Μία ζωή προσωρινή, μέχρι να πάμε «σπίτι μας»
Στα σπίτια των προσφύγων η πιο συχνή φράση που ακούς είναι «του χρόνου σπίτι μας»...
Είναι απόγευμα. Άνοιξη. Ακόμα η ζέστη δεν είναι αφόρητη στην Μόρφου. Η Μάρω χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει η «οικοδέσποινα».
«Καλησπέρα. Μπορούμε να μπούμε να δει η κόρη μου το σπίτι της;» λέει η Μάρω στα αγγλικά.
«Γεια σας. Μπορείτε να μπείτε στο σαλόνι. Στα δωμάτια δεν μπορείτε να πάτε. Κοιμάται ο γιος μου», απαντάει η «οικοδέσποινα». Η ενόχληση είναι σαφής. Είναι η δεύτερη φορά που της χτυπάνε την πόρτα ελληνοκύπριοι για να δουν το σπίτι τους. Δεν μπορεί να πει και όχι. Είναι το κλίμα τέτοιο, άλλωστε. Και έχουν μαζί τους και αυτό τον δικηγόρο, τον Χακκί, που δεν δέχεται την άρνηση.
Είναι 2004. Όταν όλοι ακόμα – ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι πρόσφυγες – χτυπούσαν τα κουδούνια για «να δουν το σπίτι τους». Να στρίψουν το μαχαίρι στην πληγή τους. Να δείξουν ότι δεν ξέχασαν.
Μπαίνουν σαν ξένοι στα σπίτια τους. Προσπαθούν να δουν αν τα πράγματα τους είναι στη θέση τους. Αν έχουν αλλάξει τα έπιπλα. Αν η ζωή τους είναι ακόμα εκεί. Αν μπορούν να νιώσουν οικεία.
«Έλα. Έλα να δεις το σπίτι σου. Δεν είναι όπως ήταν, αλλά θα καταλάβεις. Θα θυμηθείς από τις φωτογραφίες», μου λέει η Μάρω.
Η τουρκοκύπρια «ένοικος» δεν είναι ιδιαίτερα φιλική. Δεν ανήκει άλλωστε σε αυτούς που πιστεύουν στην επανένωση, στη λύση. Αυτούς που θα θελαν να γυρίσουν σπίτι τους. Ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στα τετελεσμένα της κατοχής.
Η Μάρω στην άρνηση της να συνεργαστεί, γίνεται πιο επιθετική. Είναι η σειρά της να «εισβάλει» στο σπίτι της. Σε αυτό που ήταν δικό της και της το πήραν. Καταφέρνει να φτάσει μέχρι την κουζίνα. Σε μία άχαρη ξενάγηση ενός σπιτιού τόσο οικείου και τόσο ξένου ταυτόχρονα.
Το «πρόχειρο» και το «καλό» σαλόνι της γιαγιάς. Η «πρόχειρη» και η «καλή» τραπεζαρία.
«Δεν είναι αυτά τα έπιπλα μας. Λείπουν και τα «ασημικά» της γιαγιάς σου. Ο πρώτος που έμεινε εδώ ήταν τούρκος διοικητής. Πήρε τα πάντα. Ακόμα και τα είδη υγιεινής. Και άνοιξε το νερό να πλημμυρίσει, να μην καταλάβουν τι πήρε». Η διήγηση είναι στα αγγλικά. Να καταλαβαίνει και η νέα «οικοδέσποινα».
Η οικογένεια της είναι στο σπίτι, αλλά κανείς άλλος δεν βγαίνει να μας δει.
«Στην αυλή η γιαγιά σου είχε κήπο με τριαντάφυλλα, σε όλα τα χρώματα. Αλλά έριξαν τσιμέντο και τον ξήλωσαν. Κοίτα τα κάγκελα. Εκεί είναι ακόμα στραβωμένο, όταν ο πατέρας σου μάθαινε να οδηγεί και το τράκαρε». Αυτή ήταν η μόνη φορά που μπόρεσα να διακρίνω ένταση που πρόδιδε ταραχή στη φωνή της Μάρως. Ήταν η πρώτη φορά και μοναδική φορά που είδα τη Μάρω, μάνα μου, να προσπαθεί να μην χάσει την ψυχραιμία της. Και κάποιες στιγμές να μην τα καταφέρνει.
Με ένα τρόπο που ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω, οι φωτογραφίες ζωντανεύουν. Εγώ δεν γεννήθηκα εκεί. Δεν πρόλαβα να δημιουργήσω μνήμες. Και όμως ήταν σαν να θυμάμαι πράγματα που δεν είχα καν προλάβει να ζήσω.
Έμπαινα «σπίτι μου» όχι με το κλειδί μου, αλλά χτυπώντας το κουδούνι. Ρωτώντας αν μπορώ να μπω. Και με την αμηχανία ενός παράξενου επισκέπτη. Και όμως έμπαινα σπίτι μου.
«Εντάξει πάμε να φύγουμε». Ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω…
Από τότε πάω στη Μόρφου κάθε χρόνο. Κάθε φορά περνάω απ’ έξω. Δεν έχω χτυπήσει ποτέ ξανά το κουδούνι. Προτιμώ να το κοιτάζω απ’ έξω. Είναι πιο εύκολο.
Κάπως έτσι μπορώ να «βλέπω» τη Μάρω, το Χρήστο και το Χάρη να τσακώνονται στις βεράντες. Την κυρία Λουκία να κάνει δουλειές. Τη γιαγιά μου να φωνάζει «περιμένετε να γυρίσει ο πατέρας σας και θα δείτε». Το Νίκο να μπαίνει για πρώτη φορά και να προσπαθεί να κρύψει τον εντυπωσιασμό του.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν αν δεν είχαμε φύγει. Αν δεν μας είχαν διώξει.
Αν οι αναμνήσεις μου δημιουργούνταν εκεί που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχα ζήσει σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.
Πριν την προδοσία. Πριν την εισβολή.
Να καταλάβω πώς θα ήταν να γυρνάω από το σχολείο και να πετάω την τσάντα στο σαλόνι της Αγάθης. Να φανταστώ τον Αντρικκή να γυρίζει από το Συνεργατικό και να φτιάχνει χυμό στα εγγόνια του από τα πορτοκάλια του.
Να δω τα οικογενειακά τραπέζια εκεί που θα έπρεπε να γίνονται, χωρίς τη φράση «και του χρόνου σπίτι μας», που συνόδευε κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή της ζωής μας.
Τις φωτογραφίες και τα άλμπουμ μας στη θέση τους. Όλες. Όχι όσες κατάφεραν να μας φέρουν.
Ο Αντρικκής μου δεν μπήκε ποτέ στο σπίτι αυτό μετά το 1974. Μπήκε στο γραφείο του μόνο, στο Συνεργατικό. Η συγκίνηση δεν τον άφησε καν να αναγνωρίσει πού βρίσκεται.
Δάκρυσε μια στιγμή. Στις πορτοκαλιές του. Ήταν απεριποίητες, αλλά ανθισμένες, όταν πήγαμε. Έκατσε σε ένα από τα δέντρα και δεν μιλούσε..
Ο Αντρικκής μου, ο παππούς μου, ήταν αυτός που μας έκανε να αγαπάμε τη Μόρφου χωρίς να την έχουμε δει ποτέ. Να νιώθουμε πρόσφυγες, ενώ γεννηθήκαμε έξι και 10 χρόνια μετά την εισβολή.
Δεν υπήρχαν παραμύθια στο σπίτι μας. Υπήρχαν ιστορίες που διηγούνταν σε ένα προσωρινό σπίτι, ώστε τα παιδιά να είναι προετοιμασμένα να γυρίσουν στο πραγματικό τους σπίτι και να το αναγνωρίσουν σαν δικό τους.
Μεγαλώσαμε με μία αίσθηση προσωρινότητας. Περιμέναμε να γυρίσουμε σπίτι μας. Ζούσαμε όπου και να βρισκόμασταν μία ζωή «προς το παρόν», μέχρι να πάμε «πίσω».
Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα νομικά ή ηθικά για κάποιους να νιώθω πρόσφυγας. Ξέρω όμως ότι μεγάλωσα με μία προσμονή.
Δεν υπήρξε ποτέ ίχνος εκδικητικότητας.
