Οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες προέρχονται από την «πίσω πλευρά» της ιστοριογραφίας.

Ορισμένα από τα περιστατικά που καταγράφονται στο «Οσα δεν γνωρίζατε για την αρχαία Ελλάδα» (εκδ. Μεταίχμιο), που μόλις κυκλοφόρησε, μετεωρίζονται ακόμη ανάμεσα στη σφαίρα της Ιστορίας και των προφορικών διηγήσεων -πέραν προφανώς εκείνων που ανήκουν στη μυθολογία. Αλλά στην πλειονότητά τους ανάγονται στις γραπτές πηγές της εποχής τους ή των μεταγενέστερων.

Αποτυπώνουν το ύφος με το οποίο οι αρχαίοι συγγραφείς απέδωσαν τα ήθη και τις συνήθειες των προγενέστερων και των συγχρόνων τους.

Με την έκδοση αυτή οι Γιάννης Γρυντάκης, Γιώργος Δάλκος, Αγγελος και Εκτορας Χόρτης εμπλουτίζουν τη σειρά «Οσα δεν γνωρίζατε…», που μέχρι πρότινος περιλαμβάνει άλλους πέντε τίτλους (Βυζάντιο, ευρωπαϊκός Μεσαίωνας, Επανάσταση 1821, εποχή Καποδίστρια, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Εθνική Αντίσταση). Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, παραθέτουμε ορισμένα από τα πλέον ενδιαφέροντα αποσπάσματα.

 

Το πολυτιμότερο πράγμα

Μετά τη μάχη στην Ισσό (333 π.Χ.), έφεραν στον Αλέξανδρο ένα πολυτελέστατο κιβώτιο, που είχε βρεθεί στις αποσκευές του Δαρείου. Οταν το είδε, ρώτησε τους φίλους του τι θεωρούσαν πιο πολύτιμο ώστε να τοποθετηθεί μέσα σε αυτό. Πολλοί, λοιπόν, πρότειναν διάφορα. Εκείνος, όμως, είπε ότι θα τοποθετήσει και θα φυλάξει μέσα σε αυτό την Ιλιάδα του Ομήρου (Πλούταρχου, «Βίοι παράλληλοι», Αλέξανδρος).

Βουκεφάλας: κατάθεση ψυχής

Στη μάχη εναντίον των Ινδών του βασιλιά Πώρου (326 π.Χ.) έχασε τη ζωή του και ο Βουκεφάλας, το αγαπημένο άλογο του Αλέξανδρου. Το εκπληκτικό είναι ότι δεν πέθανε από κάποιο τραύμα, αλλά από την εξάντληση και τα γηρατειά, γιατί ήταν περίπου τριάντα ετών και ιππευόταν από τον Αλέξανδρο σε όλες τις μάχες της εκστρατείας του. Ο Βουκεφάλας είχε μαύρο χρώμα, εκτός από ένα άσπρο σημάδι στο κεφάλι του, που είχε το σχήμα μιας κεφαλής βοδιού, από το οποίο και είχε πάρει το όνομά του. Μετά τη μάχη, που έγινε στη χώρα των Ουξίων, επειδή δεν είχε βρεθεί το πτώμα του αλόγου, ο Αλέξανδρος ανήγγειλε ότι, αν δεν του παραδιδόταν ο Βουκεφάλας, ήταν αποφασισμένος να εξοντώσει όλους τους Ουξίους. Το πτώμα του αλόγου βρέθηκε εν ριπή οφθαλμού και ο Αλέξανδρος ίδρυσε εκεί μια πόλη, που της έδωσε το όνομα του αγαπημένου του αλόγου (Αρριανός, «Αλεξάνδρου ανάβασις»).

Πανηγυρική δικαίωση

Στη Θήβα υπήρχε νόμος που όριζε ως ποινή τον θάνατο για τους αξιωματούχους οι οποίοι διατηρούσαν την εξουσία τους και μετά τη λήξη της θητείας τους. Ο Επαμεινώνδας, όταν είχε εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο, κράτησε την εξουσία τέσσερις μήνες παραπάνω, όπως εξάλλου και οι άλλοι στρατηγοί. Οταν επέστρεψε στη Θήβα, είπε στους άλλους στρατηγούς να ρίξουν όλη την ευθύνη πάνω του. Ετσι, κατά τη διάρκεια της δίκης του, αφού θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο, πήρε τον λόγο και ζήτησε από τους δικαστές τη χάρη να χαράξουν το παρακάτω επίγραμμα στον τάφο του: «Ο Επαμεινώνδας καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Θηβαίους, γιατί τους ανάγκασε να νικήσουν στα Λεύκτρα τους Σπαρτιάτες (371 π.Χ.), τους οποίους κανένας Βοιωτός μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να αντιμετωπίσει σε μάχη. Ετσι, όχι μόνο τη Θήβα έσωσε από την καταστροφή αλλά και στην Ελλάδα χάρισε την ελευθερία. Αλλαξε, μάλιστα, τόσο πολύ την κατάσταση, ώστε οι Θηβαίοι έφτασαν στο σημείο να πολιορκούν τη Σπάρτη, και οι Σπαρτιάτες να κοιτάζουν μόνο πώς θα σωθούν». Οι δικαστές γέλασαν, και τον αθώωσαν πανηγυρικά (Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη»).

Η δύναμη του παραδείγματος

Οταν ο Λυκούργος καθιέρωσε τα κοινά συσσίτια, πολλοί από τους πλούσιους πολίτες δυσαρεστήθηκαν και άρχισαν να τον βρίζουν στην αγορά και να του πετούν πέτρες, αναγκάζοντάς τον να φύγει για να σωθεί. Τότε, ένας οξύθυμος νέος, ο Αλκανδρος, τον ακολούθησε και, όταν ο Λυκούργος γύρισε να τον αντιμετωπίσει, αυτός με το ραβδί του τον χτύπησε στο πρόσωπο και του έβγαλε το μάτι. Ο Λυκούργος δεν ταράχτηκε, εμφανίστηκε όμως στους συμπολίτες του, δείχνοντας το καταματωμένο πρόσωπό του και την πληγή από το μάτι που του έλειπε. Αυτοί ντράπηκαν και του παρέδωσαν τον Αλκανδρο, για να τον τιμωρήσει όπως αυτός επιθυμούσε. Ο Λυκούργος, τότε, πήρε τον νέο στο σπίτι του και, αφού έδιωξε όλους τους υπηρέτες του, ζήτησε από τον Αλκανδρο να τον υπηρετεί. Πράγματι, αυτός αγόγγυστα υπάκουε και εκτελούσε σιωπηλός τις διαταγές του, αν και δεν ήταν ταπεινής καταγωγής. Μένοντας όμως κοντά του, διαπίστωσε την ημερότητα της ψυχής του, την αντοχή του στους κόπους και την αυστηρότητα της ζωής του. Ο ίδιος ο νεαρός εγκωμίαζε τον Λυκούργο στους φίλους του. Ελεγε, μάλιστα, ότι ήταν ευγνώμων για την καταδίκη του, γιατί από κακός και αυθάδης νέος που ήταν, έγινε άνδρας καλός και φρόνιμος. Πάντως, από το περιστατικό αυτό και μετά, οι Σπαρτιάτες απέφευγαν να κρατούν ραβδί στα χέρια τους, όταν συνεδρίαζαν. (Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι», Λυκούργος)

Η συσκότιση

Ο Περικλής, στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431- 404 π.Χ.), θέλοντας να δώσει κάποια διέξοδο στον αθηναϊκό λαό που ταλαιπωρούνταν από τον λοιμό, ανέλαβε μια εκστρατεία κατά της Επιδαύρου και εξόπλισε εκατόν πενήντα πλοία. Οταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, έτυχε να γίνει έκλειψη ηλίου και σκοτείνιασε. Αυτό προκάλεσε μεγάλο φόβο στα πληρώματα των πλοίων, γιατί θεωρήθηκε κακός οιωνός. Βλέποντας ο Περικλής ότι και ο κυβερνήτης του πλοίου του ήταν καταπτοημένος και βρισκόταν σε αμηχανία, σκέπασε με τη χλαμύδα του τα μάτια του πλοιάρχου και τον ρώτησε: «Νομίζεις ότι αυτό είναι μεγάλη συμφορά ή σημάδι που προοιωνίζεται κάποιο μεγάλο κακό;». Οταν εκείνος έδωσε αρνητική απάντηση, του είπε: «Τι διαφέρει λοιπόν η έκλειψη από αυτή μου την κίνηση, εκτός του ότι εκείνο που προκάλεσε το γενικό σκοτάδι είναι μεγαλύτερο από τη χλαμύδα μου;». (Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι», Περικλής)

 

Εθνικές καταδύσεις

Κατά την περίοδο των περσικών πολέμων, οι πιο γνωστοί για τις καταδυτικές τους ικανότητες ήταν ο Σκύλλις από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής και η κόρη του Υδνα. Λένε ότι μπορούσαν να κατεβαίνουν όσο βαθιά ήθελαν. Οταν ο στόλος του Ξέρξη δοκιμαζόταν από μεγάλη θαλασσοταραχή, παραπλέοντας το Πήλιο, οι δύο αυτοί δύτες βούτηξαν στη θάλασσα και, αφαιρώντας όσες άγκυρες μπορούσαν από τα εχθρικά πλοία, τα εμπόδισαν να προσορμιστούν. Για την πράξη τους αυτή οι Αμφικτίονες έστησαν στους Δελφούς αγάλματά τους. Το άγαλμα της Υδνας φαίνεται ότι ήταν πολύ ωραίο, αφού, πολύ αργότερα, ο Νέρων το αφαίρεσε από το Μαντείο και το πήρε μαζί του στη Ρώμη (Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις»).

Οι μονοσάνδαλοι

Τον χειμώνα του 428 π.Χ. οι Πλαταιείς, που πολιορκούνταν από τους Πελοποννήσιους, αποφάσισαν να επιχειρήσουν νυχτερινή έξοδο, περνώντας πάνω από το δικό τους τείχος, καθώς και από το περιτείχισμα που είχαν κατασκευάσει γύρω από την πόλη οι εχθροί τους. Το πρόβλημά τους ήταν μήπως γίνονταν αντιληπτοί από τους φύλακες του περιτειχίσματος, γι’ αυτό διάλεξαν μια βροχερή νύχτα, που φυσούσε δυνατός αέρας και κάλυπτε τους θορύβους τους. Αφηναν μεγάλα διαστήματα μεταξύ τους, για να μην προκαλείται θόρυβος από τυχόν συγκρούσεις των όπλων τους και, επειδή το χώμα είχε γίνει λάσπη από τη βροχή, φορούσαν υποδήματα μόνο στο αριστερό πόδι, για να μη γλιστρούν (Θουκυδίσης, «Ιστορία, Γ’»).

 

Ξενοδοχείο πέντε αστέρων

Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., οι Κορίνθιοι κατασκεύασαν μια μεγάλη και κομψή στοά και πίσω από αυτήν ένα ωραίο διώροφο κτίσμα. Στο ισόγειό του υπήρχαν τριάντα ένα καταστήματα και στον πρώτο όροφο μια σειρά από «σουίτες» δύο δωματίων. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν από σκάλες που βρίσκονταν στα άκρα της στοάς. Ολες οι «σουίτες» είχαν πόρτα σε διάδρομο, όπως στα σύγχρονα ξενοδοχεία. Η πόρτα οδηγούσε σε προθάλαμο και από αυτόν, ανεβαίνοντας δύο σκαλοπάτια έμπαινε κανείς στο κυρίως δωμάτιο. Τα καταστήματα είχαν το καθένα στη μέση ένα πηγάδι που συγκοινωνούσε με πηγές και χρησίμευε ως ψυγείο, στο οποίο διατηρούσαν πιθάρια με κρασί και δοχεία με τρόφιμα. Φαίνεται ότι οι ευκατάστατοι πελάτες που διέμεναν στις «σουίτες» έτρωγαν στα καταστήματα αυτά (L.Casson, «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο»).

Απάτες ολυμπιακών διαστάσεων

Στους 98ους Ολυμπιακούς Αγώνες (388 π.Χ.) οι πυγμάχοι Αγήτωρ, Πρύτανης και Φορμίων δωροδοκήθηκαν από τον Θεσσαλό Εύπωλο, και έτσι ο νικητής ήταν γνωστός εκ των προτέρων σε αυτόν. Οι παραπάνω αθλητές ήταν οι πρώτοι που περιέπεσαν σε αυτό το αδίκημα και οι πρώτοι που τιμωρήθηκαν με πρόστιμο, όταν έγιναν αντιληπτοί από τους Ηλείους. Ο δεύτερος που τιμωρήθηκε επειδή δωροδόκησε τους συναθλητές του ήταν ο Αθηναίος Κάλλιππος, αθλητής του πεντάθλου, στην 110η Ολυμπιάδα (340 π.Χ.). Τα ονόματα των παραβατών των Αγώνων τοποθετούνταν σε επιγραφές στα βάθρα των θεών στην Ολυμπία. Τα αγάλματα, βέβαια, πληρώνονταν από τους τιμωρημένους αθλητές (Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», Ηλιακά).

