Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, φιλική διάθεση, ιδιαίτερο χιούμορ και αυτοσαρκασμό ο βρετανός συγγραφέας Τζόναθαν Κόου μύησε το κοινό στον κόσμo του βιβλίου του «Expo 58», αλλά και στις προσωπικές του σκέψεις.
Συζητώντας την Τετάρτη με δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλλου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ο Τζόναθαν Κόου μίλησε για τη δύναμη της σάτιρας. Και με ελαφρά ειρωνεία αναφέρθηκε στην εποχή του ψυχρού πολέμου, βασική πηγή της έμπνευσής του στο τελευταίο βιβλίο του «Expo 58».

Ο συγγραφέας προσπάθησε να εντάξει το κοινό στο ψυχροπολεμικό κλίμα του ’50 στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου του «Expo 58». Βάζοντας στο «κάδρο» της στηλίτευσης το σκεπτικό των Βρετανών εκείνης της εποχής, αλλά και παρομοιάζοντας την μετέωρη εκείνη κατάσταση με το τώρα, είπε πως οι ήρωες του βιβλίου του δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του, αλλά είναι βγαλμένοι από τη ζωή και την οικογένειά του.

Η περιθωριοποιημένη βρετανική κοινωνία και ο τρόπος ομιλίας της αριστοκρατικής ελίτ του ’50, το καταπιεσμένο συναίσθημα, αλλά και η «υποδούλωση» στο κατεστημένο τροφοδότησαν τη φαντασία του Κόου.

Μέσα από πληροφορίες για τη Διεθνή Έκθεση του 1958 άντλησε το υλικό του και ανέδειξε μια περίοδο πριν την επέλαση σημαντικών αλλαγών και την εισβολή της πολυπολιτισμικότητας στη βρετανική κοινωνία.

Ξετυλίγοντας το «κουβάρι» των σκέψεών του τόνισε πως εκείνο που τον εμπνέει είναι «οι χαμένοι της ζωής», και όχι οι επιτυχημένοι που «ιντριγκάρουν το αναγνωστικό κοινό».

Εκείνο που δεν απαγκιστρώνεται από το μυαλό του Κόου είναι «οι φωνές των ηρώων του που «ακούει» όταν δημιουργεί. Από την άλλη, εκείνο που τον αφήνει, όπως λέει, αδιάφορο είναι ο ανταγωνισμός λέγοντας χαρακτηριστικά πως «η συγγραφική δεν είναι μια ανταγωνιστική δραστηριότητα».

Ο Κόου παραδέχτηκε με χιούμορ πως γράφει «πολύ βρετανικά», ενώ είπε πως «γράφω για να καταλάβω τον εαυτό μου καλύτερα, αλλά και να ξεφύγω από αυτόν». Η σάτιρα, που όπως είπε, είναι «πολεμική και αλλάζει συναισθήματα» συνοδεύει τα μυθιστορήματά του που «κινούνται» σε έναν τόσο πραγματικό, αλλά και τόσο μακρινό κόσμο.

«Το βιβλίο πρέπει να πηγάζει από μέσα σου, πρέπει να θέλεις να πεις τη συγκεκριμένη ιστορία», είπε ο βρετανός συγγραφέας, που κινούμενος στη σφαίρα του σαρκασμού έπλασε τον κόσμο του «Expo 58».

Ο «Θατσερισμός» αποτέλεσε, επίσης, πηγή έμπνευσης του Κόου, καθώς η επιρροή του δεν αφήνει ανέγγιχτους τους ήρωες του συγγραφέα ειδικά στο παλαιότερο βιβλίο του «Τι ωραίο πλιάτσικο». Αφήνοντας αιχμές για την πολιτική Θάτσερ, αρνήθηκε πως η ίδια αποτέλεσε «ίνδαλμα φεμινισμού», ενώ με το χαρακτηριστικό βρετανικό σαρκασμό είπε πως «όσο πιο μακριά βρίσκεσαι από τη Βρετανία τόσο περισσότερο εκτιμάς τη Θάτσερ».

Παρόλο που ο Κόου κατέκρινε την πολιτική της ως ολέθρια για τη συνοχή της βρετανικής κοινωνίας, ισχυρίστηκε ότι ήταν «μαχήτρια», στοιχείο που τον γοητεύει όπως και η άνοδος της μεσαίας τάξης στη συντηρητική πολιτική σκηνή. Αντίθετα, τάχθηκε κατά του ελιτισμού, ενώ χαρακτήρισε «κακό» τον συγγραφέα ,Τζέφρι Άτσερ, πρότυπο του πατέρα του και υποστηρικτή της «θατσερικής» νοοτροπίας.

Αγαπημένα βιβλία του Κόου τα «Σαν τη βροχή πριν πέσει» και «Η λέσχη των τιποτένιων», που καθρεπτίζουν προσωπικά του βιώματα και λειτουργούν ως ημερολόγιο των εφηβικών και νεανικών του χρόνων.

Ο συγγραφέας, χωρίς να εμπλακεί σε πολιτική συζήτηση για την ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση, αρκέστηκε να πει πως «ηθικόν καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει αλήθειες.»