Τo θέμα των εξοπλισμών αποτελεί μειονεκτικό πεδίο για την παλαιάς κοπής Αριστερά. Κι αυτό, επειδή η παραδοσιακή της θέση είναι υπέρ της ειρήνης: give peace a chance κ.λπ. Ειρήνη βέβαια θέλουν όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι, αλλά άντε να το πεις αυτό στους Βόσνιους την ώρα που βομβαρδίζονται από τους Σέρβους ή στους Ουκρανούς την ώρα που πολιορκούνται από τους Ρώσους. Με άλλα λόγια, η ειρήνη δεν είναι πάντα αυτοσκοπός, στην εξίσωση μπαίνουν πάντα τόσο οι προϋποθέσεις της όσο και το κόστος της για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Η άμυνα, αντιθέτως, είναι αυτοσκοπός και ο Γιώργος Τσίπρας πρόσφερε μια εύκολη νίκη στην κυβέρνηση υποστηρίζοντας το αντίθετο (έστω κι αν έκανε  φάουλ ο Πρωθυπουργός επιμένοντας στη συγγενική σχέση του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Αυτό που εννοούσε ο βουλευτής, αλλά το είπε άτσαλα, είναι το αυτονόητο, ότι η αγορά εξοπλιστικών συστημάτων πρέπει πάντα να συνοδεύεται από μια σοβαρή εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μια χώρα με δυσθεώρητο δημόσιο χρέος. Αλλά κι εδώ το κόμμα του δεν μπορεί να κερδίσει πόντους, γιατί η κριτική του στην εξωτερική πολιτική δεν γίνεται από θέσεις αρχής, παρά θυσιάζεται στις αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αλλοπρόσαλλα είπε ο ίδιος ο αρχηγός χθες στη Βουλή, όπου επέκρινε την κυβέρνηση για επ’ αόριστον παραχώρηση της Αλεξανδρούπολης στους Αμερικανούς (με αποτέλεσμα «να έχουμε κάθε μέρα δηλώσεις ρώσων αξιωματούχων κατά της χώρας μας»), μίλησε για τη Συμφωνία των Πρεσπών (άσχετο) και ισχυρίστηκε ότι ο κίνδυνος του ρωσοουκρανικού πολέμου είναι κοντά μας επειδή σκοτώθηκαν δύο ομογενείς στην Ουκρανία (στην πραγματικότητα ο ομογενής ήταν ένας και σκοτώθηκε σε ένα επεισόδιο εντελώς άσχετο με την πολεμική ένταση).

Τουλάχιστον ο εξάδελφος ήταν πιο συγκροτημένος. Αν ήθελε όμως να προσφέρει πράγματι κάτι στη συζήτηση για τους εξοπλισμούς, θα μπορούσε να πει κάτι άλλο: πως το να αγοράζεις αεροπλάνα, τορπίλες και φρεγάτες δεν σε νομιμοποιεί να παραμένεις ακλόνητος σε ανεδαφικές θέσεις. Μια τέτοια ανεδαφική θέση είναι ότι με την Τουρκία συζητάμε αποκλειστικά και μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ: το επαναλαμβάνουν μονότονα κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αν και ο Πρωθυπουργός προσωπικά προτιμά συχνά-πυκνά, και έχει δεχθεί κριτική γι’ αυτό, τη λέξη «θαλάσσιες ζώνες». Δεν πρόκειται για μια γλωσσική παραλλαγή, αλλά για μια ουσιαστική διαφορά, καθώς εισάγει στη διαπραγμάτευση και το φλέγον θέμα των χωρικών υδάτων.

Διότι επίσης ανεδαφικό είναι να αναδεικνύεις συστηματικά ως κυρίαρχο ζήτημα την τουρκική απειλή του casus belli, ενώ γνωρίζεις ότι τυχόν γενική και μονομερής επέκταση των χωρικών σου υδάτων στα 12 μίλια δεν θα γινόταν δεκτή από την Τουρκία, αλλά ούτε κι από τους συμμάχους σου, καθώς θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη.

Ούτε ο διάλογος είναι αυτοσκοπός, ιδιαίτερα όταν έχεις απέναντί σου τον Ερντογάν. Αλλά τα περιθώριά του πρέπει να εξαντλούνται.