Η υπογράμμιση της σημασίας του «Φοβερού βήματος», του ομότιτλου βιβλίου του Κώστα Ταχτσή, από τον Χρήστο Χωμενίδη στο έξοχο κείμενό του το περασμένο Σαββατοκύριακο στα «ΝΕΑ» υποχρεώνει τον υποφαινόμενο που είχε επιμεληθεί την έκδοσή του – αν και έχουν περάσει τριάντα τέσσερα χρόνια από τη δημοσίευσή του -, έναν χρόνο ακριβώς μετά τον θάνατο του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού», σε μερικές διευκρινιστικές λεπτομέρειες. Ετσι ώστε όση φημολογία και αν έχει αναπτυχθεί στο διάστημα αυτό, να υπάρχουν καταχωρισμένες ως αντίπαλον δέος οι ακριβείς συνθήκες της συγκρότησης του «Φοβερού βήματος» σε βιβλίο, αφού, όπως έχουμε συχνά πει, τον Αύγουστο του ’88 που δολοφονήθηκε ο Ταχτσής το βιβλίο σαφέστατα γραφόταν ακόμη και θα συνέχιζε να γράφεται. Δεν πρόκειται για εικασία αλλά για ρητή ομολογία του ίδιου του Ταχτσή την εποχή ακριβώς που τόσο βίαια και απάνθρωπα κόπηκε το νήμα της ζωής του. Οταν λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Ταχτσή, με τη σύμφωνη γνώμη της αδερφής του Ελπίδας Αρτέμη – Ταχτσή, της εκδότριάς του Μάγδας Κοτζιά και του στενού του φίλου, του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, ανέλαβα την τακτοποίηση του αρχείου του, μου ήταν αδύνατον να φανταστώ το μέγεθος των προβλημάτων που θα προέκυπταν. Συνίσταντο κυρίως στην αγωνία ένα «υλικό» που ο δημιουργός του το διαχειριζόταν, γνωρίζοντας, αφού ο ίδιος το είχε συνθέσει, τη θέση που θα κατελάμβαναν στο τελικό οικοδόμημα σελίδες με διαφορετική αρίθμηση αλλά με ένα σχεδόν όμοιο περιεχόμενο, να τοποθετηθούν με έναν τρόπο που, αν μη τι άλλο, να μη θίγεται η απρόσκοπτη ανάγνωση καθώς θα είχε γίνει σεβαστή η χρονική και αισθηματική συνέχεια ως προς τα εξιστορούμενα γεγονότα.

Το «δυστύχημα» υπήρξε πως την «αδυναμία» του Ταχτσή να μην καταστρέφει ή μάλλον να μην πετάει καμιά από τις γραφές που θεωρούσε ως μη ολοκληρωμένη, διατηρώντας στο αρχείο του μόνο αυτή που λογάριαζε ήδη ως τελική, την επιδείνωσε ακόμα περισσότερο το αναπόφευκτο φύρδην μίγδην που προκάλεσε στο σύνολο του αρχείου η μεταθανάτια έρευνα των διωκτικών Αρχών. Επιχειρήθηκε τελικά αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε συνετός και μετριοπαθής αναγνώστης – επιμελητής. Διατηρήθηκε – όσο ήταν δυνατόν – μία «φυσιολογική» σειρά με την έννοια μιας λογικής διαδοχής ώστε να μην είναι ο αριθμός της σελίδας που υποβάλλει τη σειρά αυτή, αλλά η εξέλιξη του ίδιου του περιεχομένου, έστω και αν η σελίδα αριθμός 24 είχε ως επόμενη τη σελίδα 28 ή 32. Διευκρινίζοντας πως ήταν πάντα τόσο σφιχτή η συνοχή τους ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη ακόμη και ενός «και» ή ενός «μήπως» ή μιας οποιασδήποτε τέλος διευκρινιστικής προσθήκης από σελίδα σε σελίδα.

Ωστόσο δεν αναφερθήκαμε ακόμη στην κατευθυντήρια σκέψη της επιμέλειας αυτής που δεν ήταν άλλη παρά ο σεβασμός μιας τρομερής ανησυχίας του Κώστα Ταχτσή, όσο ζούσε βέβαια. Χωρίς να παραθεωρεί τη συμβολή στο βιβλιογραφικό του «Curriculum vitae» των βιβλίων του «Τα ρέστα» και «Η γιαγιά μου η Αθήνα», φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν δίδυμο αδερφό του «Τρίτου στεφανιού», και το «Φοβερό βήμα» ήταν η ομολογημένη αντίστοιχη πρόθεσή του. Γνωρίζοντας ωστόσο πολύ καλά ο ίδιος πως ήταν αδύνατον να υπάρξει ένα δεύτερο «Τρίτο στεφάνι», δεν του απέμενε παρά η συγγραφή μιας αυτοβιογραφίας που θα διαβαζόταν ως ένα καθαρόαιμο αφήγημα. Τόσο περισσότερο που καθώς ο ίδιος αναγνώριζε να έχει συμφιλιωθεί ακόμη και με τα δραματικότερα περιστατικά της ζωής του μπορούσε να τα λογαριάζει πια ως αφετηρία για ένα ισχυρό διαρκές ψυχικό ταρακούνημα και επομένως για μια μεγαλειώδη δημιουργία.