Σαν σήμερα ο Βλάσσης Μπονάτσος είπε αντίο: Αναρχία στη σκηνή, σκάνδαλο με τη γυμνόστηθη Αλίκη και Άλλα Κόλπα μιας ροκ ψυχής
Σαν σήμερα, το 2004, έφυγε από τη ζωή ο Βλάσσης Μπονάτσος, μια από τις πιο ασυμβίβαστες, αληθινές και εκρηκτικές παρουσίες του ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος. Ήταν μόλις 54 ετών
Με μοναδικό ταμπεραμέντο, εντυπωσιακή ευφράδεια, ακραία ευφυία και ακαταμάχητη αύρα του ο τραγουδιστής, ηθοποιός, παρουσιαστής και αυθεντικός entertainer Βλάσσης Μπονάτσος δεν ήταν ποτέ αδιάφορος, και σίγουρα καθόλου Απαράδεκτος -εκτός και αν το είχε επιλέξει ο ίδιος.
Γνήσιο, ροκάς στην ουσία και ένα πρόσωπο που αγάπησε το κοινό για τη γνησιότητα του ο Μπονάτσος ήταν ειλικρινής, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς προσωπείο, με μια γλυκιά αναίδεια που του επέτρεπε να μιλάει όπως σκεφτόταν και να εκφράζει με ειλικρίνεια την άποψη και την ψυχή του.
Η καριέρα του υπήρξε πολυδιάστατη: ξεκίνησε ως ροκάς, συνέχισε ως ηθοποιός και σόουμαν και κατάφερε να καθιερωθεί ως ένας από τους καλύτερους παρουσιαστές της ελληνικής τηλεόρασης. Προφανώς και η επιτυχία του δεν ήταν θέμα τύχης, αλλά η φυσική εξέλιξη ενός καλλιτέχνη οπλισμένου με δημιουργικότητα και επιμονή, με στιλ, χιούμορ και βάθος που δημιούργησε ένα πολυσχιδές προφίλ που σπάνια προκύπτει στα μέρη μας.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος είχε κάτι ανεξήγητο — μια νευρώδη, σχεδόν εκρηκτική ενέργεια που έκανε την παρουσία του ακαταμάχητη. Μέσα σε λίγα λεπτά συνομιλίας με κάποιον (λένε όσοι τον είχαν γνωρίσει) είχε τη δύναμη να γοητεύσει, να κερδίσει εντυπώσεις, να σε κάνει να θες και άλλο.
Ήταν ο άνθρωπος που «δεν σου έφτανε ποτέ», όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί. «Πάντα ήθελες λίγο ακόμη από το Βλάσση» που η ορμητική περσόνα αποτύπωνε την διαρκή του προσπάθεια να ζει και να δημιουργεί στο όριο.
Γεννημένος στις 30 Νοεμβρίου 1949, γιος δικαστικού και καθηγήτριας πιάνου, ο Μπονάτσος επέλεξε να ακολουθήσει την υποκριτική σπουδάζοντας στο Λονδίνο. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική του πορεία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σχημάτισε το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, ένα από τα πρώτα ροκ ελληνικά σχήματα που θα αφήσουν το στίγμα τους για πάντα. Το μεταγενέστερο τραγούδι Γαρύφαλλε Γαρύφαλλε έμελλε να γίνει ύμνος, ένα συμβολικό κομμάτι της ροκ σκηνής, το οποίο ακόμα συγκινεί.
Η συνεργασία του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν καθοριστική τόσο για την καλλιτεχνική όσο και για την προσωπική του ζωή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η συμμετοχή του στην παραγωγή Εβίτα στο πλευρό της μεγάλης σταρ με τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα, σηματοδότησε την καθιέρωση του στο θέατρο.
Η Αλίκη τον περιέγραφε με σεβασμό – η χρονιά εκείνη υπήρξε η μοναδική που κάποιος συμπρωταγωνιστής της απέσπασε πιο δυνατό χειροκρότημα από το δικό της.
Εκτός από την επαγγελματική τους σχέση, οι δυο τους έζησαν ένα έντονο, πενταετές ειδύλλιο – μια σχέση που απασχόλησε τον Τύπο και το κοινό σε μια εποχή που οι κοινωνικές προκαταλήψεις για τις σχέσεις με μεγάλη διαφορά ηλικίας ήταν έντονες.
