Άγγελος Σικελιανός: Στήθος γεμάτο από πάθος, εγκέφαλος με διαρκείς ερεθισμούς
Ο Σικελιανός δεν κατόρθωσε να δώση στην ελληνική διανόησι τους πλούσιους χυμούς των αφομοιωμένων του γνώσεων
Γόης, αγέρωχος γαλανομάτης είναι ο έφηβος των δέκα επτά χρονών, που ζωσμένος φαρέτρα γεμάτη από βέλη του έρωτα δίνει εδώ και πενήντα πέντε χρόνια το «παρών» στους δρόμους της νέας Αθήνας, της χτισμένης πάνω στα παληά συντρίμμια της μεγαλόπρεπης εκείνης και πολυδοξασμένης αρχαίας πολιτείας, σκορπίζοντας τις πρώτες ανησυχίες του νεοσσού ποιητή. Τον συνοδεύει Πίστη και άδολη αγάπη σ’ ό,τι είναι πνευματική εκδήλωσις της εποχής εκείνης.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.6.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τ’ αλαφρό του περπάτημα, το ζωηρό του βλέμμα, άθελα δημιουργούν σ’ εκείνον που τον αντικρύζει την εντύπωσι ότι έχει μπρος του έναν έφηβο, ένα Διόνυσο, κάποιο δραπέτη αρχαίου Γυμνασίου. Θυμίζει εικόνα μιας σβυσμένης στα βάθη των αιώνων εποχής, χωρίς καμμιά διάθεσι υπέρμετρης ή εξεζητημένης αρχαιολατρείας και μακρυά από κάθε υποβολή ότι μπορούσε να αναζήση η αρχαία παράδοση που όλοι μας ξέρουμε από διαβάσματα. Αεικίνητος, με το χαμόγελο στο στόμα, αγναντεύει ο Άγγελος με το ζωηρό του βλέμμα προς το άπειρο, ζητώντας κάποιο ξέσπασμα, κάποιο λιμάνι για ν’ αράξη τις ζωηρές του ανησυχίες. Στο στήθος του ζουν δυο ψυχές, η μια θέλει να χωρισθή από την άλλη. Το αιώνιο δράμα του ιδιοφυούς ανθρώπου.
Αυτή είναι η εικόνα της πρώτης εμφάνισης του Άγγελου Σικελιανού στην Αθήνα, η ζωντανή εικόνα του νεανία ποιητή, που προσπαθούσε να καβαλήση τον αφηνιασμένο Πήγασο, για να πετάξη στ’ αόρατα ύψη, πέρα απ’ τα σύννεφα, προς το άπειρο.
Η Μοίρα, που τα μυστικά της είναι γρίφοι, τον έρριξε μια μέρα μπρος στους Αμερικανούς σπουδαστές που σαν πλάνητες (σ.σ. περιπλανώμενοι, περιφερόμενοι) και φερέοικοι (σ.σ. ανέστιοι, αυτοί που δεν έχουν μόνιμη κατοικία) γύριζαν μες στις αρχαιότητες και τα σοκάκια της Αθήνας, ντυμένοι με αρχαίες χλαμύδες, σέρνοντας από πίσω τους πολλούς περίεργους κάθε ηλικίας, με τη μαρίδα (σ.σ. πλήθος ατόμων μικρής ηλικίας, πιτσιρικαρία) της Πλάκας, και ουραγό την Αστυνομία για να τους προστατεύη. Ζωηρά θυμούμαι ακόμα ύστερα από τόσα χρόνια τον νεαρό αδελφό της Δούνκαν (σ.σ. η Ισιδώρα Ντάνκαν, 1877-1927, υπήρξε διάσημη αμερικανίδα χορεύτρια και δασκάλα χορού), που σε κάθε δέκα βήματα γύριζε πίσω του και προσπαθούσε να πείση την κουστωδία ότι δεν πρόκειται περί σαλτιμπάγκων, αλλά περί σπουδαστών των κλασικών σπουδών. Οι περίεργοι δεν τον πρόσεχαν. Σ’ αυτή λοιπόν τη συντροφιά προσκολλήθηκε μια καλή μέρα και ο ‘Αγγελος. Δεν άργησε να προσαρμοσθή στο ρυθμό της ζωής της, ν’ αποτελέση αναπόσπαστο μέλος της, αφού ντύθηκε κι’ αυτός τη χλαμύδα και τα σανδάλια.
