«Ο Μπαχ για παιδιά»: Η ζωή μας σαν πίνακας ιμπρεσιονισμού
Στο μυθιστόρημα «Ο Μπαχ για παιδιά» της Αυστραλής Έλεν Γκάρνερ οι φευγαλέες εντυπώσεις, τα σπαράγματα της καθημερινότητας και τα στιγμιότυπα αναπληρώνουν την έλλειψη υπόθεσης αποτυπώνοντας με μάλλον καλύτερο τρόπο τον σουρεαλισμό της πραγματικότητας
Δεν υπάρχει πλοκή στο μυθιστόρημα «Ο Μπαχ για παιδιά» της Έλεν Γκάρνερ (εκδ. Gutenberg, μτφ. Ελένη Ηλιοπούλου, 2025). Και οι χαρακτήρες δεν επιτρέπουν την εις βάθος ανάλυσή τους. Ακόμη και τα αντικείμενα ενός νοικοκυριού παρομοιάζοντας με «καρτούν του εαυτού τους». Η περιγραφή του τοπίου είναι σπάνια και φευγαλέα. Και δεν υπάρχει κάποια καθοριστική σκηνή που προοιωνίζεται τη συνέχεια, την ανατροπή ή το φινάλε. Κι όμως, η Αυστραλή συγγραφέας (γενν. 1942) καταφέρνει να αποδώσει τον μακρινό και άγνωστο κόσμο στα προάστια της Μελβούρνης (του 1984, εν προκειμένω, καθώς τότε πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο της) με το απαραίτητο βάθος.
Για να το πετύχει, δουλεύει πάνω στον ρυθμό της κάθε πρότασης. Για να έχει την καλύτερη πρόσληψη, ο αναγνώστης θα πρέπει να τον αφουγκραστεί αφήνοντας στην άκρη τα εργαλεία του ρεαλισμού. Θα πρέπει να ανακαλύψει, δηλαδή, τα νοήματα που εξυφαίνονται σε ρωγμές, παύσεις, ανάσες και «πινελιές», όπως σε έναν πίνακα ιμπρεσιονισμού. Όπως στην επόμενη πρόταση: «Η Αθίνα καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι σταματούσαν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Ήξερε ότι δεν έπαιζε καλά, ότι το παίξιμό της, ακόμη κι όταν ήταν σωστό, ήταν σαν να απήγγειλε κάποιος το μάθημά του με υπάκουη φωνή, χωρίς διακύμανση και συναίσθημα, χωρίς κατανόηση: μια προδοσία της μουσικής. Τράβηξε τα χέρια της από το κλαβιέ. Υπήρχε σκόνη σε όλα τα πλήκτρα εκτός απ’ αυτά που βρίσκονταν σε μια οκτάβα από τη μία και την άλλη πλευρά του μεσαίου ντο. Έκλεισε το καπάκι». Η Αθίνα ζει μια συμβατική ζωή στα προάστια της Μελβούρνης με τον άντρα της, Ντέξτερ, και τους γιους τους Άρθουρ και Μπίλι (τον δεύτερο στο φάσμα του αυτισμού). Η καθημερινότητά τους αλλάζει -προς κατευθύνσεις που δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν μέχρι τότε- όταν «εισβάλλουν» η παλιά φίλη του Ντέξτερ, Ελίζαμπεθ, η αδερφή της Βίκι και ο πρώην εραστής της, Φίλιπ, με την ανήλικη κόρη του, Πόπι.
Αλλά και αυτή η σύνοψη μοιάζει εξαιρετικά καλοβαλμένη για ην καλειδοσκοπική διάσταση του αφηγήματος. Η οπτική γωνία συνεχώς αλλάζει από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια της συγγραφέως να υποδείξει ακριβώς την αίσθηση της πολυφωνικότητας, χωρίς καν να προβαίνει σε ηθικούς χαρακτηρισμούς των ηρώων και των ηρωίδων της. Από ένα σημείο κι έπειτα, ο καθένας επιλέγει τα όπλα του. Η Αθίνα θέλει να ζήσει μια εξωοικογενειακή περιπέτεια, η Βίκι το εφήμερο σεξ, ο Ντέξτερ να παραμείνει σταθερός σε μια σύγχρονη ζωή που κλυδωνίζεται («τώρα είχε μπει σ’ αυτό το ηθικό σύμπαν και δεν μπορούσε να ξαναβγεί»). Σαν ένα μηχανισμό που μπορούν να ανακαλύψουν οι αναγνώστες της η Γκάρνερ έχει προνοήσει για ορισμένα κλειδιά, πεταμένα ανάμεσα στους διαλόγους των χαρακτήρων της: «Ποια ήταν η ουσία; Επισήμαιναν ο ένας στον άλλο αυτά τα μικρά επεισόδια. Δεν τα συζητούσαν ούτε τα έκριναν, ωστόσο όριζαν τον εαυτό τους με βάση τις συμπεριφορές των αθέλητων πρωταγωνιστών αυτών των θεατρικών».
Οι ζωές των βασικών προσώπων είναι φτιαγμένες από θραύσματα, φευγαλέες εντυπώσεις, υπομνήσεις και αναμνήσεις. Κι όμως, μοιάζουν αίφνης πιο «ρεαλιστικές» μπροστά στα μάτια μας από άλλες αφηγήσεις όπου ο παντογνώστης συγγραφέας έχει το πάνω χέρι και ο εσωτερικός μονόλογος απλώνεται σε σελίδες επί σελίδων. Ακριβώς επειδή οι ήρωες δίνουν την αίσθηση ενός φάσματος που κινείται από τη μία εφήμερη σκηνή στην άλλη μοιάζουν και πιο αληθινοί. Γιατί πώς αλλιώς να αποδώσει η Γκάρνερ τη ζωή στα προάστια, εκεί όπου οι άνθρωποι είναι «ανένδοτοι στις συνήθειές» τους; Εκεί όπου η μια μονοτονία διαδέχεται την άλλη και «οι άνθρωποι ερωτεύονται μόνο και μόνο επειδή το διάβασαν σε κάποιο φτηνιάρικο αμερικανικό περιοδικό, μόνο και μόνο επειδή το θέλουν, επειδή βαριούνται και δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν»; Για να δώσει κάτι από τον απροσμέτρητο βυθό του Φίλιπ, για παράδειγμα, του ροκά που κάνει εφήμερες σχέσεις και σνιφάρει προσέχοντας παράλληλα την κόρη του, αρκεί μία παράγραφος: «Έμενε έξω ως αργά, ξάπλωνε σε ξένα κρεβάτια σε σπίτια όπου μέσα στην κατσαρόλα ήταν εξίσου πιθανό να βράζει μια σύριγγα όσο κι ένα αβγό· διέγειρε ανώφελα πάθη σε κορίτσια που δεν έβρισκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να σέρνονται στο στούντιο ανάμεσα σε άδεια κουτιά πίτσας περιμένοντας κάποιος να τις προσέξει. Γυρνούσε σπίτι την ώρα που το φως δεν είναι ακόμη τίποτα παραπάνω από την τονισμένη λευκότητα ενός πουκαμίσου που κρέμεται μπροστά σε μια βιβλιοθήκη, μια λάμψη στην πλάτη μιας καρέκλας στην κουζίνα».
Η συγγραφέας Έλεν Γκάρνερ
Θα αντέξει άραγε το κέντρο μέσα σ’ αυτή τη ρευστότητα, όπου επιθυμίες και όνειρα εναλλάσσονται σαν τις εικόνες που προλαβαίνει κανείς από το τζάμι ενός τρένου μέσα στη νύχτα (η εικόνα στη σελ. 150); Κάποια στιγμή η Αθίνα επιστρέφει στο σπίτι ύστερα από τη δική της ερωτική περιπέτεια με τον Φίλιπ και: «Τα ρούχα στο σκοινί θα στεγνώσουν σε σχήματα άκαμπτα που θα ξαναπαίρνουν τη μορφή τους μόλις τ’ αγγίζεις». Και: «κάποιος θα βάλει την τσαγιέρα να βράσει». Και: «ο Ντέξτερ θα καθίσει στην άκρη του κρεβατιού για να δέσει τα σανδάλια του, και η Αθίνα θα τον πλησιάσει από πίσω και θ’ ακουμπήσει το κεφάλι της στο γόνατό του, κι εκείνος θα πάρει το κεφάλι της στα χέρια του και θα το κρατήσει σφιχτά». Η σταθερότητα είναι μια ψευδαίσθηση. Ακόμη κι όταν έρχεται είναι εύπλαστη αλλάζοντας συνεχώς σχήμα. Εύθραυστη, αλλά η μόνη αληθινή.
- Eurovision 2026: Εκτός διαγωνισμού και Ιρλανδία, Ολλανδία, Σλοβενία μετά την ανακοίνωση συμμετοχής του Ισραήλ
- Κεταμίνη: Έφηβος περιγράφει πως η χρήση τού κατέστρεψε τη ζωή – Έπαιρνε 11 γραμμάρια την ημέρα
- Ιταλία: Δολοφόνησε τον γείτονά του όταν πήγε να του γκρεμίσει το σπίτι με εκσκαφέα – Αθωώθηκε από το δικαστήριο
- Παναθηναϊκός: Η 12άδα για το παιχνίδι με τη Βαλένθια
- Ανασχηματισμός στην Κύπρο με μήνυμα (;) για τον GSI
- ΗΠΑ: Το πρόστιμο της ΕΕ στο Χ είναι «επίθεση στον αμερικανικό λαό», λέει ο Ρούμπιο