Η Αλίκη, έχοντας μόλις χωρίσει από τον Γιώργο Ηλιάδη, φάνηκε ανανεωμένη και ζωντανή στο πλευρό του Βλάσση, αλλά και το κοινό εντυπωσιασμένο από την αμοιβαία χημεία τους.
Το καλοκαίρι του 1982, η δημοσίευση της φωτογράφησης στη βίλα της Αλίκης στον Θεολόγο, που τους έδειχνε μαζί σε μια τολμηρή πόζα όπου ο Μπονάτσος κρατούσε τα φαινομενικά γυμνά στήθη της σταρ, πυροδότησε ένα σκάνδαλο πρωτοφανούς έντασης για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής.
Το περιοδικό προκάλεσε αντιδράσεις, σχολιάστηκε και επικρίθηκε από πολλούς υπερασπιστές μιας συντηρητικής Ελλάδας καθώς «μια τέτοια ερωτική και νεανική εικόνα ανοιχτά δημοσιοποιημένη ήταν πρωτοφανής σε μια κοινωνία με αυστηρές ηθικές αντιλήψεις». Η φωτογραφία, όπως εξήγησε αργότερα η Αλίκη, επρόκειτο για μια μη σεξουαλική σύνθεση καθώς η ίδια φορούσε μαγιό και η ψευδαίσθηση της γυμνότητας δημιουργήθηκε από τα χέρια του Μπονάτσου.
Η ίδια η Αλίκη υποστήριζε ότι δεν ένιωθε καμία ντροπή ή αμηχανία, επισημαίνοντας την ωριμότητα και το χιούμορ του Βλάσση, που αντιμετώπιζε τη σχέση τους με σεβασμό, αλλά κι ένα παιχνιδιάρικο πνεύμα, που είχε ακριβώς την ελευθερία να τους κάνει να ξεχωρίζουν. Σε μια εποχή όπου οι σχέσεις με μεγαλύτερες γυναίκες και νεότερους άντρες ήταν ταμπού, ο Βλάσσης Μπονάτσος και η Αλίκη Βουγιουκλάκη διεκδίκησαν τη θέση και τη σχέση τους δημόσια.
Το σκάνδαλο ενίσχυσε και τη μυθολογία γύρω από την προσωπικότητά του, ως ενός ανθρώπου που δεν φοβόταν να σπάσει τα ταμπού, να ζήσει και να αγαπήσει στα δικά του, ασυμβίβαστα μέτρα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι τηλεοπτικές του εμφανίσεις τον ανέδειξαν σε αγαπημένο όλων μέσα από σειρές και παιχνίδια, όπου το μοναδικό του χιούμορ και η αυθεντικότητά του λάμπαναν. Από τους Απαράδεκτους στο Mega, όπου έπαιζε τον εαυτό του και έκλεβε τις εντυπώσεις, μέχρι προγράμματα όπως το Vlass Back και Άλλα Κόλπα ο Μπονάτσος κέρδισε το κοινό με την πρωτοφανή αμεσότητά του.
Ήταν ο γόης της εποχής, ένας μοναδικός σοουμαν, αστείος και ειλικρινής, που δεν δίσταζε να κάνει φάρσες και να προκαλεί γέλιο με τον ίδιο και με τους άλλους, ήταν ένας από όλους.
Ως τέτοιος ο Μπονάτσος είχε μιλήσει για το σύστημα υγείας αποκαλώντας το κουρελέ σε μια από τις συνεντεύξεις που ακόμη και σήμερα διαμοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για όσα είπε.
«Όποιος δεν είναι πλούσιος ή γνωστός όχι επώνυμος ή ανώνυμος γιατί όλοι είμαστε επώνυμοι, μπορεί να πεθάνει ήρεμος σ αυτή τη χώρα. Και εννοώ το δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο είναι όλο κουρελέ, και σας το λέω υπεύθυνα» είχε πει ο Βλάσσης Μπονάτσος που πέρα από τη δημοσιότητα και τη λάμψη, πάλευε ιδιωτικά -πάντα με τους δικούς του κανόνες.