Ύστερα από λίγο καιρό ο Άγγελος χάθηκε για τους Αθηναίους. Αργότερα, πολύ αργότερα, έφθασε στην Αθήνα σαν φήμη παραμυθιού ότι κόρη Αμερικάνα, αντίστροφα προς τον χαιρετισμό του Γαβριήλ προς την Παρθένα, εξεπλάγη στ’ αντίκρυσμα του ωραίου Άγγελου, και αφού κατέθεσε μπρος στα πόδια του τον αγνό της έρωτα, με πάθος πούφθασε στην εξουθένωσί της, εθεοποίησε τον λατρευτό της. Πολλοί απ’ τους φίλους και θαυμαστές του Σικελιανού πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι ο δεσμός αυτός ανέκοψε τη δημιουργική του προσπάθεια. Το θέμα αυτό ας το εξετάσει μια μέρα βιογράφος του.
Η Εύα Πάλμερ – Σικελιανού
Στήθος γεμάτο από πάθος, εγκέφαλος με διαρκείς ερεθισμούς, ο Άγγελος με την αγωνιώδη του ανησυχία συλλάμβανε τους πιο τολμηρούς οραματισμούς, θείες εμπνεύσεις, που τον μετέφερναν σ’ άλλους κόσμους. Έτσι, καθισμένος μια μέρα στα σπασμένα σκαλοπάτια των Δελφών, οραματίστηκε ολόγλυφες εικόνες απ΄τη ζωή του αρχαίου κόσμου, και δεν άργησε να τους δώση πρακτική μορφή με τη Δελφική Ιδέα, τη θητεία του στην αρχαία τραγωδία και την αυτοχειροτονία του σ’ επιζώντα ιερέα του ιερού του Δία. Την έζησε εντατικά και την εκήδευσε στωικά, χωρίς ποτέ να πιστέψη ότι πέθανε. Πίστευε ως το τέλος της ζωής του ότι η Ιδέα τελικά και πάλι θ’ αναστηθή. Δεν θα ήθελα έπειτα από τόσα χρόνια να ξαναγυρίσω στις κρίσεις και εντυπώσεις του καιρού πολλών και δικές μου, και τις επικρίσεις πάνω στην ουτοπιστική προσπάθεια, όπως τότε τη χαρακτηρίζαμε. Οι κρίσεις αυτές ήταν δραματικές για τον Σικελιανό, που πίστευε αγνά στην Ιδέα. Χαρακτηρίζαμε τότε τα πανεπιστήμια, τις βιβλιοθήκες, τους γυμνούς ιππείς σαν μια εξεζητημένη ανεδαφική αρχαιολατρεία, ένα ξεκάρφωτο δημιούργημα χωρίς κεφάλι και ουρά. Δεν ξέρω αν ο καιρός που πέρασε άλλαξε τις γνώμες τών τότε επικριτών.
Ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού
Για το ποιητικό έργο του Σικελιανού, την ξεχωριστή του ευφορία, τη μυστικοπάθεια και την κατάνυξι στον στίχο του, γράφηκαν πολλά κατά καιρούς και τελευταία κάτω απ’ την εντύπωσι του ξαφνικού του θανάτου, περισσότερα από τους θαυμαστές του, λιγώτερα από αντικειμενικούς μελετητές. Την πραγματική όμως θέσι του στα Νεοελληνικά Γράμματα και το οριστικό εισιτήριο για το πέρασμά του στα Ηλύσια των Αθανάτων θα τη δώση μια μέρα ο κριτικός, που με το πρίσμα του μακρυνού χρόνου, μακρυά από τις πρόσφατες εντυπώσεις, θα λαμπικαρήση (σ.σ. ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω) το πραγματικό έργο του ποιητή. Η τολμηρή γλωσσοπλαστική του προσπάθεια ξεπέρασε τους συγχρόνους του, αν και πολλές φορές ξεπερνούσε και το επιτρεπόμενο μέτρο. Το πρόβλημα αυτό, αν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, δεν θα λυθή με τη συζήτησι, αλλά με τη συγγραφή έργων αξίας, και προς τα εκεί πρέπει να στραφή η προσοχή των νεωτέρων. Δεν είναι η γλώσσα το εμπόδιο στη συγγραφή καλών έργων. Τα αξιόλογα έργα βρίσκουν τη γλώσσα τους.
Με την παιδική καλωσύνη κι’ αφέλεια ο Άγγελος πίστευε σ’ ό,τι καλλιεργούσε στη σκέψι του. Ήταν απόλυτα ειλικρινής στις εκδηλώσεις του, και κάθε παρεξήγησις εις βάρος του θ’ αδικούσε τους επικριτές του. Πνευματικά καλλιεργημένος, περισσότερο απ’ όλους τους συγχρόνους του, δεν κατόρθωσε με τις ατελείωτες ανησυχίες του να δώση στην ελληνική διανόησι τους πλούσιους χυμούς των αφομοιωμένων του γνώσεων, ιδιαίτερα στον πεζό λόγο, κι’ αυτό είναι μια θετική ζημία για τα Ελληνικά Γράμματα. Είχε πάντα στον νου του τον σκελετό μιας πολυσύνθετης μελέτης στον τύπο της «Ποίησης και Αλήθειας» του Γκαίτε που τόσο θαύμαζε, μέχρι σημείου να τον μιμείται και στην εξωτερική εμφάνισι του Γερμανού Όλυμπου. Η κόμμωσή του, η ριγμένη πάνω του μπέρτα ήταν αδυναμίες μιας τέτοιας φιλαρέσκειας, την οποία πολλοί από μας τού την καλλιεργούσαμε όχι αστειευόμενοι, αλλά με πεποίθησι.
Οι πιο πρόσφατες εντυπώσεις μου από τον ποιητή ήταν μια συνάντησίς μας στον Εθνικό Κήπο, ένα μήνα προ του θανάτου του. Ήταν πολύ καταβλημένος και απότομα γερασμένος. Με την τρέμολη φωνή του μού είπε ότι αυτός ο περίπατος στον κήπο εκείνη την ημέρα τού έκαμε την εντύπωσι προθάλαμου προς τον μεγάλο κήπο της Εδέμ, και πρόσθεσε «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός». Τον βοήθησα να σηκωθή από τον πάγκο, και του πήρα μια φωτογραφία, την τελευταία του. Η φυσική ζωή του Άγγελου Σικελιανού έσβυσε, η πνευματική ζει.
*Κείμενο του φημισμένου εκδότη, συγγραφέα και διανοουμένου Κώστα Ελευθερουδάκη (1877-1962), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 15 Ιουνίου 1952, έναν περίπου χρόνο μετά το θάνατο του Άγγελου Σικελιανού.
Ο λευκαδίτης λογοτέχνης Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1884 (παλαιό ημερολόγιο) και απεβίωσε στις 19 Ιουνίου 1951.
- Μάιντς – Γκλάντμπαχ 0-1: Ο Ντα Κόστα καταδίκασε την ομάδα του
- Άκρως Ζωδιακό: Τα Do’s και Don’ts στα ζώδια σήμερα [Σάββατο 06.12.2025]
- Αταμάν: «Ήμασταν χάλια, δεν αξίζαμε τη νίκη»
- Λιγότερη δουλειά, περισσότερος τζόγος για την Gen Z
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά το τέλος της 14ης αγωνιστικής
- Άνετο βράδυ για την Μπασκόνια (88-78), ο Βιλντόζα έδωσε τη νίκη στην Βίρτους (79-78)




