«Μήπως θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν καθόλου νεκροταφεία συγγραφέων; Ποια είναι έτσι κι αλλιώς η σημασία μιας ταφόπλακας για τον εφήμερο άνθρωπο; Και αν έχουμε το προνόμιο να επιλέξουμε τοποθεσία, τι πρέπει να σχεδιάσουμε εκ των προτέρων; Θέλουμε να είμαστε κάπου που μας άρεσε να ζούμε ή σκεφτόμαστε περισσότερο όποιον θέλει να μας “επισκεφτεί”; Ποιοι θα είναι οι γείτονές μας;». Η λογοτεχνία δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε μακάβριες ή βλάσφημες και μετριοπαθείς σκέψεις. Και αυτές ακριβώς διατυπώνει ο ποιητής και μεταφραστής Τζόσουα Έντουαρντς στο poetryfoundation.org με αφορμή την περιήγησή του στο κοιμητήριο της Μονμάρτρης, όπου επισκέπτεται ειδικά τον τάφο του Γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε.

Ο τελευταίος, που γεννήθηκε το 1797 στο Ντίσελντορφ, υπήρξε εμιγκρές στο Παρίσι, όπου έφτασε το 1831 για να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα 25 χρόνια της ζωής του. Από την εβραϊκή θρησκεία των γονιών του μετεστράφη μάλιστα στον λουθηρανισμό αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό της εποχής του. Έτσι κι αλλιώς επέλεξε τη Γαλλία γοητευμένος από το πνεύμα της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830. Ήταν εκείνη που έφερε την ανατροπή του Βουρβόνου μονάρχη Καρόλου Ι΄, και την άνοδο του ξαδέλφου του Λουδοβίκου-Φιλίππου, Δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος με τη σειρά του θα ανατρεπόταν, ύστερα από 18 επισφαλή χρόνια στον θρόνο. Η επανάσταση σηματοδότησε τη στροφή από τη συνταγματική μοναρχία, σε μια άλλη, την Ιουλιανή, καθώς και την αντικατάσταση της αρχής της κληρονομικής εξουσίας από τη λαϊκή κυριαρχία.

«Αν το Παρίσι ήταν, όπως έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η “πρωτεύουσα του 19ου αιώνα”, ο Χάινε θα μπορούσε να θεωρηθεί ο δαφνοστεφής ποιητής του, με όλη την ταραχή που έκρυβε» σημειώνει ο Έντουαρντς. «Υπήρξε ηγετική μορφή του γερμανικού ρομαντισμού και παράλληλα κριτικός και “προφήτης” των δυνάμεων που τον διαπερνούσαν. Αν και το έργο του ενέπνευσε πολλούς συνθέτες, φιλοσόφους και ποιητές, η σημασία του περιθωριοποιήθηκε κατά καιρούς από δυνάμεις που θεωρούσαν τις ιδέες και την ταυτότητά του αντίθετες με τα πολιτικά τους σχέδια. Η ζωή και το έργο του είναι γεμάτα τέτοιες αντιφάσεις».

Όταν φτάνει μπροστά στον τάφο του Χάινε ο Τζόσουα  Έντουαρντς αντικρίζει ένα μνημείο που δεν θυμίζει κανένα άλλο γύρω του. «Το χλωμό πέτρινο μνημείο, σχεδιασμένο από τον Δανό γλύπτη Louis Hasselriis, διατηρείται άψογα. Το γλυπτό κεφάλι του ποιητή κοιτάζει προς τα κάτω με βαριά βλέφαρα, το πρόσωπό του εξακολουθεί να παραπέμπει στις περιγραφές των φίλων του για τον όμορφο αλλά κουρασμένο και κάτισχνο νεαρό που φτάνει στο Παρίσι. Κάτω από την προτομή υπάρχουν περίτεχνα σύμβολα που σχετίζονται με την ποίηση και το επέκεινα, τόσο ζωντανά που θα μπορούσαν να είχαν σκαλιστεί πρόσφατα: μια πεταλούδα, ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα πάνω σε μια άρπα, στάμνες, κρίνοι, κουκουνάρι, φύλλα φοίνικα, μια κλεψύδρα. Είναι ιδιαίτερα όμορφο να το συναντάς σε μια γκρίζα μέρα και είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί ο Μάθιου Άρνολντ εμπνεύστηκε να γράψει στο «Heine’s grave»: «Πικρή και παράξενη, ήταν η ζωή / του Χάινε». Για να τον απαλλάξουμε πάντως από κάποια παρερμηνεία, ο Άρνολντ επισκέφτηκε τον τόπο πολλά χρόνια πριν κατασκευαστεί το σημερινό μνημείο το 1902, οπότε ο Άγγλος βικτωριανός πιθανότατα σκεφτόταν κάποιο άλλο, πιο άβολο μέρος ανάπαυσης: ο Χάινε πέρασε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του σε έναν «τάφο» αφού μια πάθηση της σπονδυλικής στήλης τον άφησε κατάκοιτο, με μεγάλο πόνο και εθισμένο στο όπιο, αλλά επίσης απτόητο όσον αφορά τα ποιήματά του.

Στο τέλος παίρνοντας το μονοπάτι για την έξοδο ο Έντουαρντς περνάει για λίγο από τον τάφο του Θεόφιλου Γκοτιέ, φίλο του Νερβάλ και του Χάινε. Και μόνο ένας άλλος μένει πριν περάσει την πύλη του κοιμητηρίου: «Ήταν τόσο θαμπωμένος από τη βροχή που έπεφτε στο γκρίζο πρωινό που έπρεπε να γονατίσω για να διαβάσω το όνομα, πάνω στο οποίο έπεφτε η αντανάκλαση του ουρανού: Φρανσουά Τριφό 1932 – 1984».