Στις 8 Νοεμβρίου το 1901 καταγράφηκαν αιματηρά επεισόδια στην Αθήνα, με αφορμή τη μεταγλώττιση του Ευαγγελίου στη δημοτική και έμειναν στην ιστορία ως «Τα Ευαγγελικά» ή «Ευαγγελιακά».

Στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε αρχίσει η δειλή εμφάνιση της μεσοαστικής τάξης στην πρωτεύουσα της Ελλάδας. Την ίδια ώρα ένα ασταθές συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά.

Ωστόσο, η οδυνηρή ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1987 ήταν ακόμα νωπή και το αίσθημα του εθνικισμού ήταν θερμό. Η Ελλάδα πορευόταν ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο γλώσσες, την καθομιλουμένη δημοτική και την επίσημη καθαρεύουσα.

Ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος κρίθηκε αναγκαίος και το πρώτο βήμα επιχειρήθηκε με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική.

Η απόπειρα μετάφρασης του Ευαγγελίου από την Βασίλισσα Όλγα

Η ιστορία, λοιπόν, ξεκινάει το 1898 όταν η Βασίλισσα Όλγα, αναθέτει στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη τη μετάφραση του Ευαγγελίου σε «γλώσσα που να διαβάζεται από το λαό».

Σύμφωνα με τους ιστορικούς η ίδια συνέλαβε την ιδέα όταν επισκέφθηκε τα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια του πολέμου και αντιλήφθηκε ότι η τότε εγκεκριμένη μετάφραση των «εβδομήκοντα» ελάχιστα γίνεται κατανοητή από τους περισσότερους ασθενείς και τραυματίες του πολέμου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος Β’, πρώην ιερέας των ανακτόρων -και όπως λέγεται έμπιστος του παλατιού- μελέτησε διεξοδικά τη μετάφραση, τη θεώρησε καλή και ύστερα έδωσε την άδεια στη Βασίλισσα να τη δημοσιεύσει.

Η Βασίλισσα Όλγα ενθαρρυμένη από τη στάση του Προκοπίου προχώρησε και πίεσε το Υπουργείο Παιδείας να εκδώσει εγκύκλιο με την οποία να συνιστά τη διάδοση της μετάφρασης. Ο Υπουργός Παιδείας Αντώνης Μομφεράτος, με τη σειρά του, ζήτησε την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της οποίας Πρόεδρος είναι ο Προκόπιος.

Όταν ζητήθηκε επίσημα η άδεια να εκδοθεί μεταφρασμένο το Ευαγγέλιο η Ιερά Σύνοδος απάντησε αρνητικά. Ο Αρχιεπίσκοπος συμπλέει με την απόφαση.

Ωστόσο η Βασίλισσα επέμεινε και το έργο κυκλοφόρησε αρχικά σε χίλια αντίτυπα στις αρχές του 1901 με την ένδειξη «κείμενον και μετάφρασις του ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του Ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Αυτού Μεγαλειότητας της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας εκδιδόμενα».

Παρότι η έκδοση ήταν περιορισμένη, προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις στον Τύπο, του εκκλησιαστικούς κύκλους και ιδιαίτερα στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας της εποχής.

Η μετάφραση από τον Αλέξανδρο Πάλλη και η δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις»

Εκείνη την εποχή, ένας λόγιος βαμβακέμπορος του Λονδίνου, ο συγγραφέας, λογοτέχνης και μέγας δημοτικιστής, Αλέξανδρος Πάλλης, «αποδίδει εις την γνησίαν γλωσσαν του Ελληνικου Λαου» το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής που τις προσονόμασε «Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο».

Το έργο αυτό εκτυπώθηκε σε «ἐργαστήριον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῆς Αἰγύπτου» το 1901 με έξοδα της Βασίλισσας Όλγας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς.

Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς η εκκλησία απαγόρευσε τη μετάφραση του Ευαγγελίου στην καθομιλουμένης. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, μια προοδευτική φυσιογνωμία για την εποχή, άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε μετάφραση του Πάλλη, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η “Ακρόπολις” το συνεχίζει» και από εκείνη τη στιγμή τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.

Σημειώνεται, ότι ο Γαβριηλίδης είχε τη σύμφωνη γνώμη του Αρχιεπίσκοπου Προκοπίου αλλά και του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, Εμμανουήλ Ζολώτα για την έκδοση την μετάφρασης στην εφημερίδα.

Η αντίδραση των καθηγητών και φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν άμεση. Σε ανακοίνωσή τους χαρακτήρισαν τη μεταγλώττιση του Πάλλη, «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων». Η οργή δεν έμεινε μόνο στους φοιτητές της Θεολογικής αλλά εξαπλώθηκε και σε φοιτητές από άλλες σχολές με τους ίδιους να συνεδριάζουν στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, να καταλήγουν σε ψήφισμα και να βαδίζουν κατά των γραφείων της εφημερίδας «Ακρόπολις» και να προξενούν φθορές στον χώρο.

Στη συνέχεια τη σκυτάλη παρέλαβαν οι εφημερίδες «Σκριπ», «Καιροί» και «Εμπρός», εναντίον των δημοτικιστών, παρουσιάζοντας τους ως άθεους, προδότες και πράκτορες των Σλάβων, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας Όλγας.

Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι με τη μετάφραση γίνεται διάσπαση της θρησκευτικής και εθνικής ενότητας. Τα πνεύματα, όμως, υποδαυλίζονταν με απόψεις όπως οτι η μετάφραση του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδας» και οτι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος».

Το θέμα πλέον δεν ήταν γλωσσικό ή θρησκευτικό αλλά είχε αναβαθμιστεί σε πολιτικο ζήτημα εθνικών διαστάσεων.

Στις 17 Οκτωβρίου το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αποδοκίμασε τη μεταγλώττιση ως «βέβηλη». Ο εκδότης της «Ακροπόλεως» βρέθηκε στριμωγμένος από την πληθώρα των αντιδράσεων και τρεις ημέρες αργότερα αποφάσισε τη διακοπή της δημοσίευσης.

Τις επόμενες ημέρες το κλίμα φανατίστηκε περισσότερο. Στις 5 και 6 Νοεμβρίου, οι φοιτητές, με την ενθάρρυνση της «δεληγιαννικής» αντιπολίτευσης, οι διαλέξεις των καθηγητών διακόπηκαν και οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια και πραγματοποίησαν θορυβώδεις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Συγκρούστηκαν με την αστυνομία και λιθοβόλησαν τα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» στην οδό Σοφοκλέους και της εφημερίδας «Άστεως» στην οδό Φιλελλήνων, οι οποίες είχαν γράψει επικριτικά σχόλια για την φοιτητικές κινητοποιήσεις.

Ημέρα Πένθους

«Αι ελεεινοί πρωταγωνισταί της βεβηλώσεως του Ευαγγελίου θα τρίβωσιν αναμφιβόλως εξ ευχαριστήσεως τας χείρας, διότι εγένοντο παραίτιοι του αγριωτέρου θεάματος, το οποίον παρέστησαν αι Αθήναι από της αλώσεως υπό του Σύλλα. Πόλεως αλισκομένης, πόλεως σφαζομένης, πόλεως δολοφονουμένης. Αι σφαίραι του ναυτικού και του πυροβολικού, σφαίραι αδελφών, οπλισθέντων εναντίων αδελφών, διέρρηξαν κρανία, συνέτριψαν στήθη, εξώρυξαν οφθαλμούς, έθραυσαν κνήμας και κατέστησαν την οδόν Κοραή και τα πέριξ ερυθράς εκ του αίματος…», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός».

Οι φοιτητές παραμένουν συγκεντρωμένοι στα Προπύλαια.

Η Κεντρική Επιτροπή Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών – Πειραιώς, που πρωτοστάτησε στα «Ευαγγελιακά», έγινε η πρώτη κατεγραμμένη συμμετοχή της νεολαίας σε αντιδραστικό κίνημα.

Στις 8 Νοεμβρίου διοργανώθηκε μεγάλο συλλαλητήριο, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μετά από συνεδρίαση της επιτροπής των φοιτητών, με αίτημα τον αφορισμό των υπευθύνων της μεταγλώττισης. Η ογκώδης διαδήλωση κατά της μετάφρασης των Ευαγγελίων διατάραξε την Αθήνα

Την ίδια ώρα ο Αρχηγός της Χωροφυλακής Δημήτρης Σταϊκος, ενημέρωσε τις πρυτανικές αρχές ότι βάσει σχετικής απόφασης που έχει λάβει τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα η κυβέρνηση, δεν θα επιτρέψει καμία πορεία η εκδήλωση εκτός του πανεπιστημιακού χώρου.

Οι πρυτανικές αρχές τοιχοκολλούν το έγγραφο της αστυνομίας. Οι φοιτητές επιμένουν διαβεβαιώνοντας ότι θα «πορευθούν ειρηνικά» μέχρι τις στύλους του Ολυμπίου Διός και στην απόφασή τους βρίσκουν αρωγούς τους προέδρους των συντεχνιών, οι οποίοι αποφασίζουν συμμετοχή των μελών τους στο συλλαλητήριο.

Παράλληλα με τα όσα διαδραματίζονται στο Πανεπιστήμιο, δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής λαμβάνουν θέσεις σε νευραλγικά σημεία της πρωτεύουσας, αποκλείοντας την οδό Σταδίου και Πανεπιστημίου στο ύψος της σημερινής πλατείας Συντάγματος.

Άλλα τμήματα παρατάσσονται γύρω από τη Βουλή (στη σημερινή πλατεία Κολοκοτρώνη) και άλλα γύρω από τα Ανάκτορα (τη σημερινή Βουλή).

Στη συνέχεια, ένα τμήμα των συγκεντρωμένων που βρίσκονταν επί του μέσου της οδού Κοραή θεώρησε ότι ξεκίνησε η πορεία προς τη Μητρόπολη και άρχισε να κινείται προς την οδό Σταδίου.

Κάποιοι «εν εθνική μέθη τελούντες» όπως έγραφαν κάποιες εφημερίδες τότε, επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη.

Αλλοι, θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής με την αιτιολογία «δια να φρονηματίσουν τον Αρχιεπίσκοπο», και η Χωροφυλακή, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε Αστυνομία, «εδοκίμασε επί κεφαλών (των διαδηλωτών) άμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.

Τότε κινήθηκε, το ιππικό προσπαθώντας να εμποδίσει την πορεία. Ο επικεφαλής Ίλαρχος Μηλιώτης διέταξε επέλαση. Οι ιππείς δέχονταν πέτρες αλλά και πυροβολισμούς που προέρχονταν από το πλήθος, με αποτέλεσμα να παρέμβουν ο στρατός και η Χωροφυλακή απαντώντας αρχικά με πυροβολισμούς στον αέρα.

Εκείνη την ώρα επικρατούσε πανικός. Μέσα σε λίγα λεπτά η περιοχή έχει αδειάσει.

Στις συγκρούσεις που συνέβησαν, τρεις φοιτητές και πέντε πολίτες έχασαν τη ζωή τους (Ν. Πάνστρας, Α. Παπαναστασίου, Ε. Παπαντωνίου, Ε. Δράκος, Ι. Διβάρης, Φ. Ρήγος, Ι. Στεφανίδης, Στράτος, αγνώστων λοιπών στοιχείων), ενώ άλλοι 70 τραυματίστηκαν και 22 ακόμη συνελήφθησαν οι οποίοι κρατήθηκαν από τη Χωροφυλακή τρία εικοσιτετράωρα.

Για λίγες ακόμη ημέρες, οι φοιτητές παρέμειναν οχυρωμένοι στο πανεπιστήμιο και αποχώρησαν τελικά στις 12 Νοεμβρίου.

Η κυβέρνηση Θεοτόκη πέφτει – «Δολοφόνους σας απεκάλεσεν ο λαός»

Σαρανταοκτώ ώρες μετά τα γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου 1901, η Βουλή περιφρουρούμενη από τμήματα του στρατού και της χωροφυλακής, συνεδρίασε σε ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί επί της οδού Σταδίου και με ανάμεικτες αντιδράσεις υποδέχτηκαν τα μέλη της κυβέρνησης και τον Αρχηγό της αντιπολίτευσης Θόδωρο Δηλιγιάννη.

Πριν αρχίσει η συζήτηση η αντιπολίτευση ζήτησε την εκκένωση των θεωρείων, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε και η συζήτηση ξεκινά με τον βουλευτή Ροδόπουλο να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι με εντολή δική της ο στρατός άνοιξε πυρ.

Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης ζήτησε αποδείξεις, «Φέρατε τας αποδείξεις σας, κατηγορήσατέ μας και ημείς θα απολογηθώμεν. Δεν υπάρχει ανάγκη διατυπώσεων κατηγορίας, αφού έχομεν τα γεγονότα τα οποία συνετάραξαν ολόκληρον το πανελλήνιον, αντέτεινε η αντιπολίτευση».

«Το κράτος διατελεί εις αληθή επανάστασιν και σεις θέλετε κατηγορητήριον;», αποκρίθηκε ο Κουμουνδούρος.

«Επιμένω εις τα όσα είπον. Όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή, εγώ δι επισήμων εγγράφων τα οποία θα προσκομίσω εις την Βουλήν θα αποδείξω οποία υπήρξεν η δράσις της κυβερνήσεως… Μας αποκαλέσατε δολοφόνους αλλά δεν έχετε το θάρρος να μας το ειπείτε από του βήματος της Βουλής, διότι είμεθα έτοιμοι να αντικρούσομεν τοιαύτην μιεράν συκοφαντίαν», απαντά ο πρωθυπουργός και στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Δαούτης, «Δολοφόνους σας απεκάλεσεν ο λαός», είπε.

«Μα απεκαλέσατε δολοφόνους, αλλ’ ημείς θα αποδείξωμεν το ενάντιον. Ο στρατός δεν έλαβεν διαταγάς να πυροβολήσει. Καίτοι προεπιλακίσθη, ελιθοβολίθη και εξυβρίσθη, εντούτοις όπου εδιατάχθη να πυροβολήση επυροβόλησεν εις τον αέρα. Όλαι αι εξαχθείσαι σφαίραι από τους φονευθέντας και τους τραυματίας δεν είναι σφαίραι του στρατού. Απεδείχθη ότι είναι σφαίραι μικροτέρας διαμέτρου. Έχομεν επισήμους αποδείξεις περί τούτου. Οι φόνοι και οι τραυματισμού προήλθον εκ σφαιρών περιστρόφων τα οποία έφερον οι διαδηλωταί.», έλεγε ο Θεοτόκης.

Ο Αναστασόπουλος επέμεινε: «Οι φόνοι προήλθον εκ πυροβολισμών ριφθέντων εκ του Υπουργείου Οικονομικών. Διατί η εισαγγελική αρχή δεν ενήργησε τα δέοντα προς ανακάλυψιν των ενόχων;».

Ο Λεβίδης συνέχισε:,«Οι ιατροί του νοσοκομείου διεβεβαίωσαν ότι όλαι αι σφαίραι των θυμάτων έχουν διεύθυνσιν εκ των άνω προς τα κάτω. Ποία δε ήτο η ανάγκη των νεκροφόρων αμαξών αι οποίαι περιεφέροντο ανά την πόλην όπισθεν των ναυτικών αγημάτων;»

Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου, ο Θεοτόκης ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Γεώργιο και υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του, αν και διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και την προηγουμένη είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.

H εφημερίδα «Ακρόπολις» διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντος αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον δεν πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών».

Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη.

Ένα μήνα αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, οι φοιτητές οργάνωσαν νέο συλλαλητήριο, αυτή τη φορά ειρηνικό, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Αφού πρώτα έκαψαν ένα αντίτυπο της μεταγλώττισης του Ευαγγελίου, στη συνέχεια ενέκριναν ψήφισμα, με το οποίο αξίωσαν τη λήψη μέτρων για τη μη κυκλοφορία του μεταγλωττισμένου κειμένου του Ευαγγελίου στη δημοτική και την αυστηρή τιμωρία καθενός που θα επιχειρούσε μεταγλώττιση του στο μέλλον.