Σε ένα από τα διηγήματα αυτής της συλλογής, του άγνωστού μας Γιόζεφ Μίλμπεργκερ, με τον τίτλο «Ο κουβαλητής των στεφανιών», ένας συνταγματάρχης στο περικυκλωμένο από τους συμμάχους λιμάνι του Ροστόκ, στη Βαλτική, αδυνατεί να πιστέψει στην ήττα  του γερμανικού στρατού. Αποφασίζει εντέλει να διαφύγει. Γεμίζει τις τσέπες του με στρατιωτικά ρολόγια και επιχειρεί να διασχίσει όλη τη χώρα για να φτάσει στο χωριό του, κάπου στις γερμανικές Αλπεις. Πρέπει να κρύβεται, να καλύπτει τα ίχνη του.

Συντηρείται καθ’ οδόν ανταλλάσσοντας τα ρολόγια. Ανακαλύπτει ότι μπορεί να κλέβει στεφάνια από τα φρέσκα μνήματα που είναι κατεσπαρμένα παντού προκειμένου να σκεπάζεται με αυτά τις ψυχρές νύχτες, αλλά και ως ένα είδος διαβατηρίου στο μεγάλο ταξίδι προς τον Νότο. Συναντά αμέριμνους αμερικανούς φαντάρους, χαροκαμένους γονείς, ορδές προσφύγων, καχύποπτους χωρικούς έτοιμους να τον καρφώσουν ενόσω αυτός αντικαθιστά τα στεφάνια και προχωρεί. Οταν επιτέλους φτάνει στο χωριό του  η γυναίκα του κοιτάζει το τελευταίο στεφάνι που κουβαλάει και του λέει, α, ώστε το έμαθες. Την επομένη ο 5χρονος γιος τους πρόκειται να ταφεί, θύμα των συμμαχικών βομβαρδισμών.

Διαβάστε περισσότερα εδώ