Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με τη μουσική στα Βαλκάνια γνωρίζει ότι τα σύνορα συνήθως δεν σταματούν ούτε τις μελωδίες, ούτε τους ρυθμούς, ούτε τους χορούς, ούτε τους θρύλους και τις παραδόσεις.

Λέμε ότι κάθε χώρα έχει τη δική της μουσική ή λαογραφική παράδοση, αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Μαθαίνουμε χορούς ως τμήμα της δικής μας εθνικής παράδοσης και πάμε ένα ταξίδι και βλέπουμε ότι ανάλογους χορούς έχουν και γειτονικές χώρες.

Κάποιες φορές αυτό αντανακλά και την ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Τα Βαλκάνια όταν ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ πιο σύνθετα ως προς την εθνολογική και γλωσσική τους σύνθεση. Τα κράτη απέκτησαν μεγαλύτερη «εθνική καθαρότητα» ύστερα από τις μετακινήσεις και ανταλλαγές πληθυσμών.

Όμως, η μουσική, τα έθιμα, οι συνταγές έμειναν για να θυμίζουν ότι οι άνθρωποι σε αυτή την περιοχή, που βασανίστηκε από πολέμους έως πολύ πρόσφατα, έχουν περισσότερα κοινά από όσα προσπάθησαν να τους κάνουν να πιστέψουν.

Και αυτό σημαίνει ότι καλό είναι να ακούγονται και χορεύονται αυτές οι μουσικές και αυτά τα τραγούδια, γιατί η πολυπολιτισμικότητα είναι πλούτος όχι «απειλή». Χωρίς λογοκρισία, μισαλλοδοξία και χωρίς παρεμβάσεις, που μας γυρίζουν σε σκοτεινές επικίνδυνες εποχές, δίνοντας τροφή στον εθνικισμό και την ακροδεξιά. Και χωρίς δημάρχους να ανακαλύπτουν «αλυτρωτισμούς» στο εάν θα ακουστεί ένα τραγούδι με τους σλάβικους στίχους του, επειδή έρχεται από την υπαρκτή σλαβόφωνη παράδοση στη χώρα μας. Όπως δεν θα έπρεπε να μας ενοχλεί εάν ακούγαμε ένα σέρβικο, ένα κροάτικο ή ένα βουλγάρικο τραγούδι. Όπως δεν μας ενοχλεί να ακούμε βλάχικα ή αρβανίτικα τραγούδια.

Γιατί είναι τραγούδια, γιατί είναι μουσικές, γιατί είναι χοροί, γιατί είναι δεσμοί που ενώνουν τους ανθρώπους.

Και ας μην βιαστείτε να μου πείτε ότι «καλά όλα αυτά, αλλά στη Φλώρινα όλα αυτά έχουν άλλη φόρτιση». Γνωρίζω την ιστορία και ξέρω καλά πόσο επικίνδυνοι είναι οι αλυτρωτισμοί, όλων των αποχρώσεων. Όμως, γνωρίζω εξίσου καλά – και στην πραγματικότητα το γνωρίζουν πολύ καλά και αυτοί που επενδύουν πολιτικά στην πατριδοκαπηλία και τον ψευτοπατριωτισμό– ότι η χώρα μας δεν κινδυνεύει όταν ακούγονται τραγούδια σε μια γλώσσα που μιλιόταν στη χώρα μας και σε μικρότερη κλίμακα μιλιέται ακόμη. Ούτε κάποια αμφισβήτηση των συνόρων έχουμε, ούτε εθνικό κίνδυνο αντιμετωπίζουμε από το τραγούδι για τη Σοφούλα που ο πατέρας της θέλει να την πάει στη Γουμένισσα…

Καταλαβαίνω ότι κάποιοι θέλουν να το παίξουν πιο πατριώτες από τους πατριώτες. Όμως, «εθνικό είναι το αληθές» έλεγε ο Σολωμός.

Και η αλήθεια είναι ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών έκλεισε το «Μακεδονικό» και έκλεισε με τρόπο καλό. Βρέθηκε όνομα για τη γειτονική χώρα που δεν ακυρώνει την ταυτότητά της αλλά και αποτρέπει κάθε αλυτρωτισμό, ξεκαθαρίστηκαν ζητήματα που αφορούν τη γλώσσα που μιλάνε στη Βόρεια Μακεδονία, ώστε να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις και οριστικοποίησε ένα πλαίσιο που ξεκαθαρίζει ότι ένα σλάβικο ιδίωμα που μιλιέται και σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδα δεν συνιστά μειονότητα, ούτε όμως αποτελεί και στίγμα για όσους το μιλάνε.

Ομολογουμένως η συνθήκη που διαμόρφωσε η Συνθήκη των Πρεσπών, που σήμερα κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει, ξεβόλεψε όσους είχαν μάθει να κάνουν εμπόριο πατριωτισμού. Όμως, δεν παύει να είναι βήμα προόδου που έκλεισε μια πραγματική εθνική πληγή.

Και αυτό γιατί διαμόρφωσε ένα πλαίσιο που επιτρέπει καλύτερη συνεργασία, λιγότερες εντάσεις, κλείνει οριστικά κάθε θέμα διεκδικήσεων και ταυτόχρονα επιτρέπει να μπορούν οι άνθρωποι να επικοινωνούν καλύτερα, να ακούνε μουσικές και να λένε τραγούδια σε όλες τις γλώσσες της περιοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι παραπάνω από αυτό ακριβώς που είναι: να γλεντήσουν, να χορέψουν, να τραγουδήσουν.