O Άντι Γουόρχολ ισχυριζόταν ότι έτρωγε το ίδιο μεσημεριανό επί 20 χρόνια – τη γνωστή σούπα σε κονσέρβα-σύμβολο της pop art, η οποία δεν ικανοποιούσε μόνο τις γευστικές του ανάγκες, αλλά και τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, συνδέοντας τους κοινωνικούς προβληματισμούς με την ευκολία του ανοίγματος μιας κονσέρβας.

Μία «ανταγωνίστρια» σούπα σε κονσέρβα, άλλης πολυεθνικής, πρωταγωνίστησε, άθελά της κι αυτή, σε ένα πρόσφατο συμβάν όταν εκτινάχθηκε αστραπιαία και εις ένδειξη διαμαρτυρίας σε έναν από τους πίνακες «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ, ο οποίος φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.

Τι ενώνει αυτές τις δύο κονσέρβες; Η αντίδραση και η υποδαύλιση της βεβαιότητας ότι «έτσι είναι τα πράγματα». Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και να αλλάξουν. Το μελανό σημείο και εκεί που οι περισσότεροι διαφώνησαν είναι ότι η δεύτερη κονσέρβα δεν ενέπνευσε την τέχνη, η οποία τέχνη, έτσι κι αλλιώς ενέχει την επανάσταση, αλλά επιτέθηκε σε αυτήν.

«Είμαι καλλιτέχνις, αγαπώ την τέχνη, αλλά αντί να περνάω τον χρόνο μου κάνοντας τέχνη, αναλαμβάνω δράσεις όπως αυτή, περνάω χρόνο μέσα και έξω από τα κελιά και τιμωρούμαι από το νομικό μας σύστημα επειδή εκλιπαρώ την κυβέρνηση να αφήσει τη γενιά μου να έχει μέλλον» εξήγησε η Τόρανς Μπράιτ, μέλος της ακτιβιστικής οργάνωσης Just Stop Oil και φοιτήτρια στο Glasgow School of Art μιλώντας για κάποια ανάλογη δράση-αντίδραση, πριν μερικούς μήνες. «Κρατάμε αυτά τα έργα τέχνης ιερά, αλλά τι είναι πιο ιερό από την ίδια τη ζωή;».

Το σκηνικό, φυσικά, πέτυχε αυτό που ήθελε, έγινε viral, αλλά η αντίδραση του κοινού διχάστηκε. Οι συντηρητικοί αγανάκτησαν αλλά ακόμη και πολλοί προοδευτικοί απογοητεύτηκαν. «Όχι τα Ηλιοτρόπια, ρε παιδιά!».

«Συμφωνώ με το μήνυμά τους, δεν νομίζω ότι κανείς το αμφισβητεί αυτό, εκτός από λίγους. Είναι ο σωστός σκοπός, με λάθος μέθοδο» σχολίασε στην Guardian ο 63χρονος Γουέιν Πάλμερ 63, πολιτικός μηχανικός από το Κάρντιφ, ενώ ο 36χρονος Τρίσταν Σόουλις, οικονομολόγος υγείας και λέκτορας από το Ντέβον συμπλήρωσε: «Σε αυτή τη χώρα, όλες οι μορφές διαμαρτυρίας ποινικοποιούνται σταδιακά, πράγμα που είναι αποκρουστικό. Πάντα φαίνεται να υπάρχει ένα νέο νομοσχέδιο που περνάει από το κοινοβούλιο σχετικά με την πάταξη της διαμαρτυρίας. Αυτοί οι διαδηλωτές είναι γενναίοι, σίγουρα θα βρεθούν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, αλλά πρέπει να καταλάβουν τη σπουδαιότητα της συζήτησης, όχι μόνο τα φώτα της δημοσιότητας».

Παρά το γεγονός ότι οι Just Stop Oil έχουν ευρεία δράση καιρό τώρα, το κόλπο με τον Βαν Γκογκ ήταν αυτό που έκανε το μεγαλύτερο γκελ και ξεσήκωσε τις περισσότερες αποδοκιμασίες.

Πόσο χρήσιμο είναι, αλήθεια, να παραμορφώσεις έστω και συμβολικά έναν πίνακα που γοητεύει τόσους ανθρώπους και ο οποίος φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με την πετρελαϊκή βιομηχανία;

«Απλώς έμοιαζε κάπως τυχαίο και ίσως να ήταν εάν η Εθνική Πινακοθήκη δεν εξακολουθούσε να χρηματοδοτείται από την BP, όπως συνέβαινε μέχρι φέτος» γράφει ο Τζέιμς Γκρέιγκ στο Dazed συνεχίζοντας: «Το να συζητάμε για τις τακτικές δεν είναι κακό πράγμα, και το διακύβευμα είναι τόσο υψηλό που κανείς δεν πρέπει να μείνει ανεπηρέαστος από την κριτική απλώς και μόνο επειδή «τουλάχιστον αυτός κάνει κάτι». Αλλά όταν συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχει μια βασική γραμμή αλληλεγγύης, κάτι που λείπει πολύ από μεγάλο μέρος της αντίδρασης».

Με άλλα λόγια, αναζητώντας την αλήθεια και το αποτέλεσμα σε έναν κόσμο που διχάζεται αδιακόπως καταγγέλλοντας δαίμονες, θεούς και όλα τα ενδιάμεσα. Το περιβάλλον, όμως, είναι μια υπόθεση που, είτε μας αρέσει είτε όχι, ανήκει σε όλους μας, οπότε παραφράζοντας ελαφρώς τον Μαρκ Τουαίην, «όταν βρεθείς με το μέρος της πλειοψηφίας είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογιστείς», θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε ιδεολογικά τη μειοψηφία.

Άλλωστε πολύ λίγα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης στην ιστορία υπήρξαν δημοφιλή στο ευρύ κοινό, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονται.