Τον ήξερα ως «καταγραφέα» της Επανάστασης. Αυτόν που διέσωσε και ανέδειξε, μεταξύ πολλών άλλων, τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Ενα όνομα που παραπέμπει σε «βιβλία βιβλιοθήκης» από εκείνα που το ξεφύλλισμά τους έχει πλέον αντικατασταθεί από το γκουγκλάρισμα. Δεν τον είχα όμως ως «φιγούρα» στην τοιχογραφία των ελληνικών Γραμμάτων. Μιλάω για τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ιστοριοδίφη και συγγραφέα στον οποίον οφείλουμε τη «μνήμη» του αγώνα του 1821. Παρά το πλούσιο έργο του, λίγα στοιχεία υπάρχουν για την προσωπική του ζωή. Αυτά τα λίγα μάζεψε ο Μάνος Καρατζογιάννης – ηθοποιός, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Σταθμός – και τα συνέθεσε σε έναν μονόλογο όπου ο «Γιάννης Επαχτίτης», το ψευδώνυμο με το οποίο δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα, κάνει μια απολογία της ζωής του.

Διαβάζοντας το κείμενο, «ανακάλυψα» έναν ακόμη από αυτούς τους ήρωες χωρίς φουστανέλες που σήκωσαν τη χώρα στους ώμους του. Ενα παιδί που, όταν για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ο αναλφαβητισμός ήταν κανονικότητα, πήγε κόντρα στη μοίρα του τσαρουχά που είχε αποφασίσει για εκείνο ο πατέρας του και μπήκε στη μεγάλη περιπέτεια της γνώσης. Αναγνώρισα το κάπως «μεταφυσικό» στοιχείο του συλλέκτη που κάνει όσους έχουν το «κουσούρι» όπως έλεγε ο Μάνος Ελευθερίου («συλλέκτης μνήμης» πάνω απ’ όλα κι ο ίδιος) να «μυρίζονται» σαν λαγωνικά τα στοιχεία που αναζητούν.

Τον φαντάστηκα να ψάχνει σε σπίτια αγωνιστών, ξεχασμένα κιτάπια, κακογραμμένα χαρτιά τα «κάδρα της Επανάστασης», σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι κάτω από την Ακρόπολη βρήκε και τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη. Και τον «είδα», καταξιωμένο πια, να εισηγείται στον Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους των οποίων υπήρξε διευθυντής για περισσότερα από είκοσι χρόνια.

Ωστόσο, περισσότερη τροφή για σκέψη και συναίσθημα μου έδωσε η αναφορά στα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, χρόνια «φορτωμένα θλίψη και όνειρα» στα «μικρά καμαράκια» της Δεξαμενής. Τότε που έγραφε στους γονείς του: «Σας παρακαλώ, αν είναι δυνατόν, να μου στείλετε μίαν κάλτσαν παλαιάν διότι μου εχάθη εις το πλύσιμον μια και, αν είναι εύκολον, ολίγην σταφίδα». Τότε που δούλευε ως διορθωτής στην «Εφημερίδα», σε ένα δωμάτιο μαζί με τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη και τον Κονδυλάκη – εκείνος έχει βγάλει τη χαρακτηριστική, μοναδική φωτογραφία του Σκιαθίτη.

Η ανέχεια παίρνει τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής και κοινωνίας. «Ετσι ήταν όλη η κοινωνία τότε» λέει ο Βλαχογιάννης στον μονόλογο. «Μετά την Επανάσταση. …Κέρδισε τα μεγάλα κι έπρεπε τώρα να παλέψει για τα μικρά». Αυτή ήταν η εποχή του. Από τη μία μεγάλη φτώχεια και από την άλλη σπουδαίος πνευματικός πλούτος. Αντισταθμίζει το ένα το άλλο; Σε καμιά περίπτωση. Το πνεύμα δεν ακυρώνει τη φτώχεια ούτε ακυρώνεται από αυτήν. Της προσδίδει όμως ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, αυτό που μας προκαλεί συγκίνηση και όχι οίκτο όταν διαβάζουμε για την «μίαν κάλτσαν» του Βλαχογιάννη.

*Το «Ιδού εγώ – ο Γιάννης Βλαχογιάννης» θα παρουσιασθεί, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, στο θέατρο Σταθμός