Στην ιστορία της κοινωνικής θεωρίας λίγα κείμενα συζητήθηκαν όσο το άρθρο του Λουί Αλτουσέρ «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (Σημειώσεις για μια έρευνα)», που πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1970, στο περιοδικό La Pensée. Βασικές έννοιες όπως αυτή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (και η συντομογραφία τους – ΙΜΚ) πέρασαν όχι μόνο στα εγχειρίδια σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας ή κοινωνιολογίας, αλλά και στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς, ακόμη και στις αντιπαραθέσεις στα ριζοσπαστικοποιημένα αμφιθέατρα της δεκαετίας του 1970. Οι βασικές θέσεις αυτού του κειμένου, ο τρόπος που μπορούσαν να ερμηνεύουν πεδία όπως η εκπαίδευση, αλλά ακόμη και η οικογένεια, ως χώρους όπου όπου συντελείται η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, η έμφαση στο ότι είναι η ιδεολογία αυτή που συγκροτεί τα άτομα ως υποκείμενα, η υπογράμμιση του πρακτικού χαρακτήρα της ιδεολογίας και της συσχέτισής της με κοινωνικές πρακτικές και τελετουργίες υπόσχονταν να απελευθερώσουν τη δυνατότητα να μελετηθούν κοινωνικά φαινόμενα υπό το πρίσμα του βαθύτερου κοινωνικού καθορισμού τους. Την ίδια ώρα αυτό απαντούσε και σε αιτήματα ριζοσπαστικής αμφισβήτησης και μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού μηχανισμού, όπου ήδη από τη δεκαετία του 1960 καταγράφονταν μεγάλα πολιτικοποιημένα κινήματα.

Γύρω από το κείμενο υπήρξαν μεγάλες αντιπαραθέσεις. Ο Αλτουσέρ κατηγορήθηκε ότι παρουσίαζε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας με τρόπο που είχε είχε τον κίνδυνο ενός λειτουργισμού που υποτιμούσε τον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό, ότι δίνοντας τόση έμφαση στην ιδεολογία παράβλεπε τους κοινωνικούς αγώνες γύρω από την οικονομία και την καπιταλιστική παραγωγή, ότι με το σχήμα των υποκειμένων που «εγκαλούνται» από την ιδεολογία αμφισβητούσε τη δυνατότητα των ανθρώπων να είναι όντως δρώντες με κριτική αυτοσυνείδηση.

Όταν δημοσιεύτηκε το κείμενο το 1970, το οποίο ο Αλτουσέρ θα συμπεριλάβει το 1975 σε μια συλλογή κειμένων με τον τίτλο Positions (Θέσεις) που θα γνωρίσει πολλές ανατυπώσεις (στα ελληνικά θα εκδοθεί σε μετάφραση του Ξ. Γιαταγάνα από τις εκδόσεις Θεμέλιο) δεν δόθηκε όση σημασία έπρεπε στην παρένθεση που ακολουθούσε τον τίτλο του κειμένου: «Σημειώσεις για μια έρευνα». Η παρένθεση αυτή δεν παρέπεμπε απλώς στον χαρακτήρα work in progress του κειμένου, αλλά στο ότι ο Αλτουσέρ δημοσίευσε μόνο αποσπάσματα από ένα πολύ μεγαλύτερο χειρόγραφο που είχε γράψει το 1969 και το οποίο θα δημοσιευτεί το 1995, ως τμήμα της μεταθανάτιας έκδοσης ανέκδοτων κειμένων, σε επιμέλεια του Ζακ Μπιντέ με τον τίτλο Sur la reproduction (ο τίτλος ήταν επιλογή των εκδοτών, το χειρόγραφο δεν είχε τίτλο). Πλέον είναι διαθέσιμο και στα ελληνικά με τίτλο «Για την αναπαραγωγή. Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής, σε μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου, ενώ περιλαμβάνει και τον πρόλογο του Ετιέν Μπαλιμπάρ από τη δεύτερη γαλλική έκδοση.

