Έχει γίνει πια αρκετά ασαφές ότι μέσα στη διάρκεια των επιχειρήσεων η Ρωσία άλλαξε την τακτική και τις επιδιώξεις. Πιθανός να είχε εξαρχής εξετάσει το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις να πάρουν τη σημερινή μορφή, όμως είναι σαφές ότι η εξέλιξη του πολέμου έχει να κάνει με αυτά που συνάντησε στα ίδια τα πεδία των μαχών.

 

Ο αρχικός σχεδιασμός: πίεση προς το Κίεβο για μια γρήγορη συνθηκολόγηση και συμφωνία

Ο αρχικός σχεδιασμός της πολεμικής επιχείρησης περιλάμβανε ταυτόχρονα την εκκίνηση των επιχειρήσεων που αφορούσαν τις ανατολικές επαρχίες και την ευρύτερη περιοχή της Αζοφικής και την προσπάθεια να απειληθεί το ίδιο το Κίεβο.

Ο στόχος ήταν να καταρρεύσει σχετικά γρήγορα η κυβέρνηση του Κιέβου, πιθανώς και υπό το βάρος της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας έξω από την πρωτεύουσα και να προχωρήσει σε μια συνθηκολόγηση που θα εξασφάλιζε αυτά που ήθελε η Ρωσία, δηλαδή την αναγνώριση της κυριαρχίας στο Ντονμπάς (προφανώς σε έκταση μεγαλύτερη από αυτή των «λαϊκών δημοκρατιών») και την ουδετερότητα και μερική αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Μια γρήγορα συνθηκολόγηση θα υποχρέωνε και τον κύριο όγκο των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και δη αυτών στο  Ντονμπάς να παραδοθούν και να αφοπλιστούν.

Όμως, η συνθηκολόγηση δεν ήρθε από τη μεριά της ουκρανικής κυβέρνησης και την ίδια ώρα υπήρξε παρότρυνση από τη Δύση και μια σταδιακά κλιμακούμενη ενίσχυση με εξοπλισμό που θα μπορούσε να αυξάνει τη φθορά των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.

 Ο δεύτερος σχεδιασμός: «απελευθέρωση του Ντονμπάς» και διάλυση της στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας

Αυτό οδήγησε σε έναν δεύτερο σχεδιασμό που πια δεν αφορούσε μια «ένοπλη διαπραγμάτευση» ή την επιδίωξη μιας συμφωνίας για συνθηκολόγηση αλλά μια πολεμική εκστρατεία με συγκεκριμένους εδαφικούς στόχους. Οι δυνάμεις της Ρωσίας και των «λαϊκών δημοκρατιών» επιδιώκουν να καταλάβουν το σύνολο των εδαφών της Ουκρανίας που ανήκουν στο Ντονμπάς μαζί με τις νότιες περιοχές. Ο σκοπός δεν είναι, τυπικά τουλάχιστον, η «προσάρτηση», αλλά μια διαδικασία όπου θα διοργανωθούν δημοψηφίσματα που θα αποφασίσουν κάποιου είδους κυριαρχία.

Ο σχεδιασμός αυτός έχει να αντιμετωπίσει δύο βασικές δυσκολίες. Η μία είναι ότι απέναντι υπάρχουν σχετικά συμπαγείς και ορισμένες εμπειροπόλεμες ουκρανικές δυνάμεις, με ισχυρή παρουσία και εθνικιστών που συμμετέχουν στη σύγκρουση από χρόνια. Η άλλη είναι ότι προφανώς και η Ρωσία θέλει να εξασφαλίσει ότι στο τέλος θα υπάρχει μια συνοριακή γραμμή σεβαστή και όχι μια «γραμμή επαφής», όπως αυτή που διαμορφώθηκε το 2014, που θα μπορεί διαρκώς να οδηγεί σε νέες αναφλέξεις.

Ο δεύτερος λόγος εξηγεί και τη συστηματική προσπάθεια καταστροφής στρατιωτικών υποδομών της Ουκρανίας. Αυτή δεν γίνεται  μόνο για άμεσους τακτικούς λόγους, δηλαδή την ακύρωση της άφιξης ενισχύσεων στα μέτωπα στα ανατολικά, αλλά και για να είναι εξασφαλισμένο ότι στην «επόμενη μέρα» οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας θα είναι στην πράξη «αποστρατικοποιημένες».

Τα μεγάλα ρίσκα του δεύτερου σχεδιασμού

Παρότι ο δεύτερος σχεδιασμός δείχνει να παραπέμπει σε έναν πιο αργό ρυθμό όπου το κάθε βήμα περνάει από την ολοκλήρωση του προηγούμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει και σημαντικά ρίσκα.

Καταρχάς είναι μια μεγάλη επιχείρηση που θα πάρει καιρό, θα έχει κόστος και σε εξοπλισμό και σε ανθρώπινες ζωές, ιδίως από τη στιγμή που η Δύση προσπαθεί διαρκώς να ενισχύει την ικανότητα της Ουκρανίας να «φθείρει» τις ρωσικές δυνάμεις. Υπάρχει, άλλωστε, και το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό μια κλίμακα απωλειών και πάνω θα μπορούσε να διαμορφώσει αρνητικό κλίμα στη ρωσική κοινωνία.

Έπειτα, υπάρχει το θέμα του πώς θα συμπεριφερθούν τελικά οι πληθυσμοί στις περιοχές αυτές. Δηλαδή, πολλά θα εξαρτηθούν από το ποσοστό των τοπικών πληθυσμών  που θα αποδεχτούν ή ακόμη και θα χαιρετήσουν τη νέα κατάσταση και αυτών που θα τη δουν ως μια μορφή κατοχής στην οποία θα αντιδράσουν, ιδίως εάν αναλογιστούμε τις επιπτώσεις και τον φόρο αίματος που ήδη έχει υπάρξει.

