Επιτρέψτε μου κάτι προσωπικό: Πριν μερικές μέρες αιφνίδια πέθανε ο πεθερός του θείου μου στα 65 του. Ο κυρ Μιχάλης. Λαϊκός, βιοπαλαιστής βορειοηπειρώτης, με το έγκαυμα της αναγκαστικής μετακίνησης βρέθηκε στις αρχές του 90 στην Μύκονο με τα παιδιά του, δούλεψε σκληρά, είχε την έγνοια τους με μια πατρική χροιά ημιαγροτικών κοινωνιών. Έγινε παππούς. Σχεδόν αναπάντεχα, έχασε την ζωή του από καλπάζουσα οξεία λευχαιμία. Ο θρήνος χτύπησε την πόρτα. Ο θείος μου με την γυναίκα του και την πεθερά του ταξίδεψαν απ’ την Μύκονο στα Τίρανα και από κει στο χωριό του. Το σπίτι του, φροντισμένο, τακτοποιημένο, μάχιμο να δεχθεί επίσκεψη (όπως όλα τα λαϊκά σπίτια), ένα απλό σπίτι στην Αλβανία. Και στον τοίχο, ο θείος μου τράβηξε με το κινητό του, μια φωτογραφία που ποζάρουμε όλοι μαζί, ανέμελοι και φωτεινοί στην Μύκονο, πριν 10-11 χρόνια. Μια φωτογραφία που είχε τοποθετήσει με ευλάβεια και ζεστασιά ο κυρ Μιχάλης. Μια φωτογραφία με εμάς, κοσμεί έναν τοίχο ενός σπιτιού στην Αλβανία. Μια φωτογραφία που ενώνει ανθρώπους, τόπους, μνήμες. Η αγάπη και η έγνοια που καταλύει κάθε απόσταση και κάθε σύνορο.

ΥΓ. Το παρακάτω μοιρολόι από τον κορυφαίο κλαριντζή Τάσο Χαλκιά. Εις μνήμην Μιχάλη Τσέκου.