Μόνο προσμονή. Για να γυρίσουμε σπίτι μας. Όχι σε αυτά που «μας ανήκουν», αλλά εκεί που «ανήκουμε». Γιατί οπουδήποτε αλλού ήμασταν ξένοι.
51 χρόνια μετά υπάρχουν πολλοί που «φωνάζουν» εθνικιστικά συνθήματα. Πολλοί που όσους τολμάμε να μιλάμε και για όσα κάναμε «εμείς», οι ελληνοκύπριοι για να δώσουμε την αφορμή στην Τουρκία για την εισβολή μας θεωρούν «προδότες».
Οι πληγές άλλωστε πονάνε λιγότερο όταν πιστεύεις πως κάποιος άλλος σε έσπρωξε και χτύπησες, χωρίς να έχεις καμία ευθύνη.
Ο Ιούλιος είναι δύσκολος μήνας για τους Κύπριους. Και αυτούς που μιλούν ελληνικά και αυτούς που μιλούν τουρκικά. Το ίδιο και το 15αυγουστο.
Κυρίως για όσους είδαν τους τους ανθρώπους τους να δολοφονούνται στις 15 Ιουλίου από τους «δικούς τους», όχι τους Τούρκους στρατιώτες.
Πιο δύσκολο ήταν να μην μάθεις να μισείς κανένα.
Αλλα να μάθεις να ελπίζεις και να περιμένεις. Να περιμένεις την επιστροφή. Να φτιάχνεις τα σπίτια σου προσωρινά και με τρόπο που να μαζεύονται εύκολα για να γυρίσεις «πίσω».
Να μάθεις να μην ξεχνάς. Να θυμάσαι με δανεικές αναμνήσεις. Περιμένοντας να φτιάξεις τις δικές σου.
Να μάθεις να μην αποδέχεσαι ότι τελείωσε.
Να περιμένεις. Να «καρτεράς».
Και να δακρύζεις χωρίς λόγο κάθε άνοιξη, αν τύχει να μυρίσεις ανθισμένες πορτοκαλιές.
Όσοι δεν έχουν ζήσει με αυτό τον τρόπο, μπορούν να δείχνουν τους Κύπριους, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους και να λένε ότι δεν θέλουν λύση.
Να είναι αλαζόνες και μηδενιστές. Όσοι όμως μεγάλωσαν σε σπίτια προσφύγων, ξέρουν πώς είναι να υπάρχουν παντού οι φωτογραφίες που σώθηκαν, όχι για να θυμάσει μια καλύτερη, παλαιότερη εποχή. Αλλά για να μην ξεχάσεις πού πρέπει να επιστρέψεις. Να δημιουργήσεις με κάποιο μαγικό τρόπο μνήμες. Να κρατήσεις τις πληγές ανοιχτές. Μέχρι την επιστροφή.
Και να καρτεράς. Όχι να γυρίσεις σε όσα σου ανήκουν, αλλά εκεί που ανήκεις. Να βάλεις το κλειδί στην πόρτα και να αναπαυθείς.
Για μένα η επιστροφή στο σπίτι, έχει οδό και αριθμό. Οδός Λιπέρτι, αριθμός 7, Μόρφου…
Το ραδιόφωνο στις 15 Ιοούλη 1974 έπαιζε «το πουκάμισο το θαλασσί». 51 χρόνια μετά ακόμα περιμένεις, «χρυσή κλωστή και βελονιά, ποιος θα δικάσει το φονιά»…
Και το μόνο που λέμε είναι «ας όψονται που τα εκάμασι».
- Εύκολα και γρήγορα: Τρεις διατάσεις που «ξεκλειδώνουν» μυαλό και σώμα
- Τι αλλάζει με τα πρόστιμα για όσους δεν πληρώσουν έγκαιρα τα τέλη κυκλοφορίας
- Τεχνητή Νοημοσύνη: «Βλέπει» φτωχά και πλούσια έθνη;
- Μείωση 40% των νοσοκομειακών λοιμώξεων απέτρεψε 17.000 μέρες νοσηλείας επιπλοκών
- Συνταγή: Τονοσαλάτα με καστανό ρύζι, ρόδι, σταφίδα & λαχανικά
- Πόσο Τραμπ μπορεί να αντέξει η Ευρώπη;