Η υγεία του ήταν εύθραυστη, καθώς υπέφερε από κληρονομικό αγγειοοίδημα, μια πάθηση που τελικά προκάλεσε και τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία μόλις 54 ετών.
Ο Μπονάτσος παντρεύτηκε την κόρη της Ζωής Λάσκαρη, Μάρθα Κουτουμάνου και απέκτησαν μαζί την Ζένια.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος, αναχώρησε ξαφνικά και άγαρμπα. Στις 14 Οκτωβρίου 2004, μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο, αλλά οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ήταν ήδη νεκρός.
Η αρχική αναφορά για ανακοπή καρδιάς αντικαταστάθηκε από το ιατροδικαστικό πόρισμα της καθηγήτριας Χαράς Σπηλιοπούλου: αιτία θανάτου ήταν η αποφρακτική οιδηματώδης λαρυγγίτιδα, πάθηση που συνδέθηκε με κληρονομικό αγγειοοίδημα. Ήταν μόλις 54 ετών. Η είδηση «έσκασε σαν βόμβα», αφήνοντας κοινό και οικογένεια σε βαθύ σοκ.
Αυτός ο χίπης που λάτρευε τη φιλοσοφία των «παιδιών των λουλουδιών», ο ροκάς που έβγαζε δίσκους με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους του περιθωρίου – εκδιδομένους και περιθωριοποιημένους – σε μία Ελλάδα που δεν μπορούσε να το αντέξει και κατάφερε να πάρει περισσότερο χειροκρότημα από τη ντίβα Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Τσε Γκεβάρα και ο «μαλάκας» που δεν άντεχε άλλο, όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε λίγο πριν τον χαμό του έφυγε απροσδόκητα.
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μπονάτσου στις 14 Οκτωβρίου 2004, ο Σταμάτης Κραουνάκης μίλησε στους Πρωταγωνιστές συνδέοντας ευθέως τον χαμό του με τις ουσίες.
«Το ταλέντο του και η παιδικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερα από όσο μπορούσε να αντέξει ο χώρος και η Ελλάδα. Είναι πολύ γνωστό ότι ο Βλάσσης έπαιρνε κοκαΐνη και ότι αυτό τον σκότωσε. Στην Αμερική θα είχε έναν ένδοξο θάνατο, αν έκανε το ίδιο. Έπινε κοκαΐνη γιατί δεν άντεχε αυτό που ζούσε» είχε πει.
Τον Σταμάτη Κραουνάκη είχε επιβεβαιώσει, λίγα χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο οποίος είχε τσακωθεί με τον Μπονάτσο για τον τρόπο που διαχειριζόταν τις ουσίες, δηλώνοντας: «Είχα αντιδράσει πολύ με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε με τις ουσίες. Είχα τρομερή αντίδραση. Κόφτο, βέβαια… Είχαμε σχεδόν πλακωθεί».
Η κόρη του Ζένια, η οποία ήταν μόλις επτά ετών όταν όλα συνέβησαν μπροστά στα μάτια της, διέψευσε τα παραπάνω.
«Έγιναν όλα μπροστά μου. Τρεις το βράδυ, είχα ξυπνήσει… ο μπαμπάς μου έφτιαχνε χαμομήλι και σφύριζε. Για κάποιο λόγο, εκεί που με πείραζε και μου τραγουδούσε, κάτι με πιάνει και φεύγω και πάω στο δωμάτιο της μαμάς μου και της λέω ‘μαμά, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, θα πεθάνει’».
Όπως περιγράφει η Ζένια, στη συνέχεια ο πατέρας της «άρχισε να μην μπορεί να αναπνεύσει και φωνάζει ‘Μάρθα, Μάρθα’. Δεν ανέπνεε, κουτούλαγε από τοίχο σε τοίχο, λιποθύμησε έξω από το δωμάτιό μου… Εγώ προσπαθούσα να του δώσω το φιλί της ζωής, ό,τι μπορούσα».
Η Ζένια, η οποία έχει κληρονομήσει το ίδιο πρόβλημα, επιμένει ότι ο θάνατος οφειλόταν στο κληρονομικό αγγειοοίδημα, ένα σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα που είχε και η μητέρα του και ο αδερφός του -κάτι που έχει επιβεβαιώνει και η σύζυγός του, Μάρθα Κουτουμάνου.
