Α. Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει εισαχθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο ο όρος της «ακινησίας» όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Θα ήταν όμως μάλλον ορθότερο οι πολιτικές δυνάμεις να στρέψουν την προσοχή τους στην ακινησία όσον αφορά τη λειτουργία του πολιτεύματος. Εδώ είναι που ταιριάζουν οι στίχοι «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν». Αν και για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτό που αλλάζει είναι ότι βαθαίνει η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος και η απομάκρυνση, ιδίως των νέων, από την πολιτική.

Β. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα συνέβησαν στη Βουλή κατά τη συζήτηση των προτάσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη σύσταση «προανακριτικής» (ορθότερα: επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης) στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ας ξεκινήσουμε με τα αμιγώς νομικά ζητήματα:

Παραδοχή πρώτη: Δεν υπάρχει ρητή διάταξη στο Σύνταγμα ή στον Κανονισμό της Βουλής που να προβλέπει απαρτία, δηλαδή ορισμένο ελάχιστο αριθμό βουλευτών για τη συζήτηση και την έναρξη της ψηφοφορίας επί ενός θέματος στη Βουλή.

Υπάρχει βέβαια η συνταγματική διάταξη του άρθρου 67 του Συντάγματος («H Bουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών») και πολλές άλλες διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής που θεσπίζουν ειδικές πλειοψηφίες, αυτές όμως αφορούν τις απαιτούμενες πλειοψηφίες για την υπερψήφιση μιας πρότασης και όχι την απαρτία.

Έχουν βέβαια διατυπωθεί και διαφορετικές απόψεις στη θεωρία από καλούς συναδέλφους σύμφωνα με τις οποίες η πλειοψηφία που απαιτείται για τη λήψη μιας απόφασης απαιτείται και για την έναρξη της σχετικής ψηφοφορίας, ρητή όμως διάταξη που να προβλέπει κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.

Παραδοχή δεύτερη: Δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια των βουλευτών, αν θα ψηφίσουν αυτοπροσώπως στη Βουλή ή με επιστολική ψήφο.

Η επιστολή ψήφος προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής μόνο σε συγκεκριμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες προσδιορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 70Α του Κανονισμού της Βουλής: «Οι Βουλευτές που βρίσκονται σε αποστολή της Κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό μπορούν να μετέχουν στις ψηφοφορίες, όταν είναι ονομαστικές, καθώς και όταν απαιτείται ειδική πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης, με επιστολή ή τηλεομοιοτυπία που φέρουν την υπογραφή τους και αντίστοιχη μνεία του θέματος. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις εφαρμόζονται αναλόγως στην περίπτωση εγκύων Βουλευτών, για το χρονικό διάστημα του τελευταίου μήνα της κύησης, καθώς και αυτού που ακολουθεί τον τοκετό, όπως και στην περίπτωση Βουλευτών που δεν μπορούν να μετέχουν με φυσική παρουσία στις συνεδριάσεις της Βουλής, λόγω της λήψης μέτρων κατά το άρθρο 14 στοιχείο θ) του Κανονισμού της Βουλής», δηλαδή της λήψης «των αναγκαίων μέτρων που αφορούν στην προστασία της δημόσιας υγείας σε καταστάσεις ανάγκης, ιδίως δε σε περιπτώσεις επιδημίας ή πανδημίας.».

Παραδοχή τρίτη: Όταν ανακύπτουν αμφιβολίες και αντιρρήσεις για παρεμπίπτοντα διαδικαστικά ζητήματα, αυτές αίρονται αρχικά από τον Πρόεδρο της Βουλής και, εάν εξακολουθούν να υφίστανται, από την ίδια τη Βουλή: «Για τα παρεμπίπτoντα απoφαίνεται o Πρόεδρoς. Aν διατυπωθoύν αντιρρήσεις, απoφασίζει η Boυλή με ανάταση ή έγερση και χωρίς άλλη συζήτηση» (άρθρο 67 παρ. 7 του Κανονισμού της).

Και αυτή είναι μια απολύτως σαφής διάταξη που δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες.

Γ. Ποιος θα αποφασίσει για το εάν τηρήθηκαν όλα τα ανωτέρω στη συζήτηση των προτάσεων για τη σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ;

Η απάντηση είναι απλή, μονοσήμαντη και για τον απλό πολίτη μάλλον «σοκαριστική»: Κανείς! Γιατί στη Χώρα μας δεν υπάρχει ένα Συνταγματικό Δικαστήριο που να αποφασίζει για τις λεγόμενες «οργανωτικές συνταγματικές διαφορές», δηλαδή για τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία του πολιτεύματος.

Έτσι, αποφασίζει μόνη της η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, ενώ επαναλαμβάνεται κάθε φορά το ίδιο σκηνικό με φωνές και διαμαρτυρίες εκ μέρους της αντιπολίτευσης που είναι δεδομένο εκ των προτέρων ότι δεν θα εισακουσθούν. Άρα, οι όποιες συνταγματικές παραβιάσεις εκ μέρους της εκάστοτε πλειοψηφίας είναι «ανέξοδες». Δεν επιβάλλεται καμία απολύτως κύρωση γι’ αυτές.

Ήρθε όμως η ώρα να αποφασίσουμε «με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε». Θέλουμε να ελέγχεται η τήρηση του Συντάγματος όσον αφορά τη λειτουργία της Βουλής και όλων των άλλων πολιτειακών οργάνων; Εάν ναι, θα πρέπει να συμφωνήσουμε στη θέσπιση ενός ανεξάρτητου δικαστικού οργάνου για τον έλεγχό τους.

Οι ενδεχόμενες αντιρρήσεις περί δικαστικοποίησης της πολιτικής ζωής είναι αβάσιμες. Στη συντριπτική πλειοψηφία των  ευρωπαϊκών κρατών λειτουργούν συνταγματικά δικαστήρια για τις οργανωτικές συνταγματικές διαφορές, χωρίς να έχει δικαστικοποιηθεί η πολιτική τους ζωή.

Αντιθέτως μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, ενδυναμώνοντας τα θεσμικά αντίβαρα (ενώ στην Ελλάδα μονίμως τα συζητάμε χωρίς να τα θεσπίζουμε). Έτσι λ.χ. στη Γερμανία το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι ένας αριθμός της προεδρίας των κοινοβουλευτικών επιτροπών θα πρέπει να ανατίθεται στην αντιπολίτευση. Μπορείτε να φανταστείτε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;

Δ. Είναι πολύ πιθανό οι πολιτικές δυνάμεις να μην επιθυμούν τη ριζική αυτή αλλαγή, η οποία θα εκσυγχρονίσει πραγματικά το πολιτικό μας σύστημα. Οι μεν κυβερνητικές πλειοψηφίες για να μην έχουν κανένα εμπόδιο, οι δε δυνάμεις της αντιπολίτευσης γιατί σκέφτονται ότι κάποια στιγμή θα αποκτήσουν αυτές την πλειοψηφία.

Οι πολίτες όμως κρίνουν και αξιολογούν πολιτικές αξίες και συμπεριφορές. Και τα περιθώρια για την ανάκαμψη της αξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος, δεν είναι απεριόριστα …

*Ο κ.  Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