«Δεν είναι απλώς σκληρό, είναι αυτόχρημα παράλογο —αγαπητέ Γιώργο— να κατευοδώνουν οι πρεσβύτεροι τους νεώτερους στο ύστατο ταξίδι. Σε μένα όμως έλαχε ο κλήρος να σου δώσω τον τελευταίο χαιρετισμό της Ομάδας των Δώδεκα (σ.σ. λογοτεχνική ομάδα-συντροφιά που ιδρύθηκε το 1951 με σκοπό την αναθέρμανση της λογοτεχνικής ζωής μέσω διαλέξεων, δημοσιευμάτων, αλλά και, κυρίως, της βράβευσης νέων λογοτεχνών), που τη θεμελίωσες μαζί με τους πρώτους ιδρυτές της και που την ετίμησες με το όνομά σου. Και θα εκτελέσω αυτό το χρέος με σπαραγμό ψυχής. Η ώρα δεν είναι κατάλληλη για ν’ αναλύσωμε και να αξιολογήσωμε την προσφορά σου στα Εθνικά μας Γράμματα. Ο τόσο απροσδόκητος, ο τόσο ξαφνικός θάνατός σου μας κεραυνοβόλησε. Και σήμερα δεν έχομε ούτε την ηρεμία ούτε τη δύναμη να σταθούμε κριτικά απέναντι στο πολύπλευρο λογοτεχνικό σου έργο και να υπογραμμίσωμε την αξία του. Αυτό θα γίνη άλλοτε, και από κείνους που και την αρμοδιότητα και το κύρος θα έχουν να σε τοποθετήσουν μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας μας στη θέση που σου πρέπει.


«ΤΑ ΝΕΑ», 1.11.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σήμερα εμείς, με την αδύνατη φωνή που έχει ακόμη μείνει ελεύθερη από το λυγμό, θα σου πούμε μόνο τι κενό, τι μεγάλο κενό φεύγοντας αφήνεις πίσω σου όχι μόνο στον κύκλο των οικείων και των φίλων σου, αλλά και στο χώρο της πνευματικής ζωής του έθνους γενικώτερα. Γιατί δεν ήσουν, δεν θέλησες ποτέ να είσαι ο ερημικός άνθρωπος της πέννας που κυνηγάει τις οπτασίες του και σμιλεύει με του λεπτουργού την επιμονή το λόγο του. Από την πρώτη σου κιόλας εμφάνιση στα Γράμματα το 1929 έδωσες μόνος σου, με τον τίτλο του παρθενικού σου βιβλίου (σ.σ. επρόκειτο για ένα δοκίμιο), τη σφραγίδα στο χαρακτήρα και στον προορισμό σου. Ελεύθερο Πνεύμα βαφτίστηκες, και ελεύθερο πνεύμα (φωτεινό, τίμιο, γενναίο) έμεινες σε όλη τη ζωή σου. Τέτοιος υποσχέθηκες να γίνης, κ’ έγινες· τέτοιος φιλοδόξησες να αναδειχτής, και αναδείχτηκες.

Το ελληνικό κοινό, που από τα πρώτα βήματα της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας σου σε πρόσεξε και σε εξετίμησε, αυτή την ωραία γραμμή της προσωπικότητάς σου ξεχώρισε και σε θεώρησε εκλεκτόν ανάμεσα στους εκλεκτούς αντιπρόσωπο της γενεάς του Τριάντα, της γενεάς σου. Σε όλα τα είδη του λόγου έδωσες το τάλαντό σου και διακρίθηκες: στο μυθιστόρημα, στο διήγημα, στην κριτική, στο θέατρο. Το δοκίμιο όμως υπήρξε η αγάπη και η δόξα σου. Έγινες ένας από τους καλύτερους δοκιμιογράφους μας. Σκέψη καθαρή, ολοκάθαρη, θάρρος ηθικό εξαίρετο, αίσθηση του μέτρου αλάνθαστη και ύφος λιτό, ανεπιτήδευτο, κομψό. Λόγος γνήσια, υποδειγματικά ελληνικός. Που είχε τη διαύγεια και την αβρότητα την ιωνική, την αιγαιοπελαγίτικη, μ’ εκείνη την τυπικά χιώτικη απόχρωση της συγκρατημένης συγκίνησης, της νοικοκυρωσύνης, της ισοζυγισμένης και ανυπόκριτης φρόνησης.


