«Εύχομαι να ζήσω μέχρι τα 150, αλλά την ημέρα που θα πεθαίνω, θα ήθελα να κρατάω ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα ποτήρι ουίσκι στο άλλο».

Αβα Γκάρντνερ

Η λέξη «ουίσκι» προέρχεται από το σκωτικό γαελικό «uisge», μια συντομευμένη εκδοχή του uisge-beatha που σημαίνει «νερό της ζωής», επίσης γνωστό ως aqua vitae στα λατινικά. Το Whisky χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως φάρμακο, τόσο ως πόσιμο αναισθητικό όσο και ως ένα εξωτερικό αντιβιοτικό. Η ιστορία του ουίσκι είναι μια μακρά, περιπέτεια που χάνεται στον χρόνο. Πολλοί γενναίοι άνδρες πολέμησαν, πέρασαν κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου, για να κρατήσουν ζωντανό το αγαπημένο μας ποτό. Τι είναι όμως το whisk(e)y;

Πριν κάποια χρόνια, η απάντηση θα ήταν σχετικά απλή: «Την αλκοολική ζύμωση του βυνοποιημένου κριθαριού ακολουθεί η απόσταξη σε άμβυκες και το τελικό προϊόν παλαιώνει σε ξύλινα βαρέλια». Και εγένετο ουίσκι.

Ισως το καθορίζει η γεωγραφία. Κάθε γεωγραφική περιοχή έχει τα χαρακτηριστικά της και οι αποσταγματοποιοί ενσωματώνουν ιδιαίτερα στοιχεία από το περιβάλλον τους στο τελικό προϊόν. Και αν αντί για βυνοποιημένο κριθάρι βάλουμε καλαμπόκι, όπως κάνουν στην Αμερική; Αν ένα μέρος είναι μη βυνοποιημένο κριθάρι, όπως στην Ιρλανδία;

Αν βάλουμε σίκαλη; Ή άλλα σιτηρά σαν μέρος του ουίσκι; Και αν το απόσταγμα παλαιώσει σε διαφορετικού τύπου βαρέλια; Και γιατί αποστακτήρια στην ίδια γεωγραφική περιοχή παρουσιάζουν διαφορετικά τελικά προϊόντα;

Η απάντηση έρχεται από τον ειδήμονα Ντέιβ Μπρουμ, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου «The World Atlas of Whisky»: «Το ουίσκι είναι ό,τι θέλεις εσύ να είναι». Ο βασιλιάς των αποσταγμάτων ήταν πάντα παρών, απλώς τα τελευταία χρόνια βιώνει μια «χρυσή» εποχή. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό αυτό το κεχριμπαρένιο απόσταγμα και του δίνει το δικαίωμα να αναδεικνύεται σε απόλυτο κυρίαρχο της κάβας;

Κατά πρώτον η παλαίωση. Το εύρος αρωμάτων, η πολυπλοκότητα και τα αναπάντεχα γευστικά στοιχεία που «αποκομίζει» και αφομοιώνει το ουίσκι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο βαρέλι. Ο χρόνος της παραμονής μπορεί να ποικίλλει και καθορίζει το γευστικό προφίλ του κάθε αποστάγματος, δίνει αυτό που οι γνώστες αποκαλούν «γευστική ταυτότητα». Φυσικά οι μεγάλες χρονολογημένες εμφιαλώσεις τραβούν το ενδιαφέρον, μιας και κινούνται στην αγορά περισσότερο καιρό, οι νεαρές εμφιαλώσεις όμως δεν είναι καθόλου υποδεέστερες. Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται αψύ στη γεύση, οι περισσότεροι ίσως θέλουν έναν πάγο, οι Κινέζοι προτιμούν λίγες σταγόνες κρύο νερό, όλοι όμως υποκλίνονται στη μοναδικότητά του. Το «Αγιο Δισκοπότηρο» των ουίσκι πρόσφατα έσπασε το ρεκόρ για το πιο ακριβό μπουκάλι που πουλήθηκε ποτέ. Η τιμή του άγγιξε το 1,5 εκατ. λίρες (2,62 εκατομμύρια δολάρια) σε δημοπρασία στο Λονδίνο. Πριν από έναν μήνα, μια φιάλη single malt Macallan του 1926 διεκδίκησε, σαν αληθινή ντίβα, νέο κάτοχο στις 450.000 αγγλικές λίρες, αλλά το σφυρί του οίκου Sotheby’s σταμάτησε να χτυπά στα 1,45 εκατομμύρια, κερδίζοντας την περυσινή προκάτοχό της. Το ιδιαίτερο αυτό μπουκάλι είναι ένα από τα σαράντα που η εταιρεία Macallan, με έδρα το Moray στη Βόρεια Σκωτία, εμφιάλωσε το 1986, έπειτα από 60 έτη παλαίωσης, από το θρυλικό βαρέλι Νο 263.

