Δεκεμβριανά: Ο παλιανθρωπισμός στην επιφάνεια
Λάσπη με το τίποτα, για το τίποτα
Θωπεύοντας το όνειρο της ειρήνης που τώρα τελευταία έκανε πως χαμογελά πίσω από το σιδερένιο του παραπέτασμα, μιλούσαμε προχτές για τα υλικά αγαθά που θα προκύψουν, όταν οι δυο κόσμοι παύσουν να δείχνουν ο ένας στον άλλο τα δόντια του. Είναι όμως και τα άλλα. Πολλά άλλα. Θα περιορισθώ σ’ ένα. Αυτό που εμείς εδώ από την επομένη της απελευθερώσεως το ζήσαμε περισσότερο έντονα: Το μούδιασμα των ελεύθερων πνευμάτων, το κούμπωμα των προοδευτικών στοιχείων, τη σιγή εκείνων που πιστεύουν σ’ ένα καλύτερο αύριο. Μαζί δε με την νέκρωση αυτή, ο θρίαμβος της μούχλας, της σαθρότητας, της στασιμότητας, του γεροντισμού, της αποτελματώσεως, της νοσηρής συντηρητικότητας, του ψυχικού και διανοητικού παλαιοημερολογιτισμού.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.4.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κάτι χειρότερο ακόμα: ύψωση των μετοχών της μασκαρωσύνης. Ο παλιανθρωπισμός στην επιφάνεια. Αποθέωση του χαφιεδισμού. Έμποροι της κακίας, ή κακοί από εσωτερική κακότητα, έτοιμοι να σε καρφώσουν. Πρόσφορο το έδαφος. Άρχισε να το λιπαίνη η Κατοχή. Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, ο Ανταρτοπόλεμος, η Κόκκινη Συμφωνία που διηύθυνε η μπαγκέτα του Παραπετάσματος. Και δημιουργήθηκε η ατμόσφαιρα εκείνη που έσβυσε κάθε δροσερή πνοή, ενέκρωσε κάθε παλμό και είχε φέρει τις ακαθαρσίες και τα κατακάθια στην επιφάνεια. Από το ένα μέρος οι καλής πίστεως ανόητοι, άνθρωποι της εύκολης χωνεύσεως, που νιώθουν τόσο μικρό και τόσο καχεκτικό το μυαλουδάκι τους, ώστε να μη το κουράζουν, για να ξεχωρίσουν την προδοσία από την ελεύθερη σκέψη, το έγκλημα από τις ανησυχίες των ζωντανών. Οι καλόπιστοι αυτοί. Από το άλλο μέρος οι εκμεταλλευτές της συγχύσεως, εμποράκοι και μεγαλέμποροι του πάθους, ακάθαρτες ψυχές και βρώμικα χέρια, που επωφελήθηκαν από την παραζάλη, για να κάψουν κόσμο και να πατήσουν πάνω σε πτώματα. Έτοιμοι να σου την ανάψουν: «Εαμοβούλγαρος».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.4.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Και τρέχα να βγάλης τη ρετσινιά από πάνω σου. Χρειαζόταν μεγάλο θάρρος, για ν’ ανοίξης το στόμα. Και δεν εννοώ ν’ ανοίξης το στόμα, για να υποστηρίξης την προδοσία και το έγκλημα. Καταδικάζοντας όμως και τα δυο —γιατί και τα δυο έχουν εκδηλωθή κατά τον πιο ηλίθιο και φρικτό τρόπο— να πης: Προδοσία και έγκλημα είναι μια υπόθεση· ο καλύτερος κόσμος μια άλλη. Καταδικάζω τα πρώτα και αγωνίζομαι για το δεύτερο. Επειδή όμως συνέπιπτε μερικά από τα συνθήματα των ελεύθερων ανθρώπων να είναι τα ίδια μ’ εκείνα για τα οποία ισχυρίζεται ότι δίνει τη μάχη του και το Παραπέτασμα, έπαιρνε η μπόρα και τους έξω από το Παραπέτασμα, τους αγνούς, τους άσπιλους, τους άψογους, τους ανθρώπους με την εθνική συνείδηση. Πόσους δε λάσπωσαν. Πόσους δεν έστειλαν στα νησιά για μετεκπαίδευση. Πόσοι αθώοι που αντίκρυσαν το απόσπασμα.