Ο Τιτανικός της αρχαιότητας

Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων Β’ κατασκεύασε, με τη βοήθεια του Αρχιμήδη, ένα τεράστιο για την εποχή πλοίο, τη «Συρακουσία». Είχε μήκος πάνω από εκατόν είκοσι μέτρα και ζύγιζε περίπου εκατό τόνους. Το πλήρωμα αποτελούσαν εξακόσιοι άνδρες και οι επιβάτες μπορούσαν να φτάσουν τους τριακόσιους. Στο κατώτερο πάτωμα φορτώνονταν τα μεταφερόμενα προϊόντα, στο μεσαίο υπήρχαν οι χώροι διαμονής και στο ανώτερο οι χώροι αναψυχής: γυμναστήριο, χώροι περιπάτου στεγασμένοι με αναρριχώμενα φυτά, βιβλιοθήκη, ιερό της Αφροδίτης και αγάλματα. Υπήρχαν ακόμη πολυτελή λουτρά με ζεστό νερό, μια μεγάλη δεξαμενή, φούρνοι, μαγειρεία, μύλοι, καθώς και ένα ενυδρείο. Στο ανώτερο κατάστρωμα υπήρχαν επίσης πύργοι και καταπέλτες που μπορούσαν να ρίχνουν πέτρες και ακόντια σε μεγάλη απόσταση. Χρειάστηκαν οι εφευρέσεις του Αρχιμήδη για να καθελκυστεί το τεράστιο αυτό πλοίο, για το οποίο δεν υπήρχαν πολλά λιμάνια, όπου θα προσδενόταν με ασφάλεια. Ο Ιέρων, λοιπόν, καθώς η συντήρηση αυτού του τεράστιου πλοίου ήταν ασύμφορη, το φόρτωσε με σιτάρι και το έστειλε ως δώρο στον Πτολεμαίο, κάποια εποχή που υπήρχε έλλειψη σιταριού στην Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι το έσυραν στην ακτή και έτσι τέλειωσε το μοναδικό του ταξίδι (Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί»).

Ασύλληπτα κέρδη

Η εταίρα Φρύνη έγινε γνωστή στο πανελλήνιο χάρη στον περίφημο γλύπτη Πραξιτέλη. Τα κέρδη της από το επάγγελμά της ήταν ασύλληπτα. Από αυτά έστησε ένα μπρούτζινο άγαλμα με χρυσή επένδυση στους Δελφούς, έργο του Πραξιτέλη. Το άγαλμα τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση, μπροστά στον ναό του Πυθίου Απόλλωνα, δίπλα στα αγάλματα των Λακεδαιμονίων και των μακεδόνων βασιλέων. Το 335 π.Χ. η Φρύνη πρότεινε να ανοικοδομήσει τα τείχη των Θηβών, που είχαν καταστραφεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, με τον όρο να εντοιχιστεί σε αυτά η εξής επιγραφή: «Ο Αλέξανδρος τα γκρέμισε. Η εταίρα Φρύνη τα ανοικοδόμησε»! (V. Vanoueke, «Η πορνεία στην Ελλάδα και στη Ρώμη».)

Λεφτά υπάρχουν!

Στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Περικλής, προσπαθώντας να ενθαρρύνει τους Αθηναίους ώστε να έχουν πεποίθηση για τη νίκη, απαριθμούσε τις πηγές χρηματοδότησης του αθηναϊκού κράτους. Οπως έλεγε, τα οικονομικά της Αθήνας ήταν ανθηρά, αφού ο φόρος που κατέβαλλαν οι σύμμαχοί τους ήταν εξακόσια τάλαντα τον χρόνο, εκτός από τους φόρους που εισπράττονταν στο εσωτερικό του κράτους. Στο θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν πάνω στην Ακρόπολη υπήρχαν ακόμη έξι χιλιάδες τάλαντα και αφιερώματα σε χρυσάφι και ασήμι που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κοπή νομισμάτων, τα οποία θα έφταναν τα πεντακόσια τάλαντα. Σε έσχατη ανάγκη, ο Περικλής έλεγε ότι ακόμη και το χρυσάφι από το άγαλμα της θεάς Αθηνάς θα μπορούσαν να αφαιρέσουν, εξοικονομώντας πάνω από σαράντα τάλαντα (L. Hardwick, «Κοινωνική ιστορία της αρχαίας Αθήνας»).

ΕΝΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»