Και βέβαια υπάρχει το θέμα του πώς θα αντιδράσει η ίδια η Ουκρανία ακόμη και εάν υπάρξει κάποιου τύπου κατάπαυση του πυρός. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος μιας ακόμη πιο μεγάλης «γραμμής επαφής» στην οποία θα υπάρχουν διαρκώς «θερμά επεισόδια», που με τη σειρά τους θα απαιτούν και από τη Ρωσία διαρκώς να ενισχύει αυτές τις περιοχές και στρατιωτικά.

Το βάρος των κυρώσεων

Η επικέντρωση της Δύσης στις κυρώσεις δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να κάμψει τη Ρωσία. Μάλιστα, η κίνηση με το μεγαλύτερο κόστος για τη Ρωσία ήταν ακριβώς το γεγονός ότι πρακτικά δεσμεύτηκε το μέρος εκείνων των συναλλαγματικών διαθεσίμων της που ήταν σε δυτικές τράπεζες. Προς το παρόν οι κυρώσεις στο πετρέλαιο αντισταθμίζονται από τη ζήτηση σε άλλες περιοχές και οι κυρώσεις στο αέριο δεν έχουν ξεκινήσει (εκεί όντως η Ρωσία θα έχει το πρόβλημα να αναζητήσει υποδομές για να διοχετεύσει σε άλλες αγορές το φυσικό αέριο που πουλάει στην Ευρώπη). Θα έλεγε κανείς ότι προς το παρόν οι κυρώσει πλήττουν περισσότερο την παγκόσμια οικονομία παρά τη Ρωσία.

Ωστόσο και παρά τα βήματα που γίνονται για μια εκτεταμένη αποσύνδεση της ρωσικής οικονομίας από τις δυτικές οικονομίες – και στα οποία η Ρωσία θα απαντήσει με έναν πιο συστηματικό αναπροσανατολισμό προς άλλες οικονομίες και αγορές – εντούτοις υπάρχουν αρκετά ερωτήματα ανοιχτά. Αυτά αφορούν αφενός το εάν και σε ποιο βαθμό κάποια στιγμή το κόστος θα εσωτερικευτεί στη ρωσική κοινωνία και αφετέρου εάν η μορφή των κυρώσεων θα κλιμακωθεί σε τέτοια μορφή ώστε να εμποδίζει και τις συναλλαγές  με τη Ρωσία χωρών που δεν συμμετέχουν στο σύστημα των κυρώσεων (ενδεικτικά τα προσεκτικά βήματα που ακολουθούν οι κινεζικές εταιρείες ως προς αυτό το θέμα).

Προς το παρόν η ρωσική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν δείχνουν να μην αντιμετωπίζουν κάποια μεγάλη εσωτερική αντίδραση, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και το πλαίσιο στη Ρωσία είναι αρκούντως αυταρχικό ώστε να μην μπορούν εύκολα να καταγραφεί ποια η είναι η κατάσταση πνευμάτων της ρωσικής κοινωνίας.

Τα διλήμματα της Δύσης

Την ίδια στιγμή οι δυτικές κυβερνήσεις και αυτές είναι αντιμέτωπες με συγκεκριμένα διλήμματα. Η βασική αντίφαση που διαπερνά την πολιτική τους είναι το γεγονός ότι την ίδια ώρα που σαφώς έχουν μια ρητορική καταδίκης, τιμωρία και ήττας της Ρωσίας, η τακτική τους είναι απλώς να ενισχύουν την Ουκρανία στο επίπεδο που να μπορεί να φθείρει τις ρωσικές δυνάμεις αλλά όχι να αλλάξει ριζικά τον συσχετισμό. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένας ορίζοντας όπου είναι πιθανό έστω και με κόστος ή και καθυστέρηση η Ρωσία να πετύχει τα αμιγώς στρατιωτικά σχέδιά της. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει τις φωνές που πιέζουν στη Δύση για ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική ενίσχυση, κάτι που όμως εμπεριέχει τον κίνδυνο μιας πιο άμεσης απευθείας αντιπαράθεσης ρωσικών και νατοϊκών δυνάμεων. Ήδη ένα μέρος των ρωσικών επιθέσεων αφορά την καταστροφή οπλισμού που έρχεται από τη Δύση αλλά και την εξουδετέρωση ξένων μισθοφόρων. Από την άλλη, είναι δύσκολο οι δυτικές κυβερνήσεις που έχουν επιλέξει αυτή την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης (και της ρητορικής τους) να μετατοπιστούν γρήγορα σε μια αποδοχή των τετελεσμένων στο πεδίο της μάχης, κάτι που παραπέμπει σε μια παρατεταμένη εκδοχή «θερμής» εκεχειρίας ακόμη και μετά μια τυπική κατάπαυση του πυρός, παράλληλα με συνέχεια (και κλιμάκωση πιθανώς) των κυρώσεων και άλλα μέτρα πολιτικής και διπλωματικής ρήξης, που θα απειλήσουν προοπτικά κρίσιμες πλευρές της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής των διεθνών σχέσεων και οργανισμών. Καθόλου τυχαία ήδη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, βασικός πυλώνας για τη διαχείριση διεθνών κρίσεων, είναι ένας «παγωμένος» θεσμός. Στοιχείο που υποδηλώνει ότι ούτως ή άλλως έχουμε μπει σε αχαρτογράφητα νερά.