Ντενίζ στα τουρκικά σημαίνει θάλασσα. Σαν τις θάλασσες της Ελλάδας που αγαπάμε τόσο πολύ το καλοκαίρι. Είναι οικείο και στα ελληνικά. Παραπέμπει στο «Διονυσία». Κάπως έτσι διάλεξαν το όνομά της οι γονείς της. Η Ντενίζ σήμερα είναι τριών χρονών. Μιλάει τουρκικά και ελληνικά. Καμιά φορά τα ανακατεύει. Η πραγματικότητά της απέχει πάρα πολύ από αυτή των παιδιών στις δομές της Σάμου, της Λέσβου ή όποιας άλλης, από την «καλύτερη» μέχρι τη «χειρότερη». Εφτασε ημερών στην Αθήνα από τη Σμύρνη ασφαλής, με τους γονείς της να έχουν εξασφαλισμένη εργασία και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει στον ορίζοντά της η απειλή της αγωνίας της απέλασης. Υπάρχουν οι επιλογές των γονιών της.

Αυτή ωστόσο δεν είναι η πραγματικότητα των παιδιών προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα. Εντός και εκτός δομών. Μια πραγματικότητα που όσο πλησιάζουν τα 18 γίνεται όλο και πιο απειλητική, αφού φέρνει την απέλαση κάθε μέρα και ένα βήμα πιο κοντά. Η υπόθεση του Σαϊντού Καμαρά υπενθύμισε αυτή την απειλή ξεσηκώνοντας – όπως έπρεπε – κύμα αλληλεγγύης υπέρ του. Υπενθύμισε ωστόσο ότι η υπόθεσή του ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Γιατί ο κανόνας είναι η απειλή. Εξαίρεση ήταν και το ελληνικό διαβατήριο στον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Του Greek Freak, για τον οποίο όλοι σήμερα δηλώνουν περήφανοι.

Αλήθεια, πόσο ήσυχοι μπορούμε να κοιμόμαστε στη σκιά αυτών των εξαιρέσεων; Είναι αρκετές να σβήσουν όσους θέλουν να βροντοφωνάξουν δημόσια – και το κάνουν – σε πρόσφυγες και μετανάστες «δεν σας θέλουμε»; Είναι αρκετές να κάνουν πιο ανεκτές τις συνθήκες διαβίωσης στις δομές που έχουν σχεδιαστεί για να προειδοποιούν «μην έρθετε»; Είναι αρκετές να καλύψουν μια ΕΕ που δηλώνει υπέρ των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, αρκεί τα σύνορά της να είναι θωρακισμένα; Και ακόμα είναι αρκετές να αλλάξουν μια κοινωνία που υποκλίνεται υποκριτικά στις εξαιρέσεις, αλλά εύχεται αυτοί οι άνθρωποι να μην «αγγίξουν» περισσότερο από όσο μπορούν να ανεχθούν την «ελληνική οικογένεια»; Μια κοινωνία που ξεχνά τους δικούς της πρόσφυγες και κυρίως τους δικούς της «παράνομους μετανάστες», απαντώντας με ένα αφοριστικό «άλλο αυτό», γυρνώντας πλευρό για να βολευτεί στις εξαιρέσεις.