Μπορεί να αποκηρύχθηκαν οι δηλώσεις ενός «σχολιαστή» σύμφωνα με τις οποίες οι Αριστεροί παύουν να είναι και Έλληνες, εντούτοις το γεγονός ότι ξεστομίστηκαν και ο τρόπος που αναπαράχθηκαν από την «Ομάδα Αλήθειας» (που λίγο καιρό πριν είχε ανεβάσει βίντεο για τα «εγκλήματα της Αριστεράς»), αλλά και από ένα μέρος του κεντροδεξιού ακροατηρίου, δείχνει την απήχηση που έχει μια ορισμένη εκδοχή αντικομμουνισμού.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου ο υπουργός Μετανάστευσης Θάνος Πλεύρης έκανε ανάρτηση στην οποία αναφερόταν στην ανάγκη να αποδοθεί η αναγκαία τιμή στον Ιωάννη Μεταξά, που κατά τη γνώμη του δεν αποδίδεται μέχρι τώρα εξαιτίας της «ηγεμονίας της αριστερής ιδεολογίας».

Από την άλλη, ο Άδωνις Γεωργιάδης κατηγόρησε όχι τους συνδικαλιστές ή τους εργαζομένους για τις διαμαρτυρίες στα νοσοκομεία που επισκέπτεται, αλλά τους… κομμουνιστές.

Φαινομενικά, όλα αυτά δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη, εφόσον η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κεντροδεξιό κόμμα και με ιστορικούς όρους συνέχεια των κομμάτων των «νικητών του Εμφυλίου».

Όμως, στην Ελλάδα ο αντικομμουνισμός δεν είναι απλώς μια πολιτική ιδεολογία. Σε μια χώρα που έζησε έναν πολύ αιματηρό Εμφύλιο και οι κομμουνιστές μέχρι το 1974 αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β΄ κατηγορίας και συχνά διώκονταν, ο αντικομμουνισμός δεν είναι απλώς ιδεολογική τοποθέτηση.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία το 1974 προσπάθησε ως ένα βαθμό να την απομακρύνει από την παράδοση και ρητορική της μετεμφυλιακής δεξιάς, ενώ ήταν αυτός που νομιμοποίησε την κομμουνιστική αριστερά. Και μπορεί ο Αβέρωφ να επέστρεψε σε ένα τέτοιο τόνο – ενδεικτικό ότι η Νέα Δημοκρατία δεν ψήφισε το 1982 τον νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης με την εξαίρεση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – εντούτοις η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό συνεχίστηκε. Εν μέρει οφειλόταν στο ότι η «φιλελεύθερη παράταξη» αισθανόταν δικαιωμένη από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», εν μέρει όμως αποτύπωνε και απομάκρυνση από μια ιδεολογία «διχασμού».

Σε τελική ανάλυση ήταν μια εποχή που ακόμη και άνθρωποι που είχαν νωπές τις μνήμες του Εμφυλίου σκέφτονταν πια σαν τον χαρακτήρα του δεξιού που ερμηνεύει ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που στρέφεται στον παλιό αντάρτη, ρόλο που ερμηνεύει ο Μάνος Κατράκης, και του λέει «Μας βάλανε και πολεμήσαμε. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από εδώ εγώ από την άλλη μεριά. Χάσαμε και οι δυο».

Για χρόνια οι φορτίσεις φαίνονταν να υποχωρούν, τουλάχιστον στο δημόσιο λόγο. Βεβαίως θα είναι η Άκρα Δεξιά αυτή που θα διεκδικήσει τον ρόλο του εκφραστή του αντικομμουνισμού και θα επενδύσει σε μια τέτοια ρητορική (και πρακτική εάν θυμηθούμε τις επιθέσεις της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής).

Στα χρόνια των Μνημονίων είναι που θα αρχίσουν να επανέρχονται διάφορες παραλλαγές αντικομμουνισμού και στη ρητορική του «Κέντρου», όταν η πολεμική απέναντι στην Αριστερά θα αρχίσει να θυμίζει παραδοσιακό αντικομμουνισμό.

Αυτό θα συναντηθεί με μια τάση, που είχε ξεκινήσει και λίγο παλιότερα, και την οποία ακόμη και σήμερα αναπαράγουν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα στη χώρα ήταν ότι μπορεί η Αριστερά να ηττήθηκε πολιτικά και στρατιωτικά στον Εμφύλιο, όμως διατήρησε την «ιδεολογική ηγεμονία» και άρα πρέπει να αντιστραφεί και αυτή.

Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή επιστροφή ενός αντικομμουνισμού «παλαιάς κοπής» που δεν πατάει σε ιστορικές εμπειρίες αλλά σε μια επιλογή «πολιτικής αισθητικής», χωρίς όμως αυτό να την κάνει λιγότερο αντιδραστική, ιδίως από τη στιγμή που όλα αυτά δεν αφορούν ιστορικές μονογραφίες και σοβαρές επιφυλλίδες αλλά την κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Όλα αυτά θα ήταν απλώς ζητήματα μελέτης των ιδεολογιών, εάν δεν αφορούσαν τελικά την ίδια την πρακτική της διακυβέρνησης από ένα μεγάλο κόμμα εξουσίας. Γιατί είναι ένα πράγμα η πολιτική αντιπαράθεση και άλλο το να περιγράφεται ένα τμήμα της κοινωνίας ως «ανθέλληνες» ή ως «μιάσματα», ή να ξαναγράφεται η ιστορία. Αυτή είναι πραγματική «τοξικότητα» στην πολιτική ζωή…

Καταλαβαίνω ότι στην Νέα Δημοκρατία όλα αυτά τα εξετάζουν υπό το πρίσμα της αναγκαίας «συσπείρωσης» και της ανάγκης να περιορίσουν «διαρροές» προς τα δεξιά. Όμως, με αυτό τον τρόπο είναι σαν να απεμπολούν ό,τι είχε απομείνει από μια ταυτότητα μαζικού λαϊκού κόμματος πέραν ιστορικών διχασμών. Και αυτό είναι στρατηγική ήττας.