Το ουίσκι μοιάζει αρκετά με τον άνθρωπο, καθώς φέρει μια σειρά από πρωτογενή συστατικά αλλά παράλληλα με την παλαίωσή του αποκτά και μια μοναδική ταυτότητα που το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα. Μια βουτιά σε αυτό το γοητευτικό σύμπαν προσφέρει στους λάτρεις του ουίσκι το CV Distiller στη Χατζηγιάννη Μέξη, στου οποίου το μυσταγωγικό υπόγειο κελάρι βρήκαμε, ανάμεσα σε πλήθος φιάλες, τα πιο σπάνια, τα πιο εκλεκτά και «ακριβοθώρητα» ουίσκι που υπάρχουν στην Ελλάδα. Εμείς τα δοκιμάσαμε και εκείνα πρόθυμα βγήκαν από τις λαμπερές προθήκες τους και μας αποκαλύφθηκαν. Οι συναρπαστικές ιστορίες τους φλερτάρουν με τον μύθο. Ιστορίες που ξετυλίγονται σε κάθε ποτήρι, απογειώνονται σε κάθε γουλιά και μαγνητίζουν τις αισθήσεις.

Glenglassaugh 30 First Release

Το πιο σπάνιο «outsider»

Πρόκειται για ουίσκι από την πρώτη εμφιάλωση του αποστακτηρίου Glenglassaugh μετά την επαναλειτουργία του το 2008. Το αποστακτήριο του Glenglassaugh χτίστηκε το 1875, άλλαξε χέρια και έκλεισε το 1907, για να ξανανοίξει το 1960 λόγω της απότομης αύξησης της ζήτησης που σημείωνε η αγορά του ουίσκι ανά τον κόσμο με σκοπό την παραγωγή πρώτης ύλης για blended scotch whisky. Ομως, το ουίσκι που παρήγαγε το Glenglassaugh δεν μπορούσε να απορροφηθεί λόγω του μοναδικού χαρακτήρα του και της ιδιαίτερης γεύσης του (φρούτα, sherry, μπαχαρικά), έτσι η επιχείρηση οδηγήθηκε ξανά σε λουκέτο το 1986. Κανείς δεν πίστευε ότι θα ανοίξει ξανά. Το 2008 όμως, το αποστακτήριο εξαγοράστηκε μαζί με το stock τoυ ουίσκι που είχε παραχθεί από το 1960 έως το 1986 και ευθύς αμέσως ξεκίνησε η διαδικασία εμφιάλωσης. Η παραπάνω εμφιάλωση είναι η πρώτη του Glenglassaugh από μία απόσταξη του 1972 και παλαίωση σε Olorosso Sherry butts.

Macallan Celtic Heartlands 1969

Το ανεξάρτητο!

Μία ανεξάρτητη εμφιάλωση Macallan από τον Μάρεϊ Μακ Ντέιβιντ σε ένα ουίσκι 35 ετών, για 726 αριθμημένες φιάλες. Η συγκεκριμένη εμφιάλωση είναι μία από τις ελάχιστες εμφιαλώσεις Macallan που η παλαίωση γίνεται αποκλειστικά σε βαρέλι bourbon. Παρότι το Macallan Distillery έγινε διάσημο για τις παλαιώσεις σε βαρέλια sherry και fine oak, η συγκεκριμένη έκδοση θεωρείται μία εξαιρετική εμφιάλωση Macallan και το καλύτερο Macallan χωρίς επιρροή sherry.

