στο πλαίσιο των εν λόγω εκδηλώσεων κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του αντιπλοιάρχου Βασίλη Λάσκου, κυβερνήτη του «Κατσώνη», ο Υπαρχηγός ΓΕΝ, υποναύαρχος Γεώργιος Καμπουράκης ΠΝ, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ.


Επιπροσθέτως, το ταχύ περιπολικό κατευθυνομένων βλημάτων (ΤΠΚ) «Λάσκος» κατέπλευσε στο λιμένα Ελευσίνας, ενώ η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού πλαισίωσε τις εκδηλώσεις με την πραγματοποίηση συναυλίας.