Θα μπορούσε να περιβαλλόταν από μυστήριο ακόμη και αν το επεισόδιο δεν εκτυλισσόταν στο βουνό αλλά στο κέντρο των Τιράνων. Οι συνθήκες του θανάτου του Κατσίφα θα μπορούσαν να είναι εξίσου ασαφείς, ποιος πυροβόλησε πρώτος, πόσες φορές πυροβόλησε εκείνος, ποιοι κανόνες ακινητοποίησης υιοθετήθηκαν ή δεν υιοθετήθηκαν. Με τη σκηνή να εκτυλίσσεται όμως στην ερημιά του βουνού και όχι σε κάποια πολύβουη πλατεία, το μυστήριο θα μείνει για πάντα στο σκοτάδι – ή μάλλον στο φως που θα ρίξει η αλβανική αστυνομία και μόνο.
Ο,τι όμως αφορά την αστυνομική διερεύνηση ενός αιματηρού επεισοδίου δεν αφορά αναγκαστικά την πολιτική. Κι αν ακούγεται λογικό να υποστηρίξει μια αστυνομία, όπως όλες οι αστυνομίες του κόσμου, την εκδοχή που την αθωώνει, είναι εντελώς αδικαιολόγητο να ρίχνει η πολιτική λάδι στη φωτιά ενός θανάτου.
Το λάδι που ρίχνει ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας όταν απαξιώνει ως «τρελό» με τον οποίο δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς έναν άνθρωπο που μόλις έχει χάσει τη ζωή του. Αλλά και το λάδι που ρίχνει ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ όταν δηλώνει ότι ένας άνθρωπος με αυτές τις αλυτρωτικές αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια και ένα Καλάσνικοφ στα χέρια εκφράζει απλώς «πατριωτικές ευαισθησίες».
Ο έλληνας ομογενής δεν είναι ο σέρβος φοιτητής που δολοφόνησε τον αρχιδούκα της Αυστρίας, οι δικές του σφαίρες δεν θα πυροδοτήσουν κανέναν πόλεμο. Αλλά από τον πολιτικό χειρισμό της υπόθεσης θα φανεί εάν η καχυποψία που τροφοδοτεί τους βαλκανικούς εθνικισμούς, τον ελληνικό και τον αλβανικό σε αυτήν την περίπτωση, θα παραχθεί σε ποσότητες που δεν θα μπορούν να καταναλώσουν ούτε οι Αλβανοί ούτε οι Ελληνες.
Από αυτήν την άποψη, αυτό που έχει σημασία για την πολιτική δεν είναι το τυπικό αίτημα της διαλεύκανσης μιας υπόθεσης που όλοι γνωρίζουν ότι δεν θα διαλευκανθεί ποτέ πλήρως, αλλά ο χαρακτηρισμός της ως μεμονωμένου επεισοδίου που δεν θα έχει καμία συνέχεια. Ο ασκός του Αιόλου, με άλλα λόγια, δεν πρέπει να ανοίξει ποτέ. Και δεν θα ανοίξει εάν δεν τραβήξει κανένας την άκρη του σκοινιού που τον κρατάει δεμένο.