Το χειρόγραφο του Για την αναπαραγωγή ήταν τμήμα μιας συλλογικής θεωρητικής επεξεργασίας της ομάδας γύρω από τον Αλτουσέρ με σκοπό μελετηθεί η εκπαίδευση ως μηχανισμός αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το βασικό συλλογικό κείμενο, των Μπαλιμπάρ, Μασερέ, Τορ, Εσταμπλέ και Μποντελό δεν ολοκληρώθηκε, εξαιτίας και διαφωνιών ανάμεσα σε όσους παρέμειναν στο κομμουνιστικό κόμμα και όσων στρατεύτηκαν στο μαοϊκό ρεύμα. Κυκλοφόρησε μόνο φέτος με τον τίτλο Écoles από τις εκδόσεις PUF σε επιμέλεια του Γιοσιγιούκι Σάτο. Εκδόθηκαν, όμως, άλλα κείμενα με μεγάλη επίδραση όπως το L’école capitaliste en France (Το καπιταλιστικό σχολείο στη Γαλλία) των Κριστιάν Μποντελό και Ροζέ Εσταμπλέ, ή το βιβλίο του Μισέρ Τορ για τον δείκτη νοημοσύνης που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά.

Η ιδεολογία ήταν ένα ανοιχτό ερώτημα στο έργο του Αλτουσέρ. Μπορεί να ήταν πανταχού παρούσα  στα κείμενά του μέχρι τότε, όμως οριζόταν περισσότερο αρνητικά, ως το αντίθετο της επιστήμης, ως αυτό με το οποίο έρχονται σε επιστημολογική τομή οι έννοιες που επιτρέπουν την επιστημονική γνώση (και όχι την ιδεολογική παραγνώριση) ενός τμήματος του επιστητού. Όμως, ο Αλτουσέρ δεν επιδιώκει απλώς να παρουσιάσει μια θεωρία για την ιδεολογία, αλλά και ένα γενικότερο σχήμα για το πώς βλέπει τον ιστορικό υλισμό. Επιστρέφει έτσι στην έννοια του τρόπου παραγωγής για να επικεντρώσει, σε σαφή ρήξη με τον οικονομισμό ενός παραδοσιακού μαρξισμού, στο πρωτείο των σχέσεων παραγωγής πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, και σε αυτή τη βάση να θέσει το ερώτημα για την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής (που αφορούν εξουσίες και ιεραρχίες στην παραγωγή και όχι απλώς νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας), του – καθόλου ουδέτερου – καταμερισμού εργασίας και των φορέων που καταλαμβάνουν τις θέσεις που αυτός ορίζει.

Αυτό φέρνει τον Αλτουσέρ αντιμέτωπο με τη θεωρία του κράτους. Αυτό δεν παρουσιάζεται ως απλώς ένας κατασταλτικός μηχανισμός, αλλά ως ένα πολύ πιο σύνθετο πλέγμα που συμβάλλει ενεργά στην κοινωνική αναπαραγωγή, περιλαμβάνει μηχανισμούς που δεν είναι μόνο «δημόσιοι» αλλά και «ιδιωτικοί» (ακολουθώντας εδώ την αντίστοιχη τοποθέτηση του Γκράμσι για τους ηγεμονικούς μηχανισμούς). Σε αυτό το φόντο, οι διατυπώσεις για μια «ιδεολογία εν γένει» που είναι σαν το ασυνείδητο «χωρίς ιστορία» μπορούν να διαβαστούν ως τμήμα μιας προβληματικής που τελικά καταλήγει στην ιστορία πραγματικών μηχανισμών και όχι ως μια ανιστορική τοποθέτηση. Επιπλέον, ο Αλτουσέρ «διορθώσει» την εντύπωση που σχημάτιζαν προηγούμενα κείμενά του ότι η κοινωνική αναπαραγωγή είναι το αποτέλεσμα κάποιων «βαθύτερων» ή «λανθανουσών» δομών ως ένα είδος δομιστικής κοινωνικής γραμματικής: η κοινωνική αναπαραγωγή ταξικών σχέσεων παραγωγής εξαρτάται από πρακτικές και μηχανισμούς, πάντα διαπερνιέται από την πάλη των τάξεων και άρα το ενδεχόμενο του μετασχηματισμού είναι ανοιχτό. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, μιας στρατηγικής που επιμένει στην ανάγκη του ριζικού, επαναστατικού μετασχηματισμού τέτοιων μηχανισμών και όχι απλώς της προσθήκης του επιθέτου «λαϊκού» ή «δημοκρατικού» σε αυτούς.

Ο αντίκτυπος του Μάη 1968 είναι εμφανής στη σκέψη του Αλτουσέρ για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς: «Όταν δεν καταφέρνουν πλέον να λειτουργούν και να αναπαράγουν στη “συνείδηση” όλων των υποκειμένων τις σχέσεις παραγωγής, τότε λαμβάνουν χώρα “συμβάντα” κατά το κοινώς λεγόμενο, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, όπως τον Μάη, το ξεκίνημα μιας πρώτης γενικής δοκιμής. Και τελικά τη μία ή την άλλη μέρα, έπειτα από μια μεγάλη πορεία, η Επανάσταση».