Πραγματικά, υπάρχει έστω κι ένας σοβαρός Ελληνας πολίτης, όχι οπαδός, που είναι χαρούμενος με τα όσα έγιναν πριν τον τελικό του κυπέλλου; Υπάρχει έστω κι ένας νουνεχής πολίτης που να υπογράφει την επιτυχία της… εξυγίανσης που κάποιοι ευαγγελίζονται για το ελληνικό ποδόσφαιρο; Και που δεν είναι ικανοί ούτε έναν αγώνα να διοργανώσουν;

Ποιος να πανηγυρίσει δηλαδή και γιατί; Επειδή δεν υπήρχαν θύματα; Επειδή δεν θρήνησε – από τύχη – καμιά μάνα το παιδί της; Αστεία υπόθεση. Μια ακόμη «μαύρη» σελίδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο γράφτηκε και την ευθύνη έχουν οι «υπεύθυνοι». Ολοι εκείνοι που με τις αποφάσεις τους εξευτέλισαν κάθε έννοια δικαίου, κάθε έννοια σοβαρότητας.

Πόσο χαρούμενοι πρέπει να είμαστε για το γεγονός ότι αστυνομικοί συνόδευαν «φιλάθλους» με… βουλγαρικές σημαίες; Τι να πει κανείς όταν κουκουλοφόροι μετατρέπουν για ακόμη μια φορά την πρωτεύουσα σε… Καμπούλ και κανείς δεν αντιδρά;

Πόσο πετυχημένη είναι μια διοργάνωση που κινητοποίησε πέντε χιλιάδες αστυνομικούς, αλλά παρ’ όλα αυτά μπήκαν στο γήπεδο, φαλτσέτες, όπλα που ρίχνουν φωτοβολίδες, σιδηρολοστοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους;

Και το βασικότερο: Ποιος μπορεί να είναι ευτυχισμένος από το γεγονός ότι τέτοια ματς, τέτοιος φανατισμός, τέτοια ερασιτεχνική αντιμετώπιση από την ΕΠΟ, από την Πολιτεία, βάζουν ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της ελληνικής κοινωνίας που μοιάζει πιο διχασμένη από ποτέ;

Οι «Βόρειοι» και οι «Νότιοι» είναι εδώ και μας καλωσορίζουν από την… Καμπούλ της Ευρώπης. Και η επίσημη πολιτεία είναι ευχαριστημένη που δεν υπήρξαν νεκροί. Τι άλλο να πει κανείς. Οταν φτάνουμε πλέον στο σημείο να θεωρούμε κανονικότητα τον εμφύλιο και μάλιστα να έχουμε και κυβέρνηση που με κάθε τρόπο τον επιδιώκει, τότε έχουμε πάρει λάθος πορεία.

Για να φτάσουμε στην κόλαση φαίνεται ότι έχει ακόμη πολύ δρόμο. Και δεν χρειάζονται δακρυγόνα για να κλάψουμε για το ελληνικό ποδόσφαιρο, τη δημοκρατία μας, το κράτος δικαίου που υποτίθεται ότι έχουμε.