Δεν ήξερες από πού θα σούρθη η κεραμίδα. Σε λάσπωναν με το τίποτα, για το τίποτα, για μια λέξη, για μια κακή σύμπτωση. Θα σας αναφέρω ένα πρόσφατο περιστατικό. Προσωπικό, αλλά και χαρακτηριστικό. Στην αναθεώρηση της δίκης των αεροπόρων. Κάτι είχα να καταθέσω στο Δικαστήριο για την ηρωική δράση κατά το συμμοριτοπόλεμο ενός νέου από τους κατηγορουμένους που καταδικάστηκε σε θάνατο. Ενώ όμως ανέφερα το συμμοριτοπόλεμο, συνηθισμένος από την πρώτη περίοδο του αγώνα, τότε που μιλούσαμε όλοι για «εμφύλιο», πρόφερα την ακατάλληλη αυτή λέξη. Τι ήταν να το πω; Οργή Κυρίου. Ξεσηκώθηκε το Δικαστήριο. Ένας από τους αναθεωρητές, αγριεμένος πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, κινεί το δάχτυλο και μου λέει: «Καταλάβαμε, καταλάβαμε». Δεν ξέφυγε πράγματι από τον κ. αναθεωρητή ότι είχε να κάνη μ’ ένα στυγνό προδότη. Εδώ φθάσαμε. Νάχης πίσω σου σαράντα ετών καθαρή —επιτρέψτε να πω— εθνική και επαγγελματική ζωή και να βγαίνη από έδρα επίσημη ένας κύριος, για να σου πη ότι σε κατάλαβε. Μήπως δεν ήρθε καιρός που τη ρετσινιά του προδότη τη δέχθηκαν όλοι όσοι διατυπώνουν σε δημοτική γλώσσα τις σκέψεις τους; Συνέπειες αναπόδραστες ύστερ’ από τη σύγχυση που προκάλεσαν οι ερυθρές μωρίες.
Και να τώρα μια χαραμάδα. Κάποια πνοή ημερότητας. Δυο κόσμοι που δεν τείνουν, βέβαια, τα χέρια, αλλά που αρχίζουν να σκέπτωνται ότι υπάρχει θέση για όλους κάτω από τον ήλιο. Αφοπλισμός του παλιανθρωπισμού. Κατευνασμός στην οξύτητα. Ξεμούδιασμα των μουδιασμένων, αποδέσμευση των ελεύθερων ανθρώπων. Θα μπορής τώρα να λες ότι δε χορταίνεις ψωμί και να μη σου ετοιμάζουν «φάκελλο». Θα μπορής να μιλάς για κοινωνική δικαιοσύνη, για ίσες δυνατότητες στο ξεκίνημα, για κάποια ισορρόπηση στην κατανομή των αγαθών. Θα τα λες χωρίς να σου αμφισβητούν την εθνικοφροσύνη. Ένας βραχνάς που αρχίζει να φεύγη. Όσοι γνώρισαν το βάρος του αναπνέουν με ανακούφιση.
*Κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Ο βραχνάς που φεύγει» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 14 Απριλίου 1953.
Τούτες τις μέρες συμπληρώνονται 81 χρόνια από τα Δεκεμβριανά, την αιματοχυσία του Δεκέμβρη του ’44, που αποτέλεσε το προανάκρουσμα του Εμφυλίου των ετών 1946-49 και χάραξε εν πολλοίς τη μεταπολεμική πορεία της χώρας.
- Χανιά: Ένα από τα μεγαλύτερα χριστουγεννιάτικα δέντρα της Ευρώπης φωταγωγείται στον Ομαλό
- Πεσκόφ: Ο Πούτιν είναι «έτοιμος για διάλογο» με τον Μακρόν αν «υπάρχει αμοιβαία πολιτική βούληση»
- Ο Ολυμπιακός κοντράρεται με τον Κολοσσό στο ΣΕΦ – Ετοιμάζεται για ντεμπούτο ο Μόντε Μόρις
- Λιανεμπόριο: Δύο τελευταίες Κυριακές με τα μαγαζιά ανοιχτά – Τι προσδοκά η αγορά για να σωθεί ο φετινός τζίρος
- Ανοίγουν ξανά τα διόδια οι αγρότες: Ανεμπόδιστες οι μετακινήσεις – Νέα σύσκεψη στη Λάρισα
- Αρκάς: Η «καλημέρα» της Κυριακής

