Μέσα σε λίγες ημέρες έγινα μάρτυρας γεγονότων που αντικατοπτρίζουν τις περίεργα ανορθόδοξες ιδέες και τη νοοτροπία που κατακλύζει την εποχή μας. Βρέθηκα σε έναν φούρνο στην Υδρα τη στιγμή που δύο τεραστίων διαστάσεων αλλά ελάχιστα καλυμμένες νεαρές Αμερικανίδες έτρωγαν παγωτά και αγόραζαν γλυκά. Στο σχόλιο κάποιου πελάτη, πως οι Αμερικανοί φημίζονται για τις καλές διατροφικές τους συνήθειες, μία νεαρή Ελληνίδα υπεραμύνθηκε των κοριτσιών, σχολιάζοντας πως «καλά κάνουν οι κοπέλες, και το απολαμβάνουν». Αγνοώντας βέβαια πως προσβάλλουν όλων την αισθητική και την κοινή λογική.

Βρέθηκα επίσης μάρτυρας σε δίκη, όπου κάποιος γνωστός δικαιωματιστής επιμένει να μηνύει σχεδόν όποιον τολμά να γράφει ή να εκφράζεται κατά μουσουλμάνων ακτιβιστών, στη λογική πως διαφορετικά η Ελλάδα θα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ισλαμοφοβία. Να σκύβουμε σιωπηρά δηλαδή το κεφάλι στους μουσουλμάνους που διατρανώνουν τις αρχές και τις διδασκαλίες του Προφήτη προκειμένου να μη φανούμε πως αμφισβητούμε δικαιώματα. Μόνο που έτσι εγκαταλείπουμε κάθε αγώνα για προάσπιση των δικών μας.

Ολα αυτά δεν είναι παρά ακραίες εκδηλώσεις αυτού που έχει πλέον ονομασθεί πολιτική ορθότητα. Οσοι πολίτες έχουν πλέον τη δύναμη των αριθμών και τη συμπαράσταση των αφελών προβάλλουν κάποια δικαιώματα και απαιτούν από τους άλλους τον υποχρεωτικό τους σεβασμό. Ακόμα και εις βάρος της λογικής και των συνηθειών ή των ευαισθησιών των υπολοίπων. Η πολιτική ορθότητα είναι πλέον ανοιχτά εναντίον του δημοσίου συμφέροντος και συνήθως προκαλεί οργισμένες δημόσιες αντιδράσεις. Αυτό όμως δεν ξενίζει αν κάποιος σκεφθεί την «κομμουνιστική» αντίληψη της σχετικής σκέψης και πως στόχος της δεν είναι να προωθηθούν πολιτικές προς το συμφέρον των πολλών ανθρώπων αλλά να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να ταιριάξουν με την ιδεολογία των πολιτικών αυτών.

Η πρακτική έχει δείξει πως ο εύλογος θυμός που συνοδεύει τις πολιτικά ορθές πολιτικές από πλευράς γενικότερης κοινωνίας έχει ως αποτέλεσμα την καταφυγή από πλευράς των υποστηρικτών τους σε παραπέρα καταπιεστικά μέτρα. Που αυξάνουν βέβαια τη γενική οργή διότι καταλήγουν να περιορίζουν ακόμα περισσότερο την ελευθερία του λόγου και αυτήν της σκέψης. Τελικό αποτέλεσμα είναι ο έλεγχος της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ως συνέπεια καταλήγουμε αναπόφευκτα σε καταστάσεις κοινωνικής σύγκρουσης. Με την παραμικρή υποψία προσβολής εθνικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών αντιλήψεων η εκδοχών επικρέμαται το ενδεχόμενο δικαστικών διώξεων με συνέπειες άσχημες κοινωνικές, επαγγελματικές ή οικονομικές. Η κατάσταση γίνεται εφιαλτική μέχρι ανυπόφορη. Η ιδέα πως έτσι προστατεύονται ατομικά δικαιώματα είναι τουλάχιστον κωμική.

Εχουν υπάρξει ως αντίδραση σοβαρές λαϊκιστικές επαναστάσεις σε Βρετανία, ΗΠΑ και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Σουηδία, Φινλανδία, Γαλλία, Ολλανδία κ.ά.). Πέραν όμως της πολιτικής αναστάτωσης δεν ανέτρεψαν ουσιαστικά την κατάσταση. Οι διαμάχες θυμίζουν λίγο τις παλαιότερες αντιπαραθέσεις μεταξύ Κεϋνσιανών και Μονεταριστών. Οπως οι Κεϋνσιανοί στηρίζονταν στην καταπίεση (έλεγχοι τιμών και εισοδημάτων) έτσι και οι οπαδοί της πολιτικής ορθότητας επιβάλλουν διά της βίας συμπεριφορές (περιορισμοί στην ελεύθερη σκέψη και έκφραση). Παίρνει λοιπόν τη μορφή μια μάχης του Καλού (ελευθερία) με το Κακό (καταπίεση δικαιωμάτων για επιβολή πολιτικής ορθότητας).

Δεν είναι τυχαίο πως μόνο λόγω πρωτοβουλίας προσωπικοτήτων της Αιγύπτου, που δύσκολα θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για ρατσισμό, υπήρξε αντίδραση στην επιλογή του Netflix μιας μαύρης οικογένειας πτολεμαίων ηγεμόνων της Αιγύπτου! Οι Εγγλέζοι όμως, που καταπίνουν πλέον τα πάντα, δεν έχουν βγάλει άχνα για τη μαύρη (!) σύζυγο του βασιλιά Γεώργιου και τους μαύρους ευγενείς στο «Bridgerton» («Queen Charlotte») και στις «Δύο βασίλισσες» (Ελισάβετ, Μαρία Στιούαρτ). Βασικά γινόμαστε μάρτυρες ενός εκβαρβαρισμού της Δύσης. Με άγνωστες συνέπειες για τη συνοχή των κοινωνιών.