Τέτοιος υπήρξες και στη ζωή σου: τετράγωνος, στερεός, ευθύς. Χωρίς περιστροφές και ελιγμούς. Ελεύθερο πνεύμα — αλλά και έτοιμο πάντα να πηδήση στο στίβο και να παλέψη όταν κινδυνεύουν τα ιερά και τα όσια: η πατρίδα και η ελευθερία, η δικαιοσύνη και του ανθρώπου η αξιοπρέπεια. Από τα νιάτα σου έως προχτές ακόμα, που με άρθρα στον Τύπο και με δημόσιες ομιλίες ορθώθηκες να υπερασπίσης το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και τις λαϊκές ελευθερίες, υπήρξες ένας πιστός στρατιώτης της Ιδέας. Παράδειγμα για τους νέους που θα μπουν αύριο στην παλαίστρα, ύστερ’ από μας. Παράδειγμα αρετής και θάρρους.

Τόσα μόνο, αγαπητέ Γιώργο· δεν αντέχω, κανείς από μας δεν αντέχει να σου πη περισσότερα. Η καρδιά μας είναι βαρειά από το πένθος. Η Ομάδα των Δώδεκα, οι σύντροφοί σου, σε αποχαιρετούμε με μιαν υπόσχεση: ότι εσαεί θα τιμούμε βαθειά στο όνομά σου τον ειλικρινή και εγκάρδιο φίλο, τον ακέραιο πνευματικό άνθρωπο, τον άξιο τεχνίτη του λόγου, το μαχητή στους ευγενείς ιδεολογικούς αγώνες.

Αιωνία σου η μνήμη».


Αυτός ήταν ο επικήδειος που είχε εκφωνήσει στο Α’ Νεκροταφείο, στις 31 Οκτωβρίου 1966, ο διακεκριμένος παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Ευάγγελος Παπανούτσος (1900-1982), αποχαιρετώντας τον Γιώργο Θεοτοκά εκ μέρους της λεγόμενης Ομάδας των Δώδεκα. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την επομένη της κηδείας του Θεοτοκά, την Τρίτη 1η Νοεμβρίου 1966.

Ο δοκιμιογράφος, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, μια από τις πλέον γνωστές και δημιουργικές προσωπικότητες της Γενιάς του ’30, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905 (αναφέρεται ως έτος γεννήσεώς του και το 1906) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1966.


Ο Θεοτοκάς, που καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα από το 1931.

Προικισμένος με αναμφισβήτητο λογοτεχνικό ταλέντο, άρχισε να γράφει από πολύ νέος, με το πρώτο του βιβλίο, το δοκίμιο «Ελεύθερο Πνεύμα», να δημοσιεύεται το 1929. Το μυθιστόρημα «Αργώ», με το οποίο έμελλε να καθιερωθεί ως ένας από τους πλέον άξιους λογοτέχνες του Μεσοπολέμου, εκδόθηκε το 1936.


Συγκροτημένος πνευματικός άνθρωπος και άξιος τεχνίτης του λόγου, ο Θεοτοκάς διακρίθηκε κατά γενική ομολογία ως πεζογράφος (μυθιστοριογράφος κατά κύριο λόγο) και κριτικός, ενώ διέπρεψε ως δοκιμιογράφος. Ιδιαίτερη υπήρξε η σχέση του Θεοτοκά με το χώρο του θεάτρου. Πολλά θεατρικά έργα του είδαν το φως της σκηνής, ενώ ο ίδιος πρόσφερε κατά καιρούς τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Εθνικό Θέατρο και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Σε ό,τι αφορά τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις του, ο Θεοτοκάς ήταν ένας φιλελεύθερος διανοούμενος και ένας μαχητικός εκφραστής της αστικής διανόησης, σφοδρός πολέμιος της «εθνικοφροσύνης» και ιδεολογικός αντίπαλος του κομμουνισμού, υπέρμαχος της Δύσης, όπως και της ισορροπίας ανάμεσα στον εθνισμό και στο διεθνισμό.


Ο Θεοτοκάς, ο οποίος συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά («Εποχές» κ.ά.) αλλά και με την εφημερίδα «Το Βήμα», τιμήθηκε για το πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο του από την Ακαδημία Αθηνών και την ελληνική πολιτεία.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Γιώργος Θεοτοκάς στο Δαφνί το 1930 (πηγή: Αρχείο Γιώργου Θεοτοκά/Λιλή Αλιβιζάτου, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα/ΑΣΚΣΑ, ascsa.edu.gr).