«Ο Βλάσσης είχε ένα σπάνιο νόσημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα… Είτε από στρες είτε από άλλους παράγοντες πρήζονται στα χέρια και στα πόδια. Δεν το ήξερε τι είναι αυτό. Την τελευταία νύχτα, είχε πρηστεί στο πρόσωπο και δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο γιατί είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είχε χάσει την εκπομπή» είχε πει.
«Τελευταία μέρα που έκλαψε, που ήταν πρησμένος και με πήρε αγκαλιά, μου είπε είμαι μαλάκας και θα πεθάνω». Αυτή η φράση, η οποία ερμηνεύτηκε ευρέως ως σύνδεση με την κόκα, είχε διαφορετική ερμηνεία για την Κουτουμάνου. «Γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του. Ήταν η αρρώστια, η τηλεόραση…».
Ανεξάρτητα από το λόγο, η απώλεια κόστισε. «Κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι…» έλεγε ο στίχος για τον Γαρύφαλλο και τελικά, ίσως αυτό να ισχύει για το γοητευτικό αίνιγμα του Βλάσση Μπονάτσου που έζησε αληθινά, μετέωρος ανάμεσα στον μύθο και την αλήθεια.
Ο Μπονάτσος έφυγε βιαστικά, αφήνοντας μια κληρονομιά γεμάτη πάθος, γέλιο και γενναιότητα με αποτύπωμα σταθερά διαχρονικό γιατί αυτός ο απίστευτος τύπος είχε την ικανότητα να κάνει τα πάντα -και να τα κάνει καλά.
Από τις θεατρικές του ερμηνείες μέχρι τη ζωντάνια του στην τηλεόραση, από το παίξιμο της ροκ στα φωνητικά μέχρι το καυστικό χιούμορ και τις ατάκες που τώρα πια είναι κλασικές ο Βλάσσης έστελνε το μήνυμα του αληθινού καλλιτέχνη που δεν συμβιβάζεται, που βιώνει την ύπαρξη «με διακόσια», σαν έναν αιώνιο έφηβο που οδηγεί για πάντα το αυτοκίνητο στη δική του λεωφόρο -χωρίς φρένα.
Κάπου διάβασα το θλιβερό σχόλιο ότι ο Μπονάτσος έφυγε «σα το σκυλί στο αμπέλι». Όχι.
Ο Βλάσσης έφυγε άδικα νέος, αλλά έζησε, μίλησε, σώθηκε, ως άλλος ήρωας του Κέρουακ και κάηκε ως τέτοιος. Θυελλώδης, αυθεντικός, ατόφια ατίθασος με τη χαρακτηριστική βροντερή βραχνάδα του, ο Μπονάτσος έφερε μια αναρχία στην ψυχαγωγία με φάρσες αξέχαστες (η Μαλβίνα Κάραλη τον στόλισε με μπινελίκια και σφαλιάρες όταν έβαλε αστυνομικούς να τη σταματήσουν από το νυχτερινό μαγαζί όπου εμφανιζόταν για την εκπομπή του Άλλα Κόλπα, «Γουρούνι» τον είχε πει με τον Βλάσση να γελάει με την ψυχή του).
Ολοι θα θέλαμε να ήταν φάρσα και η μέρα που έφυγε ως σίφουνας από την παρέα που μας είχε συνηθίσει να είναι.
Ήταν μόλις 54 ετών, μάστορας στις μεταμορφώσεις και ο εαυτός του, ροκ:
- Το μεγάλο «όπλο» του Ελ Κααμπί
- Η Ουκρανία στο σκοτεινό τούνελ της πληθυσμιακής κατάρρευσης
- Μπράιτον – Γουέστ Χαμ 1-1: Στις καθυστερήσεις γλίτωσαν την ήττα οι «γλάροι»
- Τέλος το κρυφτό: Τζίτζι Χαντίντ και Μπράντλεϊ Κούπερ στην πρώτη τους κοινή συνέντευξη
- Διάρρηξη στο Δημαρχείο Σαρωνικού – Ταυτοποιήθηκε 39χρονος δράστης
- Ενώσεις Καταναλωτών: Ως 20% ευρώ ακριβότερο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι





