Ένοχη κρίθηκε μία 43χρονη γυναίκα στο Ουίνιπεγκ του Καναδά, που έκρυβε σε ενοικιαζόμενη αποθήκη τα λείψανα έξι μωρών που είχαν πεθάνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Τα βρέφη θεωρείται ότι είχαν γεννηθεί ζωντανά, αλλά η κατάσταση αποσύνθεσης στην οποία βρίσκονταν -άλλα σε σακούλες, ένα μέχρι και σε τσιμένο- δεν επιτρέπουν διερεύνηση των συνθηκών θανάτου τους.

Η Άντρεα Γκίσμπρεχτ είχε συλληφθεί το 2014 όταν το προσωπικό της εταιρείας άνοιξε τον χώρο που νοίκιαζε στην εταιρεία λόγω μη πληρωμής και κάλεσε την αστυνομία αφού ανακάλυψε τα λείψανα.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους απαγγέλθηκαν στη Γκίσμπρεχτ έξι κατηγορίες για την απόκρυψη κατά συρροή παιδικής σορού, κατηγορίες που επιφέρουν η κάθε μία μέγιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών. Η γυναίκα είχε δηλώσει αθώα και αφεθεί ελεύθερη με εγγύηση.

Τα λείψανα ανήκουν σε πέντε αγόρια και ένα κορίτσι τα οποία βρίσκονταν σε ηλικία κύησης μεταξύ 34 και 40 εβδομάδων, και είχαν τοποθετηθεί σε πλαστικές σακκούλες και πλαστικούς κάδους. Τα λείψανα ενός βρέφους είχαν καλυφθεί με τσιμέντο και ενός άλλου με μια πούδρα που έμοιαζε με απορρυπαντικό, ενώ ο τρόπος θανάτου τους δεν μπορούσε να πιστοποιηθεί λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης.

Οι ειδικοί που εξέτασαν τα λείψανα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα βρέφη μάλλον γεννήθηκαν ζωντανά.

Η σχέση με την Γκίσμπρεχτ ταυτοποιήθηκε μέσω του DNA εκείνης και του συζύγου της, που έχουν δύο παιδιά.

Σύμφωνα με καναδικά μέσα ενημέρωσης, η δίκη της Γκίσμπρεχτ ξεκίνησε χωρίς ενόρκους τον Απρίλιο του 2016. Ο άντρας της είχε καταθέσει ότι η γυναίκα του είχε αποβάλλει αρκετές φορές και είχε κάνει από 9 έως 11 αμβλώσεις, καθώς και ότι ο ίδιος ήταν ενήμερος για τις εγκυμοσύνες της.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ,ΑΠΕ/Reuters