Ήταν άνοιξη του 2015, τότε που ένα από τα ιστορικά non paper του Μεγάρου Μαξίμου μας ενημέρωνε: «η συμφωνία καθαρογράφεται».

Όπως όλοι ξέρουμε, η συμφωνία δεν καθαρογράφηκε ποτέ. Όλα τινάχτηκαν στον αέρα και θυμόμαστε τι επακολούθησε.

Τρία χρόνια αργότερα και με την λήξη του μνημονίου που μας φορέθηκε καπέλο, η κυβέρνηση είναι φανερό ότι επιστρέφει στην γνωστή της πρακτική.

Υποδυόμενη την ελεύθερη κι ωραία, επειδή τάχα δεν είναι υποχρεωμένη να παίρνει την έγκριση των δανειστών για τις αποφάσεις της, παίζει το παιχνίδι της δήθεν διαπραγμάτευσης. Με αντικείμενο αυτήν την φορά όχι το μνημόνιο, το οποίο αντί να σκίσει, διαιώνισε, αλλά τις περικοπές των συντάξεων.

Τις οποίες έχει ψηφίσει.

Σε αυτό το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, μία νέα εκδοχή του «η συμφωνία καθαρογράφεται» βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας.

Αντί για non paper του Μεγάρου Μαξίμου, αυτήν την φορά έχουμε μία κυβερνητική διαρροή στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων. Σύμφωνα με αυτήν, οι θεσμοί συζητούν όχι απλώς την αναστολή του μέτρου των περικοπών, αλλά την κατάργησή του. Και μάλιστα έχουν ενημερώσει και την αντιπολίτευση.

Λίγες ώρες αργότερα, όλα αυτά διαψεύδονται από κόμματα, θεσμούς και με τον πλέον επίσημο τρόπο από την Κομισιόν.

Ασχέτως του τι θα γίνει τελικά με τις συντάξεις, η τακτική της κυβέρνησης είναι εξόφθαλμη.

Και μοιάζει επικίνδυνα με εκείνη του 2015. Στην ουσία είναι η ίδια. Ολική επαναφορά.

Όπως ο κ. Τσίπρας ανήλθε στην εξουσία διαπραγματευόμενος, ετοιμάζεται να πάει σε εκλογές και πάλι διαπραγματευόμενος.

Είναι προφανώς αυτή μία τελευταία ελπίδα να περισώσει εκλογικά ό,τι μπορεί.

Μόνο που λησμονεί τα στοιχειώδη.

Η ψήφος των πολιτών σπανίως επιβραβεύει. Τις περισσότερες φορές τιμωρεί. Και δίνεται σε όποιον δημιουργεί μία κάποια προσδοκία.

Κοινώς: και τις συντάξεις να μην κόψει ο κ. Τσίπρας, αν δεν έχει κάτι άλλο να παρουσιάσει, ώστε να αλλάξει η ζωή των Ελλήνων μέσα σε λίγους μήνες, η τύχη δεν θα του χαμογελάσει.