Δεν υπάρχει τίποτα αστείο στο να πέφτει πάνω σου ένας τοίχος δύο τόνων. Εκτός αν λέγεσαι Μπάστερ Κίτον. Η εμβληματική σκηνή στο Steamboat Bill, Jr. (1928), όπου ολόκληρη πρόσοψη σπιτιού σκάει πάνω του και ο ίδιος σώζεται επειδή στέκεται ακριβώς στο άνοιγμα ενός παραθύρου, δεν είχε κανένα κόλπο. Κανένα ειδικό εφέ. Ένα καρφί στο έδαφος έδειχνε το σημείο όπου έπρεπε να σταθεί. Αν μετακινούταν πέντε εκατοστά, θα ήταν νεκρός.

Ο Τζόνι Νόξβιλ του Jackass έχει παραδεχθεί ότι όταν προσπάθησε να αναπαράγει τη σκηνή, «πλησίασε όσο ποτέ στο να πεθάνει». «Ο Μπάστερ ήταν πάντα μαζί μου και θα είναι για πάντα», παραδέχεται ο ηθοποιός στο ντοκιμαντέρ του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς The Great Buster (2018).


Ο Κίτον, όμως, το έκανε με απόλυτη ψυχραιμία. Εκείνη την εποχή ο γάμος του διαλυόταν, έπινε πολύ και όσοι ήταν μπροστά στα γυρίσματα λένε πως δεν τον ένοιαζε αν θα σκοτωνόταν. Δεν σκοτώθηκε. Έμελλε όμως να τραυματιστεί δεκάδες φορές σε άλλες ταινίες: του συνέθλιψε το πόδι μια κυλιόμενη σκάλα, παραλίγο να πνιγεί σε ποτάμι, έχασε τις αισθήσεις του από κανονιά και έσπασε τον λαιμό του στο Sherlock Jr. — χωρίς να σταματήσει το γύρισμα.

«Το παιδί που δεν παθαίνει τίποτα»

Αυτή αντοχή δεν ήταν εκ γενετής· ήταν μαθημένη. Ο Κίτον ήταν παιδί-ακροβάτης στο βοντβίλ. Οι γονείς του τον έβαλαν από μωρό στο νούμερό τους, επειδή αλλιώς… το έσκαγε. Τον άρπαζαν από μια χειρολαβή βαλίτσας ραμμένη στα ρούχα του και τον εκτόξευαν στον τοίχο ή και στο κοινό. Η παράσταση παρουσιαζόταν ως «Το παιδί που δεν παθαίνει τίποτα». Τα κοινωνικά κινήματα τότε τους κυνηγούσαν. Μια φορά ο μικρός Μπάστερ κατέληξε γυμνός στο γραφείο του δημάρχου Νέας Υόρκης, με γιατρούς να τον εξετάζουν για κατάγματα. Δεν βρήκαν ούτε ένα. Ο ίδιος συγχώρησε τον πατέρα του. «Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Πάντα μου έλεγε: σφίξε τον κ*** σου πριν πέσεις.»

Στα 21 του, ο Φάτι Άρμπακλ — τότε ο πιο διάσημος κωμικός στον κόσμο — τον είδε και του άνοιξε την πόρτα του κινηματογράφου. Ο Κίτον παράτησε ένα χρυσοφόρο συμβόλαιο στο θέατρο. Ένιωσε ότι στο σινεμά μπορούσε να κάνει κάτι που στη σκηνή ήταν αδύνατο: να ελέγχει τον χρόνο. Τα γυρίσματα του ανήκαν. «Δεν είχαμε σενάριο. Είχαμε μια ιδέα και το τέλος. Η μέση φρόντιζε τον εαυτό της.» Γύριζε σκηνές, τις έδειχνε σε κοινό, ξαναγύριζε όσες δεν έφερναν γέλιο. Η δημιουργική ελευθερία ήταν το καύσιμό του.

Αυτή η ελευθερία ήταν και ό,τι έχασε.

«Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου»

Όταν υπέγραψε με την MGM, πιστεύοντας έναν παραγωγό που εμπιστευόταν τυφλά, όλα κατέρρευσαν. Το στούντιο επέβαλε σενάρια γραμμένα από επιτροπές. Ο Κίτον, που είχε χτίσει την καριέρα του στον αυτοσχεδιασμό, βρέθηκε να παίζει σε ταινίες που δεν του ανήκαν. Έχασε το πάθος του. Μεθούσε. Έλειπε από τα γυρίσματα, στοιχίζοντας στη MGM χιλιάδες δολάρια την ημέρα. Ο Τσάπλιν και ο Χάρολντ Λόιντ τον είχαν προειδοποιήσει: «Μη πας εκεί. Θα σου σκοτώσουν τη δημιουργικότητα.» Είχαν δίκιο. Αργότερα ο Κίτον θα το περιέγραφε ψυχρά: «Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.»

Κατέρρευσε ψυχολογικά και εισήχθη σε ψυχιατρείο. Δραπέτευσε από ζουρλομανδύα χρησιμοποιώντας κόλπο που του είχε μάθει ο Χουντίνι. Όταν επέστρεψε, η βιομηχανία τον είχε ήδη ξεχάσει. Χάθηκε στην Ευρώπη γυρίζοντας φτηνές ταινίες που δεν είδε κανείς. Και μετά, απλώς εξαφανίστηκε.

Τον έσωσε η τηλεόραση — το πιο ταπεινό μέσο. Μέσα από εμφανίσεις, διαφημίσεις, σόου, η Αμερική τον θυμήθηκε. Οι νέοι ηθοποιοί τον ανακάλυψαν. Ο Όσκαρ Άιζακ, ο Άνταμ Ντράιβερ, η Awkwafina μιλούν σήμερα για εκείνον ως «καθηγητή της ερμηνείας». Ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Γούντι Άλεν άντλησαν από το Sherlock Jr. για το Inception και το Purple Rose of Cairo. Ο σκηνοθέτης του Spider-Man μελέτησε τη μινιμαλιστική εκφραστικότητα του προσώπου του για να καταφέρει να βγάζει συναίσθημα πίσω από τη μάσκα.

Το BBC έγραψε πρόσφατα: «Ο Μπάστερ Κίτον είναι ο πιο επιδραστικός ηθοποιός της εποχής μας.»

Και είχε δίκιο.

Ο Κίτον έφυγε όπως έζησε

Στο τέλος της ζωής του, είχε πια έναν άνθρωπο στο πλευρό του: την Έλενορ Νόρις, τη γυναίκα που τον ερωτεύτηκε όταν ήταν κατεστραμμένος και που τον φρόντισε μέχρι την τελευταία μέρα. Στην τελευταία του δουλειά — μια διαφήμιση για έναν οργανισμό ασφάλειας στον Καναδά — υπήρχε κασκαντέρ standby σε περίπτωση που πέθαινε στο πλατό.

Δεν χρειάστηκε. Ο Κίτον έφυγε όπως έζησε: δουλεύοντας.

Το 1965, λίγους μήνες πριν πεθάνει, βρέθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το κοινό σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε για λεπτά. Εκείνος, που είχε περάσει από λήθη και τρέλα, έκλαψε. «Δεν ήξερα ότι με αγαπούσατε τόσο», ψιθύρισε.

Και μετά είπε μια φράση που θα μπορούσε να είναι το επίγραμμά του: «Αν μείνεις αρκετά πάνω στο καρουζέλ, κάποια στιγμή θα ξαναπιάσεις το χρυσό δαχτυλίδι.»

Ο Μπάστερ Κίτον έμεινε. Και το έπιασε.

*Με πληροφορίες από: El Pais English