Glendronach Grandeur 31

Γεύση μεγαλείου

Στις 12 Μαΐου 2010, το Glendronach Distillery κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τη σειρά Grandeur (μεγαλείο). Πρόκειται για μία σειρά extra premium whisky τα οποία το αποστακτήριο θεωρεί ως τα καλύτερα δείγματα των αποστάξεων και παλαιώσεών του. Μετά το 2010, η σειρά Grandeur μάς έδωσε κι άλλες εμφιαλώσεις, μικρότερης ηλικίας παλαίωσης, αλλά όλες εξαιρετικές. Η συγκεκριμένη φιάλη είναι μία από τις 1.013 της πρώτης εμφιάλωσης Grandeur. Αποτελεί την υψηλότερη παλαίωση, αποκλειστικά σε Olorosso Sherry βαρέλια, της συγκεκριμένης σειράς.

Lagavulin 15 Ceramic

Ουίσκι με βασιλικό τίτλο

Το διάσημο πλέον αποστακτήριο του Lagavulin ιδρύθηκε το 1816 με σκοπό να παράγει ουίσκι για να τροφοδοτεί τα αποστακτήρια του Laphroaig και του Ardbeg, που βρίσκονταν στην ίδια περιοχή. Μέχρι το 1861, που αγοράστηκε από τον Τζέιμς Λόγκαν Μακί, ήταν ένα σχετικά άγνωστο αποστακτήριο. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και έπειτα τη διοίκηση του αποστακτηρίου ανέλαβε ο ανιψιός του, Πίτερ Μακί, δημιουργός του διάσημου blend White Horse (το Lagavulin αποτελεί το βασικό malt whisky για τη δημιουργία του White Horse). Τη δεκαετία του 1970, το Lagavulin (υπό την επωνυμία White Horse Distillery) εμφιάλωσε ένα single malt ουίσκι 12 ετών. Αυτή είναι η μοναδική του εμφιάλωση. Στα 80s η White Horse δημιούργησε μια συλλεκτική εμφιάλωση ενός ουίσκι 15 ετών παλαίωσης limited παραγωγής σε βαρέλια P.X. sherry στη μνήμη του Πίτερ Μακί. Η συγκεκριμένη εμφιάλωση αποτελούσε την υψηλότερη παλαίωση του Lagavulin έως εκείνη τη στιγμή και την αρχή της κυριαρχίας του αποστακτηρίου στην κατηγορία peated whisky.

Suntory Royal Decanter

Με δύναμη από την Οσάκα

Το 1899 ο Σιντζίρο Τορί ιδρύει το κατάστημα Torii στην Οσάκα με στόχο να δημιουργήσει ένα αυθεντικό ιαπωνικό ουίσκι. Το 1923 είναι έτοιμο το πρώτο ιαπωνικό αποστακτήριο, το Yamazaki. Το 1929 το Yamazaki ξεκινά την πρώτη εμφιάλωση ιαπωνικού ουίσκι και το 1937 λανσάρει το Suntory Kakubin. Το 1959 η εταιρεία Suntory εορτάζει 60 χρόνια ζωής και έχοντας άδεια για τη χρήση του όρου Royal προχωρεί σε μία επετειακή εμφιάλωση για να γιορτάσει την επέτειο. Ετσι το 1960 κυκλοφόρησε από το αποστακτήριο Yamazaki το Suntory Royal Decanter. Ηταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του που ακολούθησαν διάφορες εκδοχές εμφιαλώσεων έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από τη Suntory θεωρούνται η καλύτερη γευστικά εμφιάλωση blended malt whisky έως σήμερα.

  • Μην χάσετε το νέο Foodie του ΒΗΜΑgazino που κυκλοφορεί με το ΒΗΜΑ της Κυριακής