Κάποτε – το 1989; Το 1990; – σε μια γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας, όπου οι νέοι από δεκαοκτώ μέχρι τριάντα σύχναζαν στο ίδιο κλαμπ, ο Β. τα έφτιαξε με την Α. Το ειδύλλιο δεν μακροημέρευσε. Η Α. τον βαρέθηκε και τον χώρισε. Ο Β. τότε φωτοτύπησε μια πόλαροϊντ που είχε τραβήξει σε πολύ προσωπική τους στιγμή. Και την κόλλησε με σελοτέιπ, νύχτα, σε καμιά δεκαριά βιτρίνες μαγαζιών.

Το συμβάν αληθεύει στο ακέραιο, κάποιοι συνομήλικοί μου σίγουρα το θυμούνται.

Τι επακολούθησε; Ο Β. κέρδισε την απόλυτη περιφρόνηση. Κανείς δεν του μιλούσε – να σταυρώσει πλέον γκόμενα; Των αδυνάτων αδύνατον! Η Α. τη γενική συμπάθεια. Τη θυμάμαι να διασχίζει την αίθουσα του κλαμπ για να παραγγείλει ποτό και όλοι να παραμερίζουν, να υποκλίνονται σχεδόν μπροστά της. Η ψυχούλα της το ήξερε. Ηταν ωστόσο αρκετά αγέρωχη ώστε να μην καταδέχεται τον ρόλο του θύματος. Το γεγονός έπαψε πολύ σύντομα να συζητιέται. Το νιώθαμε ως αδιακρισία να το σκαλίζουμε, να το αναμασάμε. Φήμη ανεπιβεβαίωτη θέλει έναν κολλητό της Α. να τη στήνει στον Β. και να τον σπάει στο ξύλο.

Τα συμπεράσματα σαφή, αυτονόητα.

Καθοίκια πάντα υπήρχαν και υπάρχουν. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας και ευκαιρίας δοθείσης εκδηλώνονται. Στα πρώτα νιάτα τους διακρίνονται πιο εύκολα. Μεγαλώνοντας παριστάνουν τις ευυπόληπτες κυρίες και κυρίους, δίνουν και υποκριτικά μαθήματα συμπεριφοράς.

Ο κόσμος διαθέτει βαρόμετρο ήθους. Κώδικα τιμής. Ποτέ, σε καμιά εποχή, ένας άνδρας που σεβόταν τον εαυτό του δεν θα εξέθετε, δεν θα ταπείνωνε μια γυναίκα. Εάν μάλιστα συνέβαινε κάτι τέτοιο μπροστά του, θα σήκωνε εκείνος ανάστημα. Προστάτης θα γινόταν και εκδικητής. Ας μην ξεχνάμε πως οι παραδοσιακές κοινωνίες έχουν πολύ ψηλά την «τιμή». Θεματοφύλακές της είναι οι άνδρες, τα παλικάρια, για χάρη των μανάδων και των αδελφάδων τους.

Το πράγμα αλλάζει πότε; Οταν η παθούσα θεωρείται ξένη. Οταν δεν ανήκει στην κοινότητα. Αμα στη θέση της Α. βρισκόταν μια άγνωστη κοπέλα από αλλού, κανείς δεν θα την αναγνώριζε στην αισχρή φωτογραφία, πώς άρα θα την υπερασπιζόταν; Πόσω δε μάλλον εάν ήταν κάποια από τις «Προσεχώς Βουλγάρες» που κατέκλυσαν λίγα χρόνια αργότερα τη χώρα μας και έγιναν υποδοχείς των απωθημένων του κάθε Ελληνάρα…

Το ζήτημα, στον πυρήνα του, είναι ταξικό. Το κοινωνικό εκτόπισμα της Α. – η οικογένειά της, οι σπουδές της, οι φίλοι της – λειτούργησε ως ασπίδα. Αλί στις γυναίκες που εξαρτώνται από το γλίσχρο μεροκάματο κάθε λιγούρη εργοδότη. Που δουλεύουν απλήρωτες στο σπίτι ή στο χωράφι, πίσω απ’ τον ήλιο… Αλί και στους άνδρες περιέρχονται σε ανάλογη θέση. Υποζύγια των αφεντικών τους. Ζωντανά πτυελοδοχεία.

Οι σπαραξικάρδιες ιστορίες που μας σερβίρουν οι τηλεοράσεις, βάζοντας και μια πικάντικη σάλτσα, μας συγκινούν. Απέναντι όμως στην ακραία φτώχεια, στην καθημερινότητα του οικονομικού πρόσφυγα ή της Ρομά με το μωρό στο πεζοδρόμιο, αποστρέφουμε το βλέμμα.

Τι άλλαξε τα τελευταία τριάντα χρόνια; Η τεχνολογία.

Σήμερα, ένας ελεεινός σαν τον Β. δεν αναρτά φωτοτυπίες σε βιτρίνες. Διασπείρει βίντεο εκδικητικού πορνό στον αχανή κυβερνοχώρο. Σήμερα, ένα ντροπιαστικό περιστατικό δεν το διαχειρίζεται με ενσυναίσθηση μια παρέα παιδιών που έχουν, στο κάτω κάτω, μεγαλώσει μαζί και αγαπιούνται. Γίνεται λυδία λίθος της ευαισθησίας μιας ολόκληρης κοινωνίας. Και μεζές – φευ – για τους οφθαλμολάγνους.

Το Διαδίκτυο έχει καταντήσει αρένα, όπου κάθε αιδώς και ιδιωτικότητα έχει χαθεί. Οπου αλληλοσπαράσσονται άνθρωποι δίχως μέτρο, χωρίς φρένο. Οι πιο φανατικοί από τους κήνσορες στο γύρισμα του χρόνου πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη. Χλευάζονται όσο χλεύασαν.

Ελπίζω – έχω βάσιμες ενδείξεις – πως τα σημερινά παιδιά θα απέχουν από αυτό το χάλι. Ούτε τρέντι ούτε κουλ θα είναι στην εποχή τους να εκτίθεσαι στον κάθε άσχετο, δήθεν φίλο ή ακόλουθο. Να κάνεις κήρυγμα, να τσακώνεσαι με αγνώστους.

Τα σημερινά παιδιά θα ξαναθέσουν τα όρια. Θα αφήσουν την αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στους σαλιάρηδες γέρους. Να αναζητούν εκεί τη ζωή που δεν έζησαν.